Αν και έχουν περάσει δυο δεκαετιες, κρατώ ολοζώντανη ακόμα την πρώτη εικόνα του Στέφανου, πιθανόν μέσα στο Ρόδον club, πολύ νέος τότε αλλά «ένας από μας» από πλευράς μουσικοσυναυλιακής ταυτότητας. Κρατούσε ένα ασπρόμαυρο πορτρέτο του Nick Cave που σκόπευε να δωρίσει σε «εμβληματικό πρόσωπο του χώρου». Στην πορεία των χρόνων, παρακολουθούσα πάντα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την εξέλιξη της δουλειάς του, όχι τόσο γιατί ευθυνόταν για μερικά από τα πιο όμορφα εξώφυλλα άλμπουμ καλλιτεχνών (Sigmatropic, Interstellar Overdrive, Φοίβος Δεληβοριάς, Piney Gir, κ.ά.), όσο γιατί η ζωγραφική του έδειχνε ν’ ασφυκτιά κάτω από νόρμες και ομαδοποιήσεις και να προχωρά με αταλάντευτη επιτάχυνση στη δημιουργία ενός προσωπικού εικαστικού σύμπαντος, φτιαγμένου από αριστοτεχνική έκρηξη χρωμάτων κι εκλεκτικών νύξεων εσωτερικής καύσης.
Η συνάντησή μας για μια κουβέντα γύρω από τη νέα του ατομική έκθεση στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου, έγινε το απόγευμα εκείνης της Παρασκευής που ακολούθησε το κατέβασμα της Ισορροπίας του Nash από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, και μοιραία η συζήτηση ξεκίνησε από εκεί.
Πιστεύεις ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργεί με κοινωνικούς όρους, να είναι πραγματικά ελεύθερη ή μήπως αποτελεί μια παραδοξότητα σε κοινωνίες που βρίσκονται σε κρίση; Η τέχνη εκπροσωπείται από τους καλλιτέχνες αλλά το έργο τους περνάει στον κόσμο μέσα από τα όρια που βάζει η κοινωνία. Είναι περισσότερο ζήτημα προσώπων. Τα πρόσωπα δημιουργούν ομάδες και κινήματα. Προσωπικά αγαπώ την pop art που δημιουργήθηκε από ιδιαίτερους και μοναδικούς καλλιτέχνες, όχι μόνο στη ζωγραφική, αλλά και στη μουσική και τον κινηματογράφο, κι εξαπλώθηκε ως κίνημα , ξεπερνώντας τα όρια της κοινωνικής αντοχής της εποχής του. Τόσες δεκαετίες μετά, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αγαπά και τρέφεται απ’αυτό το κίνημα. Στο Λονδίνο πρόσφατα καλύφθηκε το γκράφιτι του Banksy και η κοινωνία, ενδεχομένως, θα το αποδεχτεί μια δεκαετία αργότερα ως έργο τέχνης και στοιχείο του πολιτισμού της. Το πανκ είναι πλέον ένα τουριστικό αξιοθέατο, ενώ κάποτε προκαλούσε πολλές αντιδράσεις…
Ποια είναι, αν υπάρχουν, τα όρια στην τέχνη; Πρέπει να λαμβάνει ο δημιουργός υπ’ όψιν του ότι αυτό που ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως ελευθερία της έκφρασης, η ίδια η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το αποδεχτεί; Δεν θα πρέπει να υπάρχουν όρια στη τέχνη, αν και κάθε καλλιτέχνης βάζει τα δικά του, ανάλογα με το πόσο έτοιμος αισθάνεται να προκαλέσει, να σοκάρει, να ξεπεράσει κάποια ηθικά όρια. Αυτά μπορεί να τα βάλει μόνο ο καλλιτέχνης και κανείς άλλος. Από εκεί και πέρα βέβαια κρίνεται. Ωστόσο, η λογοκρισία είναι ο φασιστικός τρόπος να σταματάς κάποια πράγματα. Δε θεωρώ, ή τουλάχιστον δε θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει λογοκρισία γενικά. Όμως, ας πούμε, μια ταινία (Killing Joe) προβλήθηκε από την ιδιωτική τηλεόραση πρόσφατα. Η ταινία συζητήθηκε για μια «ακραία» σκηνή, η οποία κόπηκε στην τηλεοπτική της προβολή! Αυτό με σόκαρε: αν ξεκινάμε να κόβουμε πεντάλεπτα από ταινίες, τότε ναι, υπάρχει λογοκρισία…
Αντίθετα, πιστεύω ότι ο κόσμος δε συντηρητικοποιείται. Αντιδρά και λειτουργεί σα δίχτυ προστασίας στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αν όλοι δεχόμαστε δίχως αντίδραση τη λογοκρισία, θα τη νομιμοποιούμε και, φυσικά, έτσι δε βοηθάμε την τέχνη να προχωρήσει.
Προσωπικά θεωρώ ότι πρέπει να σπάνε τα όρια, όταν βέβαια κάποιος έχει κάτι ουσιαστικό να εκφράσει. Ας μη ξεχνάμε κι ένα ακόμα παράδειγμα: τη διακοπή της βιντεοπροβολής των Stills του Βέρτογκ στην πλατεία Κλαυθμώνος, μετά από καταγγελία ιερέα και παρέμβαση της αστυνομίας. Η Στέγη, που ήταν διοργανώτρια, θα μπορούσε να έχει αντισταθεί.
Με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να σε ρωτήσω πώς βλέπεις τη διείσδυση των μεγάλων ιδρυμάτων στη διάδοση της τέχνης τα τελευταία χρόνια… Οι πρώτες μου επιλογές ως ακροατή και θεατή είναι άλλου τύπου θεάματα. Είναι μεγάλη εξέλιξη να γίνονται παραγωγές με τον άρτιο τρόπο που γίνονται σε τέτοιους χώρους, αλλά εγώ δε βρίσκω τον εαυτό μου μέσα σε αυτά. Τα αντίστοιχα πράγματα που γίνονται σε χώρες του εξωτερικού, δε συμβαίνουν εδώ, όπως λ.χ. το Meltdown, στο Λονδίνο. Στην Ελλάδα είναι μετρημένες οι παραγωγές που γίνονται και μας αφορούν, θα ήθελα να «ανοίξουν» περισσότερο, αναρωτιέμαι γιατί δεν μπορούμε να δούμε τον Tom Waits, τον Nick Cave ή τον Leonard Cohenσε τέτοιες αίθουσες. Και υπάρχουν πια χώροι που θα έπρεπε να είναι ανοιχτοί πέρα από τον καθωσπρεπισμό. Να εκλείψει η νοοτροπία ότι θα βεβηλωθεί ο χώρος αν φιλοξενήσει κάτι πέρα από τα στερεότυπα. Θα έπρεπε όλοι οι χώροι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν κάποια κριτήρια, να είναι ανοιχτοί σε όλα, και ν’ανοίξουν στους νέους οι λεγόμενοι «ιεροί χώροι».
Πώς βλέπεις τις πρωτοβουλίες καλλιτεχνών όπως ο Ai Weiwei; Θεωρείς ότι εκφράζει μια γνήσια ανάγκη προσφοράς σε δοκιμαζόμενες κοινωνίες ή πιστεύεις ότι υπάρχει κίνδυνος να «εργαλειοποιηθούν» μεγάλα κοινωνικά ζητήματα όπως το προσφυγικό; Εξαρτάται από τον καλλιτέχνη, αλλά ας σταθούμε σε ένα άλλο παράδειγμα: το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο. Προσωπικά ήμουν υπέρ τόσο της κίνησης, όσο και του αισθητικού αποτελέσματος. Μου έκανε εντύπωση γιατί υπήρχε διαφορετικότητα στις γνώμες, αλλά για εικαστικούς κυρίως λόγους. Κανείς πάντως δε θυμόταν σε τι κατάσταση εγκατάλειψης βρισκόταν το κτίριο μια ημέρα πριν. Ολοι το θυμούνται καθαρό και πιστεύουν ότι με ευλάβεια θα πρέπει να το απολαμβάνουμε έτσι.
Πίσω από το εγχείρημα των καλλιτεχνών υπήρχε σκέψη, σύνδεση και θάρρος, πράγμα που συντελούσε και στην εικαστική του αξία. Εδώ λοιπόν ο καλλιτέχνης λειτούργησε ανιδιοτελώς, άλλωστε δε μάθαμε ποτέ το όνομά του.
Ο ηλεκτρισμός, πέρα από την αγάπη για τη μουσική, λειτούργησε ως συνδετικός κρόκος και για τη ζωγραφική; Είναι τελικά αναπόσπαστο «συστατικό» της ίδιας μας της ύπαρξης; Στον ηλεκτρισμό βάζω χρονικά όρια πολυ πιο κοντά στην εποχή μας. Είναι η φυσική συνέχεια της προηγούμενης έκθεσής μου (πίσω στο 2013) κι επειδή, ανεξάρτητα από τις εκθέσεις, δε σταματώ να δουλεύω, έβλεπα ότι μετά την προηγούμενη έκθεση δε μπορούσα να ορίσω με τίτλο την επόμενη. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν όλα όσα συνέβαιναν στο κοινωνικό πεδίο τα τελευταία χρόνια κι αποτυπωνόταν αυθόρμητα στα έργα μου. Κι αυτό, με μια ένταση που χαρακτηρίζει όλες τις σχέσεις. Ο τίτλος προέκυψε παρατηρώντας έναν εργάτη της ΔΕΗ σ’ένα χωριό της Τήνου, ο οποίος δούλευε σκαρφαλωμένος σ’ έναν στύλο. Ένιωσα ότι αυτό αποτυπώνει ακριβώς ό,τι συμβαίνει παντού, άλλοτε καταπιεσμένα κι άλλοτε διοχετεύεται πιο εύκολα.
Μια ηλεκτρισμένη πενταετία άλλωστε είναι αυτή που ζήσαμε από το 2010 ως το 2015, αν και στην αρχή θεώρησα ότι πρόκειται για αποδιοργάνωση της κοινωνίας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, τελικά η κατάσταση παγιοποιήθηκε και πήρε τη μορφή του ηλεκτρισμού με μια κινηματική ένταση, που βιώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Όλ’αυτά αποτυπώνονται, έμμεσα βέβαια, στη δουλειά μου.
Πώς μετουσιώνεις τον χρόνο ως καλλιτέχνης, αλλά και πέρα απ’αυτή σου την ιδιότητα, πώς λειτουργεί για σένα η συνειδητότητα του χρόνου στο σώμα και στη διύλιση των πραγμάτων όσο μεγαλώνεις, ενώ το rock’n’roll περιστρεφόταν ανέκαθεν γύρω από το μότο “live fast die young”; Οι δικοί μου καλλιτέχνες-πρότυπα είναι αυτοί που εξελίσσονται όσο μεγαλώνουν. Όσον αφορά εμένα, πιστεύω ότι έχω αποβάλλει ένα ωραιοποιημένο και ναρκισιστικό στοιχείο που είχε η ζωγραφική μου παλιότερα, το οποίο συνδέεται όχι μόνο με τη σωματική φθορά αλλά και με την πνευματική ωρίμανση. Εικαστικά μιλώντας, δέκα χρόνια πριν, όταν ζωγράφιζα μια σύνθεση όπου υπήρχε μια ωραία κοπέλα, ένιωθα κι εγώ ισότιμο μέλος του έργου, κατά κάποιο τρόπο συμμετείχα σ’αυτό. Τώρα μεγαλώνοντας, υπάρχουν βέβαια πάντα στις συνθέσεις όμορφα πρόσωπα, όμως η ομορφιά δεν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε πριν. Περιστοιχίζεται από στοιχεία, δε θα έλεγα άσχημα, αλλά ταλαιπωρημένα.
Σιγά σιγά ταυτίζομαι περισσότερο με το κατακερματισμένο στοιχείο του πίνακα, παρά με το ωραίο. Το βλέπω σαν ωριμότητα και εξέλιξη, που σαφώς μ’ενδιαφέρουν περισσότερο. Υπάρχει βέβαια και η pop, καθώς οτιδήποτε αγαπώ και μεταφέρω στην τέχνη μου πάντα οριζόταν απ’αυτό το δίπολο. Τώρα όμως εκφράζεται πιο πολύ ως βίωμα παρά σαν παρατήρηση.
Tι συνδέει την εποχή του Τρόμος και Ρομάντζο σ’έναν Άλλο Πλανήτη με την Επιστροφή στην Αποδιοργάνωση και τον Ηλεκτρισμό; Το «τρόμος και ρομάντζο είναι το φυσικό ενδιάμεσο μεταξύ της «ωραιοποιημένης» ζωγραφικής και της τωρινής εικαστικής μου περιόδου.
Το χάος ή η αναδιοργάνωση θα μας δώσουν τις απαντήσεις τα επόμενα χρόνια; Και τα δυο μαζί δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες για τη συνέχιση της ανθρωπότητας. Η ισορροπία ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως είναι αναγκαία κι είναι καλό να μάθουμε να διαχειριζόμαστε και τα δυο στοιχεία.
Η χρονιά ξεκίνησε με ένα μπαράζ απωλειών καλλιτεχνών. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το τέλος μιας εποχής και αρχή της ανάδυσης μιας καινούριας; Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό, αν και θα ήθελα να αρχίζει επιτέλους κάτι νέο μετά από την απαραίτητη ανασυγκρότηση, όμως νομίζω ότι είμαστε σ’ ένα στάδιο που έχουμε ακόμα να δούμε πολλά, ίσως και χειρότερα απ’όσα είδαμε ως τώρα.
Αισιοδοξία ωστόσο μου δίνουν οι άνθρωποι που δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα τους στα δύσκολα. Όταν ο άνθρωπος αντέξει κι αντιπαρέλθει τις δυσκολίες, τότε έρχεται μια καλύτερη εποχή. Σκέφτομαι πως όταν ξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα κυριαρχούσε ο φόβος, τώρα έξι χρόνια μετά, έχουμε μια εμπειρία διαχείρισης και στεκόμαστε ακόμα στα πόδια μας. Αυτή την αισιοδοξία προφανώς δεν την αντλώ από την πολιτικη, αλλά από τους πολίτες.
Τελικά πιστεύεις ότι αυτή κρίση θα γεννήσει κάτι μεγάλο καλλιτεχνικά; Δεν είμαι άνθρωπος που προσδοκά κι έχει ανάγκη από κατι μεγάλο καλλιτεχνικά. Αυτό γίνεται σιγά σιγά και καθημερινά, ως διεργασία εξέλιξης που μπορεί βέβαια μετά από χρόνια να χαρακτηριστεί ως μεγάλο, αλλά όσο ζούμε να μην το αντιλαμβανόμαστε. Αν είναι όντως σημαντικό και το αντιληφθεί η επόμενη γενιά, έχει καλώς. Αλλιώς δεν πειράζει. Άλλωστε ούτε ο Lou Reed όταν δημιουργούσε με τους Velvet Underground σκεφτόταν ότι το έργο του θα ήταν τόσο σημαντικό για τις επόμενες γενιές.
*έργα από τη φετινή έκθεση