Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος απογοητεύθηκε που το «Κουρδιστό Πουλί» του Haruki Murakami δεν τον ανέβασε στα φτερά του.
«Το Κουρδιστό Πουλί σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί (ακόμα) κλασικό, αλλά είναι ένα έργο εξαιρετικά αγαπητό σε μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού, σε ένα επίπεδο που ξεπερνά αυτό του πρόσκαιρου best seller και φτάνει την καλλιτεχνική καθιέρωση και αποδοχή, κάτι άλλωστε που ισχύει και για τον ίδιο τον Μουρακάμι, έναν συγγραφέα φαινόμενο που καταφέρνει να πουλά εκατομμύρια βιβλία και ταυτόχρονα να βλέπει το όνομά του στις λίστες των φαβορί για το Νόμπελ. Έχοντας απογοητευτεί από το Νορβηγικό Δάσος, όταν ξεκίνησα να διαβάζω το Κουρδιστό Πουλί είχα όλη τη διάθεση να εντοπίσω κάθε πτυχή ερμηνείας αυτού του φαινομένου, πολλώ δε μάλλον όταν η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος της Ιαπωνίας έχουν προσφέρει δεκάδες υπέροχα έργα που τα συγκαταλέγω στα αγαπημένα μου.
Και πράγματι, το Κουρδιστό Πουλί είναι σίγουρα ένα πολύ πιο περίπλοκο βιβλίο από το Νορβηγικό Δάσος, πολυστρωματικό και κατά τόπους ιδιοφυές, όσον αφορά τη μυθοπλαστική του ικανότητα. Ξεκινάει συναρπαστικά και αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον, γραμμένο σε όμορφη, αν και πολύ συχνά υπερ-περιγραφική πρόζα, στην οποία συμπλέουν ποπ αποχρώσεις και βαθύτερες στοχαστικές αναζητήσεις. Αυτό το τελευταίο είναι νομίζω και το μεγαλύτερο προσόν του συγγραφέα, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την ποικιλία περιβαλλόντων που τον έχουν διαμορφώσει, πατάει με το ένα του λογοτεχνικό πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση.
Όσο εξελίσσεται το κείμενο όμως, η μυστηριολογία του αναγορεύεται όλο και εντονότερα σε αυτοσκοπό, ενισχυόμενη βεβιασμένα και τεχνητά από κάθε πιθανή δίοδο με τρόπο που συχνά φέρνει στο νου χολιγουντιανό θρίλερ (ή και χολιγουντιανή διασκευή γιαπωνέζικου θρίλερ), η μεταφυσική και πνευματιστική πανάκεια δίνει διεξόδους κατά το συμφέρον του συγγραφέα, και η πλοκή προωθείται (και καταλήγει, εν τέλει) βάσει μιας φαντασιακής μπάρας ενδοσκοπικής πληρότητας του ήρωα, η οποία απλώς γεμίζει με την πάροδο του χρόνου και τροφοδοτείται από ευκαιριακές αποκαλύψεις που γίνονται από τους χαρακτήρες πάλι βάσει μιας θεωρητικής αυτογνωσιακής προόδου. Όλα αυτά ενσωματωμένα σε ένα μακροσκελέστατο αφηγηματικό πλάνο, το οποίο διανθίζεται με διάφορες εκτενείς παρεκβατικές διηγήσεις που προσωπικά δεν μου προσέφεραν πολλά παρά μόνο κατάφερναν να με κουράσουν, τη στιγμή που πολλά από τα εντυπωσιακά τεχνάσματα που εμφανίζονται διάσπαρτα στις 850 σελίδες του κειμένου, στο τέλος παραμένουν μετέωρα αφήνοντάς σε με την αίσθηση ότι σπάρθηκαν άτεχνα και αθέμιτα απλώς για να εξάψουν το ενδιαφέρον.
Στο τέλος μπορούσα μεν να αισθανθώ μια σχετική ικανοποίηση για τη γοητευτική κατάδυση στο πράγματι ιδιοσυγκρασιακό σύμπαν ενός συγγραφέα με όραμα, αλλά κυρίαρχη επίγευση ήταν η απογοήτευση για τη μη εκπλήρωση των υπεσχημένων ενός ίσως υπερφιλόδοξου έργου».
Στην επόμενη σελίδα: το επόμενο θύμα είναι πολύ μεγάλο.