Τ Α Ε Λ Ε Γ Ε Ι Α Κ Α Ι Τ Α Ε Ι Δ Υ Λ Λ Ι Α
του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου
Κι άσωστη είναι η νύχτα κι άσωστο το δάσος,
κι άσωστο το δάσος κι ολοσκοτεινό·
μιαν αυγή με ρόδα μου είπαν πως γελάει,
μιαν αυγή με ρόδα κάτω στο γιαλό.
Και σε κράζω πάλι μες στην έρημη ώρα,
και σε κράζω πάλι, ω χλομή αδερφή,
ω αδερφή χαμένη, δράμε στο πλευρό μου
κι έχω μες στα τρίστρατα χαθή.
Ω αδερφή θλιμμένη, στα θολά σου μάτια
μιαν αυγή με ρόδα που είδα να γελά,
ω αδερφή του ονείρου, δείξε μου τη στράτα,
τη χαμένη στράτα μέσα στη νυχτιά.
Ω αδερφή του πόνου, στα γλαρά σου μάτια
μιαν αυγή με ρόδα που είδα έναν καιρό,
μιάν αυγήν με ρόδα που είπαν πως γελάει,
μιαν αυγὴν με ρόδα κάτω στο γιαλό.
Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό,
δε γυρεύω χάρη·
κάτι μου έχουν πάρει μες απ’ την ψυχή,
κάτι μου έχουν πάρει.
Και δεν ήταν ούτε ξωτικά
και δεν ήταν χέρια,
και ήταν ένα βράδυ που έπαιζαν θολά
στο γιαλο τ’ αστέρια.
Κι ήρθε ένας αέρας κι ήρθε ένας βοριάς
κι ήρθε ένα σκοτάδι –
ω αδερφή, χαμένο κάποιο μυστικό,
που θρηνούμε ομάδι,
μες στο κύμα ανοίγει δρόμο μυστικό,
δείχνει το φεγγάρι –
κάτι μου έχουν πάρει μες απ’ την ψυχή,
κάτι μου έχουν πάρει.