Γραμμένο στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας με αφορμή την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, το θεατρικό έργο Ο Χρόνος Σταματά του διακεκριμένου, βραβευμένου με Πούλιτζερ συγγραφέα και πανεπιστημιακού Ντόναλντ Μάργκιουλις στηρίζεται σ’ ένα λογοπαίγνιο ευφυέστατα πολυσχιδές, κρυμμένο μέσα στην οικεία, στερεότυπη έκφραση του τίτλου του – Time Stands Still στο πρωτότυπο. «Still» στα Αγγλικά είναι επίρρημα που σημαίνει «ακόμα», αλλά και επίθετο με την έννοια του «ακίνητου». Είναι, επίσης, ουσιαστικό το οποίο δηλώνει τη «φωτογραφική πόζα», το στιγμιότυπο που έχει συλλάβει και καταγράψει ο φακός, «ακινητοποιώντας» το στην αιωνιότητα. Η διαρκής διαλεκτική σχέση του «ακόμα» με τη στιγμή, του πρόσκαιρου με το παντοτινό –η ίδια η φύση, δηλαδή, της φωτογραφικής τέχνης– αποτελεί και το πυρηνικό νόημα του έργου, τη βάση και την κινητήρια δύναμη των χαρακτήρων και της πλοκής του.

Η πολεμική φωτορεπόρτερ Σάρα επιστρέφει στο σπίτι της ύστερα από βαρύτατο τραυματισμό στη γραμμή του πυρός, που παραλίγο να της κοστίσει τη ζωή – γεγονός το οποίο έχει επηρεάσει ψυχολογικά τόσο την ίδια, όσο και τους ανθρώπους που είχε αφήσει πίσω της: τον επί οχτώ χρόνια σύντροφο και συνάδελφό της Τζέιμς και τον κοινό τους φίλο και συνεργάτη Ρίτσαρντ, αρχισυντάκτη σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Όπως είναι αναμενόμενο, η επανένταξή της σ’ έναν «φυσιολογικό» τρόπο και ρυθμό ζωής δεν συντελείται ομαλά, προξενώντας συνεχείς εντάσεις, παρεξηγήσεις και προστριβές για το τίποτα, ενώ η παρουσία της Μάντυ, νεαρής και νεοαποκτηθείσας φίλης του Ρίτσαρντ, ρίχνει απλώς λάδι στη φωτιά. Τα τέσσερα πρόσωπα του δράματος –η παθιασμένη με τη δουλειά της, ισχυρογνώμων και δυναμική Σάρα, ο υπομονετικός, καλόβολος και ψυχοπονιάρης Τζέιμς, ο πενηντάρης Ρίτσαρντ που περνά μια τυπικότατη κρίση μέσης ηλικίας και η σουρεαλιστικά εκτός κλίματος Μάντυ, μια ξένοιαστη, πρόσχαρη κοπελίτσα με τα μισά του χρόνια– πασχίζουν να βρουν τις ισορροπίες σε μια διελκυστίνδα όπου τα βάρη έχουν δυσανάλογα μοιραστεί και το «ουδέτερο» έδαφος μετακινείται ακατάπαυστα κάτω απ’ τα πόδια τους. Όταν το χάσμα ανάμεσα στους κόσμους τους φτάσει στο σημείο να βαθύνει επικίνδυνα, θα καταφέρουν η καλή θέληση, η κατανόηση και η αγάπη να γιατρέψουν τις ορατές και τις αθέατες πληγές και να ξαναχτίσουν τις γέφυρες της εμπιστοσύνης και της αποδοχής;

Σε μετάφραση της Ελένης Ρεπούσκου και σκηνοθεσία του Νίκου Δαφνή, με πρωταγωνιστές τους Αυγουστίνο Ρεμούνδο (Τζέιμς), Έλενα Τυρέα (Σάρα), Κώστα Κλάδη (Ρίτσαρντ) και Χριστίνα Σιώμου (Μάντυ), το έργο ανεβαίνει και φέτος –για δεύτερη χρονιά– στο Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να μεταθέσει το πλαίσιο της δράσης στη δεκαετία που διανύουμε και τον πόλεμο από το Ιράκ στη Συρία, φέρνοντας, έτσι, πιο κοντά μας τις πραγματολογικές αναφορές της υπόθεσης, όχι μονάχα χρονικά, μα και συναισθηματικά. Δεν έχει, άλλωστε, σημασία για ποιον ακριβώς πόλεμο πρόκειται: η Ιστορία χαράζει ανελέητα τους ίδιους αιματοβαμμένους κύκλους, σέρνοντας στους κακοτράχαλους δρόμους της την ανθρώπινη μοίρα.

Καθοριστική για τη βαθύτερη κατανόηση του Ο Χρόνος Σταματά είναι η πανταχού παρούσα φωτογραφική σημειολογία, με το έργο αυτό καθαυτό να λειτουργεί σαν κάμερα, ζουμάροντας από την πανοραμική θέα της ανθρώπινης κατάστασης στα κοντινά πλάνα μεμονωμένων πορτρέτων, όπου διακρίνονται, σε υλικό όπως και σε ψυχικό επίπεδο, οι διαβαθμίσεις της εμπλοκής του καθενός στα ευρύτερα γεγονότα. Το πρόσωπο της Σάρα είναι γεμάτο ουλές απ’ τον τραυματισμό της, ο οποίος της έχει αφήσει και κινητικά προβλήματα. Ο Τζέιμς δεν φέρει εμφανή τραύματα, έχει, ωστόσο, δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα απ’ όλους – έχει βρεθεί διαδοχικά στο πεδίο της μάχης και στη θέση της «χήρας πολέμου», παλεύοντας, στη συνέχεια, να συνυπάρξει καθημερινά με μια Σάρα που ζει τον ανεξίτηλο εφιάλτη της, σχεδόν αγνώριστη μετά την αναμέτρησή της με τον θάνατο, κλεισμένη στον εαυτό της, επιθετική και ασυνεννόητη, στοιχειωμένη από ένα ένοχο όσο και τραγικό μυστικό. Ο Ρίτσαρντ, πάλι, βρίσκεται με το ένα πόδι στο δικό τους ανταριασμένο σύμπαν και με το άλλο στην ασφάλεια του γραφείου του, μακρόθεν παρατηρητής αλλά και εκμεταλλευτής των γεγονότων, κυνηγώντας τον «χτυπητό» τίτλο που θα «πουλήσει», συχνά εις βάρος της ηθικής μα και της ίδιας της αλήθειας.

 

Όσο για τη Μάντυ –το φαινομενικά ξένο σώμα στη μικρή τους παρέα–, εκείνη, εντελώς «άκαπνη», καλοζωισμένη και καλομαθημένη, απολαμβάνει ανενδοίαστα τις ανέσεις και τα προνόμια του «πρώτου κόσμου», κρίνοντας τις αποφάσεις και τις πράξεις των γύρω της με την ευκολία του αμέτοχου, προστατευμένου μέσα στην άγνοιά του, θεατή. Ο ρόλος της, παρόλα αυτά, είναι κομβικός: από τη μια το χιούμορ που αβίαστα βγαίνει απ’ τη ρηχότητα και την ασχετοσύνη της, μετριάζει την εγγενή δραματικότητα των περιστάσεων κι από την άλλη δείχνει στους υπόλοιπους ένα κομμάτι της ζωής το οποίο θεωρούσαν πια ξεγραμμένο και ανάξιο λόγου. Η Μάντυ είναι η υγιής δύναμη της φύσης, απρόσβλητη απ’ την ασχήμια του κόσμου, απτόητη απ’ τις αποθαρρυντικές ενδείξεις της κατάντιας των μεγαλύτερών της. Είναι ο κραυγαλέα παράταιρος, εκνευριστικά ανεδαφικός και όμως ακατανίκητος πειρασμός της ελπίδας μέσα στην καταθλιπτική, στέρφα μαυρίλα της πραγματικότητας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παραγωγή του έργου από το Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα έχει το σκηνικό που δημιούργησε η Δέσποινα Βολίδη, στη φιλόξενα συνοπτική πίσω αίθουσα με την περίπου αμφιθεατρική διάταξη των καθισμάτων για το κοινό. Το σαλόνι και η κουζίνα του διαμερίσματος που μοιράζονται η Σάρα και ο Τζέιμς είναι επιπλωμένα και στολισμένα με αληθοφάνεια η οποία φτάνει ως την παραμικρή λεπτομέρεια – την τηλεόραση που για λίγο, μάλιστα, ακούγεται να παίζει στο παρασκήνιο, το χαλί, τον καναπέ με τα ριχτάρια και τα διακοσμητικά μαξιλαράκια, το γραφείο με τον υπολογιστή του Τζέιμς, τις κούπες του καφέ, τα μπιμπελό, τα βιβλία, τα περιοδικά και τα φυλλάδια που μαρτυρούν τα ενδιαφέροντα και τις καθημερινές ενασχολήσεις των ενοίκων: στο περιθώριο της επαγγελματικής δημοσιογραφικής του δραστηριότητας, ο Τζέιμς φιλοδοξεί να γράψει σενάριο για ταινία τρόμου, κινηματογραφικό είδος που του είναι εξαιρετικά προσφιλές. Στοιχείο που συμβολίζει τη βαθμιαία «ιδεολογική» απομάκρυνσή του από τη Σάρα, αφού η κινηματογραφική εικόνα είναι κινούμενη, ενώ η φωτογραφία –ο δικός της τομέας– στατική εξ ορισμού. Η φανταστική φρίκη, εξάλλου, λειτουργεί ως ένα είδος κάθαρσης, εξορκίζοντας τις τραυματικές αναμνήσεις και τον ενστικτώδη φόβο της πραγματικής.

Όσο και αν η Σάρα ισχυρίζεται πως θέλει να προχωρήσει στη ζωή της, η σκέψη και η ψυχή της έχουν για πάντα φυλακιστεί στις φωτογραφικές της λήψεις, σε αντιδιαστολή με τον πραγματικό χρόνο που κυλά προσπερνώντας την και του οποίου την αίσθηση έχουν (ή αποκτούν), σε γενικές γραμμές, όλοι εκτός απ’ την ίδια, βάζοντας νερό στο κρασί τους και «προσγειώνοντας» τα όνειρα και τα ιδανικά τους. Αν και πολλές απ’ τις φωτογραφίες της απεικονίζουν τον θάνατο, ταυτόχρονα, κατά έναν τρόπο οξύμωρο, απαθανατίζουν –απαλλάσσουν απ’ τη θνητότητα– το αντικείμενό τους (ας ξαναθυμηθούμε εδώ τις μακάβρια συναρπαστικές, μεταθανάτιες αναμνηστικές φωτογραφίσεις της βικτωριανής εποχής, όπου οι νεκροί, ντυμένοι και στημένοι σαν να ήταν ζωντανοί, «πόζαραν» για τελευταία φορά μαζί με τους εν ζωή αγαπημένους τους). Η Σάρα ταυτίζεται απόλυτα με την τέχνη της, την οποία θα εξακολουθήσει, τελικά, να υπηρετεί με ακλόνητη πίστη. Γιατί η φωτογραφική καταγραφή των γεγονότων είναι εξίσου σημαντική με την ενεργό συμμετοχή σ’ αυτά, δίνοντάς τους υπόσταση στο βλέμμα της ανθρωπότητας και επισφραγίζοντας τη θέση τους στην Ιστορία – ιδίως στον καιρό μας, όπου με «ευγενή» κίνητρα και σκοπιμότητες επιχειρείται η υποκριτική ανασκευή στοιχείων του παρελθόντος που ελάχιστα κολακεύουν το είδος μας.

Συνταρακτικά πειστικοί στους ρόλους τους, οι τέσσερις πρωταγωνιστές μάς χαρίζουν ερμηνείες αλησμόνητα δεξιοτεχνικές, αιχμαλωτίζοντας το συναίσθημα και προκαλώντας επίμονα τη σκέψη μας. Οι οδυνηρές συγκρούσεις αλλά και η συγκλονιστική, άνευ όρων και ορίων τρυφερότητα ανάμεσα στον Τζέιμς και τη Σάρα αποδίδονται με έξοχη φυσικότητα και άψογα ζυγισμένη συγκινησιακή φόρτιση από τον Αυγουστίνο Ρεμούνδο και την Έλενα Τυρέα, ενώ το αταίριαστο ζευγάρι του «περπατημένου» μεσήλικα Ρίτσαρντ και της ξεμυαλισμένης εικοσιπεντάρας Μάντυ ενσαρκώνεται με απολαυστικό κέφι και σπιρτάδα από τον Κώστα Κλάδη και τη Χριστίνα Σιώμου, με τη σκηνοθετική έμπνευση και μαεστρία του Νίκου Δαφνή να βάζει τη σφραγίδα της στο συνολικό αποτέλεσμα. Η μουσική επιμέλεια της Κωνσταντίνας Σαραντοπούλου και οι ανεπιτήδευτα ατμοσφαιρικοί φωτισμοί των Μπάμπη Αρώνη και Βασίλη Γιαννακόπουλου «ντύνουν» θαυμάσια το ακουστικό και εικαστικό μέρος της παράστασης.

Ο Χρόνος Σταματά (Time Stands Still) του Donald Margulies στο Θέατρο κάτω απ’ τη Γέφυρα
Mετάφραση: Ελένη Ρεπούσκου
Σκηνοθεσία: Νίκος Δαφνής
Πρωταγωνιστούν: Αυγουστίνος Ρεμούνδος, Έλενα Τυρέα, Κώστας Κλάδης, Χριστίνα Σιώμου