«Στη θεατρική εκδοχή της ιστορίας, σε έναν απομονωμένο και καλά προστατευμένο χώρο, τρεις άντρες, ο Δούκας, ο Εξοχότατος και ο Υψηλότατος, έχουν συγκεντρώσει μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών και τα υποβάλλουν σε ακραία σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια. Εδώ, η «τριλογία του θανάτου» εκτυλίσσεται σε τρεις κύκλους (ο κύκλος της μανίας, ο κύκλος των κοπράνων και ο κύκλος του αίματος), ενώ, παράλληλα, δυο Αφηγήτριες διηγούνται τολμηρές ερωτικές ιστορίες παρμένες από το ημιτελές έργο Οι 120 μέρες των Σοδόμων του Μαρκησίου ντε Σαντ».
Αυτό. Κάποια στιγμή ίσως θα έρθει η ώρα να το δεις. Και θα το δεις, όπως θα έρθει η στιγμή αργότερα και σε άλλους. Γιατί η μεταφορά αυτή, από τον κινηματογραφικό Παζολίνι στον θεατρικό Μπινιάρη, είναι ένα στοίχημα που κερδήθηκε με όσες δεύτερες σκέψεις μπορείς να κουβαλάς, με όσες ενστάσεις μπορεί να γαργαλούν τη γλώσσα σου. Κι αυτό σημαίνει πως το ταξίδι των 22 παραστάσεων που τελειώνει στις 10 Μαρτίου μπορεί να μην είναι και το μόνο. Η απρόβλεπτη Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, εξάλλου, έχει την τάση να επιστρέφει. Και να επαναλαμβάνει τα μεγάλα της χιτ – έστω και για λίγες ακόμη παραστάσεις. Αν και για το συγκεκριμένο, μια άλλη επιλογή ίσως και να ήταν πιο ενδεδειγμένη. Ένας άλλος χώρος υπό την αιγίδα και την προστασία της…
Το Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα, «μέρος μιας κινηματογραφικής τριλογίας (Τριλογία του θανάτου) που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ», υποψιάζομαι πως έγινε sold out από τη στιγμή κιόλας που έπεσε ως ιδέα στο τραπέζι για τα έργα της σεζόν από τον Γιώργο Κουμεντάκη, Καλλιτεχνικό Διευθυντή της Λυρικής Σκηνής, και τη δημιουργική ομάδα του. Η εμπνευσμένη απόφαση να αναθέσουν τη σκηνοθετική κατεύθυνση στον Άρη Μπινιάρη έβαλε το «κύκνειο σχόλιο του Πιερ Πάολο Παζολίνι τόσο για την άνοδο του νεοφασισμού όσο και για την εφιαλτική επέλαση του καπιταλισμού» σε άμεση τροχιά επιτυχίας. Ένα μέρος του κοινού θα έτρεχε να δει τη θεατρική μεταφορά μιας συγκεκριμένης ταινίας «σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της», για να δικαιωθεί από την αιώνια επίδρασή της ή να απογοητευτεί από τον χρόνο που περνά και πίσω δεν γυρνά.
Ένα άλλο μέρος του κοινού θα επιθυμούσε να την δει να πραγματοποιείται από τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη, για να τον δει να τρώει τα μούτρα του (ο θρασύς) ή να αποθεώνεται (ως ο καλύτερος της γενιάς του). Και ένα τρίτο, άσχετο με τα δύο προαναφερθέντα, βοηθούμενο τρελά από άγνοια κινδύνου και από μη γνώση του αντικειμένου, θα το επέλεγε από καθαρή και μόνο περιέργεια που θα καθοδηγούνταν από τις τρεντ τάσεις της εποχής (tres chic!).
Η σωστή επιλογή δεν σταματά στη θεματολογία των έργων αλλά οφείλει να προχωρά και να ολοκληρώνεται με τους ανθρώπους που θα την οδηγήσουν στο φως. Ασχέτως τελικά τι οδηγεί τι, και ποιος κατευθύνει ποιους. Νόμος. Κι από αυτό ξεκινάς και ίσως τελικά σε αυτό τελειώνεις. Και ο κόσμος του Σαλό, έτσι όπως σχεδιάστηκε μέσα από τη λάβα της ευφυΐας του Ιταλού σκηνοθέτη, έχει όλα αυτά τα στοιχεία για να χαρακτηρίσει και να χαρακτηριστεί. Την εποχή του και από την εποχή του. Αλλά ταξιδεύοντας μέσα από την σκουληκότρυπα του χρόνου, αναλογικά και σε κάθε εποχή που αυτός ο εφιαλτικός κόσμος επιστρέφει. Για 120 ημέρες. Ή και πολύ, πολύ περισσότερες.
«Τα σπαραγμένα σώματα των νέων υπαινίσσονται ακράδαντα την ύπαρξη ενός κόσμου βίαιου και ανεξέλεγκτα άδικου όπου οι ρίζες του ολοκληρωτισμού βρίσκουν συνεχώς γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν. Οι μέθοδοι κράτησης, εξαναγκασμού, ψυχικής και σωματικής εξαθλίωσης, λειτουργούν ως αλληγορία ολόκληρης της φιλοσοφίας του φασισμού που μετουσιώνεται σε πράξη παντού και πάντοτε όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν».
Η θεατρική σύμβαση αυτού που σε χτυπά κατακούτελα είναι και η σωτηρία σου. Δυσφορείς στην καρέκλα σου. Κλείνεις τα μάτια. Η ταινία στο μυαλό σου είναι αυτό που χαρακτηρίζει πρώτα και πάνω από όλα την εποχή της. Την είδα τελευταία φορά πριν τρία χρόνια και οι δεκαετίες βίας που μεσολάβησαν από την πρώτη της εμφάνιση, μικροί και μεγάλοι φασισμοί εντός και εκτός καθημερινότητας, είχαν κάτσει πάνω της σαν αποκρουστική κρούστα. Το φως της το ένιωθες, σου έκαιγε τα μάτια, ο ρεαλισμός της, οι συμβολισμοί της, η αλήθεια της, ούρλιαζαν μπροστά σε έναν καθρέφτη που δεν ήξερε πια τι καθρεφτίζει. Η παράσταση αυτή επιθυμούσε να τον σπάσει.
Ευχαριστιέμαι που στο τέλος της, αυτό που σκεφτόμουν είναι ότι δεν με ενδιέφερε αν το κατάφερε. Kαι αν ναι, σε τι βαθμό. Kαι αν όχι, σε τι βαθμό επίσης. Ήταν σημαντικό το ότι το επιχείρησε. Με θράσος, τόλμη, αναίδεια και ξεκάθαρη σιγουριά. Θα το καταλάβεις στις ομαδικές σκηνές της βιαιότητας. Έτσι όπως η σκηνοθεσία του Μπινιάρη και η κινησιολογία του χορογράφου Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου (ο πιο έντονος εκ των βοηθών βασανιστών επί σκηνής) στήνουν εφιάλτες που πηδούν από τη «θεατρική ωραιότητα» (με τη χαρισματική βοήθεια της Μικαέλας Λιακατά στο σκηνικό και της Ηλένιας Δουλαδίρη στα κοστούμια) στο άρμα ενός άγριου ψυχικού ερέβους, προς μια πτώση εσωτερική χωρίς τέλος. Είπαμε, είναι η ώρα που στριμώχνεσαι μέσα στην καρέκλα και ρίχνεις κλεφτές ματιές στους γύρω σου για συμπαράσταση. Θα το καταλάβεις επίσης και από την εξαιρετική μουσική «επένδυση» του Τζέφ Βάγγερ – δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν αυτή η παράσταση χωρίς τις άγριες εγκοπές των ήχων του, χωρίς τη σκληρότητα της μπότας του, χωρίς τον κοφτερό σαν ξυράφι ηχητικό σκοταδισμό του.
Θεωρώ πως η παράσταση είναι πολύτιμη. Όχι γιατί καταφέρνει τον στόχο της ή ό,τι καταφέρνει από αυτόν. Αποπνέει σημαντικότητα κυρίως γιατί γεννά σκέψεις και επαναφέρει συζητήσεις. Δεν θα βγεις από αυτή όπως μπήκες. Ασχέτως του συναισθηματικού rollercaster που θα σε χτυπήσει μέσα στα 70 λεπτά που διαρκεί (τι χρονική μεστότητα και παντελής έλλειψη φλυαρίας!), θα θες αργότερα να θυμάσαι πολλά. Και θα θες να συζητήσεις άλλα τόσα.
Έξοχοι οι Κώστας Μπερικόπουλος, Ιερώνυμος Καλετσάνος και Γιάννης Κότσιφας (με ένα θαυμαστικό περισσότερο στον τελευταίο), άξιες οι αφηγήτριες: Ιωάννα Μαυρέα, Αγορίτσα Οικονόμου, άξιοι και οι φρουροί: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Απόστολος Καμιτσάκης, Νικόλας Ντούρος, Άιντι Ορμένι (με τον πρώτο όπως προανέφερα να στήνει με εικαστική μέθη την αγριότητα και τον δεύτερο να στέκεται στο πλάι του, ισότιμα σωματικά, και στους τρεις κύκλους της πνιγηρής βίας). Το μεγαλύτερο όμως χειροκρότημα οφείλει να πάει στην ομάδα των νέων: Εβίτα Αγαΐτση, Γιώργος Ζιάκας, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Λένα Μποζάκη, Εύη Οικονόμου, Ειρήνη Τσέλλου, Γιάννης Χαρκοφτάκης, Κώστας Phoenix. Είναι (ομαδικός) άθλος αυτό που επιτυγχάνουν!