Κάποιοι το λάτρεψαν και κάποιοι το μίσησαν, όμως σίγουρα το Greek Freak του Σίμου Κακάλα και της Εταιρίας Θεάτρου Χώρος ανήκε στις πλέον συζητημένες στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Ενώ η παράσταση συνεχίζει να προκαλεί και να σκορπά το γέλιο στο θέατρο όπου η ομάδα στεγάζει πλέον την πολυτάραχη, πολυταξιδεμένη πορεία της, ήδη ξεκίνησαν οι πρόβες για το επόμενο, εξίσου τολμηρό αλλά πολύ διαφορετικό εγχείρημα: τα Ανεμοδαρμένα Ύψη.
Μετά την πρόβα συναντήσαμε τον Σίμο Κακάλα. Έχοντας ένα τόσο ενδιαφέροντα συνομιλητή, η κουβέντα ξεστράτισε σε πολλά, διατηρώντας πάντα ως άξονα το θέατρο, τις διαφορετικές του εκφάνσεις, τη θέση του σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και την ίδια τη διαδικασία της πρόβας.
Πόσες πρόβες θα κάνετε; Δεν μπορείς να κάνεις πρόβα όπως είχαμε μάθει τουλάχιστον μια γενιά να τις κάνουμε, δηλαδή εργασία επί κάποιους μήνες πάνω σε κάτι. Ούτε έχουμε την ικανότητα, το πλαίσιο και το θράσος των πιο παλαιών γενεών που ανεβάζαν κάθε εβδομάδα άλλο έργο του Σαίξπηρ, ή που ανέβαιναν οι μπουλουκτσήδες και παίζανε έτσι, prima vista, πράγματα. Το σήκωνε κι η εποχή, υπήρχαν στάνταρ κοστούμια Σαίξπηρ, ένα βεστιάριο συγκεκριμένο, αυτά τα σκηνικά, οι ηθοποιοί δουλεύανε όλη μέρα, χωρίς ωράρια, και κάνανε τη μία παράσταση πίσω από την άλλη. Από τη στιγμή όμως που υπάρχει ένα κόνσεπτ και μια εντελώς άλλη κατάσταση στο θέατρο πια, από ένα σημείο και μετά μπήκε στο προσκήνιο η πολύμηνη εργασία για να παρουσιάσεις μια πρόταση πάνω σε κάτι, η οποία έχει προέλθει μέσα από ένα ψάξιμο, μια λογική αυτοσχεδιασμών. Υπήρχαν κάποιες τεχνικές, κάποια εργαλεία, κάτι ενδιαφέρον και για τον κόσμο που δούλευε σε αυτά, και μια προσωπική κατάθεση του καθενός. Και για το κοινό ήταν ενδιαφέρον να δει έστω πού το πας, αποτυχημένα ή επιτυχημένα, δεν το εξετάζουμε καθόλου.
Τώρα τι γίνεται; Σήμερα όπως είναι τα πράγματα δεν μπορείς να κάνεις ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Γιατί το πρώτο υπήρχε μια ολόκληρη κοινωνία που το στήριζε. Δεν υπάρχει η λογική του ρεπερτορίου, ότι παίζω κάτι δέκα μέρες το μήνα αυτό και πέντε μέρες εκείνο, εναλλασσόμενα, αλλά είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε μια παράσταση να παίζει πέντε μήνες και τέρμα. Τώρα βλέπω μια μεγάλη δυσκολία στην αγορά, και μια αμηχανία – την οποία, φυσικά, την υφιστάμεθα κι εμείς. Είμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με το να θες να κάνεις πράγματα, και να μην υπάρχει η δυνατότητα. Γιατί όλα είναι χρήματα. Ο άνθρωπος που θα καλέσεις να σου δώσει έστω και μια τεχνική συμβουλή, όταν είναι επαγγελματίας πρέπει να πληρωθεί.
Τι κάνει λοιπόν κανείς; Νομίζω ότι ψάχνουμε να κινηθούμε μέσα σε αυτό που υπάρχει τώρα. Τα social media έχουν αλλάξει εντελώς το τοπίο, το τι σημαίνει, ας πούμε, Γραφείο Τύπου. Από κει που ήταν κάποιος που έκανε πολύ συγκεκριμένα πράγματα, τώρα πρέπει να έχεις μια παρουσία στο facebook, στο instagram -εμείς δεν έχουμε!- κλπ. Αυτό αλλάζει πολλά. Πολύ φοβάμαι ότι ευνοεί είτε τις συνταγές, είτε πράγματα χωρίς πολύ σκέψη. Το θέατρο ήταν πάντα κάτι που προσαρμόζεται, οι άνθρωποι του θεάτρου πάντα ήταν σαν τις κατσαρίδες, που θα επιβιώσουν και μετά από πυρηνικό πόλεμο, λόγω της φοβερής τους προσαρμοστικότητας στις καταστάσεις και στην πραγματικότητα που συνεχώς αλλάζει. Μάλλον είμαστε σε ένα τέτοιο στάδιο. Κι όσο πιο καταρτισμένος είναι ο ηθοποιός, ο θεατρίνος, τόσο πιο έτοιμος είναι να αντιμετωπίσει οτιδήποτε, άρα ίσως η λύση και το κλειδί είναι η εκπαίδευση. Αυτή τη φορά θα κληθεί να αντιμετωπίσει και το ότι έχω να κάνω κάτι σε μικρό χρονικό διάστημα. Πράγμα που δεν είναι πάντα κακό, καθόλου κακό δεν είναι μάλιστα: όταν έχεις deadline γίνεσαι γρήγορος και σε κάποια άλλα πράγματα. Αλλά κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να είναι μονόδρομος. Θα μπορούσε να είναι επιλογή.
Ο Γκροτόφσκι έλεγε «δεν έχουμε χρήματα, αλλά έχουμε χρόνο». Ακριβώς. Αλλά είχαν και κάποια χρήματα για να ζουν και να το κάνουν αυτό. Υπήρχαν τα συστήματα, κάποιες επιχορηγήσεις, όπως πάνω-κάτω πήγαινε να γίνει κι εδώ. Αυτές οι επιχορηγήσεις φυσικά δεν αφορούν το εμπορικό θέατρο, που τα καταφέρνει μια χαρά από μόνο του. Αν όμως θέλεις να δοκιμάσεις έστω να πατήσεις σε κάποιους άλλους δρόμους – δεν λέω να ανοίξεις δρόμους, δεν έχω αλαζονεία – εκεί χρειάζεται και μια κοινωνική συμφωνία, ότι θέλουμε να γίνει αυτό. Γιατί μπορεί και να σου πουν «όχι, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου, εμείς θέλουμε να βλέπουμε αυτό και τίποτε άλλο». Κάτι που θα θεωρούσα πολύ ειλικρινή στάση απέναντι στα πράγματα. Οπότε λες ΟΚ, δεν ενδιαφέρει κανένα η ανάπτυξη ενός άλλου πράγματος. Αν και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως δεν υπάρχει ανάπτυξη. Θεωρώ πως έχουμε ένα πολύ όμορφο θέατρο, πολύ ενδιαφέρον, υπάρχει ένα κοχλάζον υλικό, το οποίο θα προσκρούει πάντοτε στους τοίχους που βάζει εδώ το σύστημα.
Να το ορίσουμε αυτό το σύστημα; Τι είναι; Το σύστημα είναι αυτό που έχουμε φτιάξει όλοι μαζί για να συμβιώνουμε, για να λειτουργούμε σαν, ας πούμε, μια εταιρία με δέκα εκατομμύρια ανθρώπους. Μια εταιρία που πρέπει κάπως να πορευτεί προς το μέλλον. Θα έπρεπε να εξυπηρετεί τους πάντες, αλλά τα συστήματα ποτέ δεν φτιάχνονται με ιδανικό τρόπο. Νομίζω όμως πως αλλού έχουν φτιάξει συστήματα που υπηρετούν περισσοτέρους ανθρώπους από ότι το εδώ. Μέσα από τη φαινομενική ανοργανωσιά του και το «ό,τι νά ’ναι», νομίζω πως τελικά είναι ένα επιτυχημένο σύστημα αυτό στην Ελλάδα, που καταφέρνει να κόβει τα φτερά σε πολλούς ανθρώπους. Καταλήγεις να μη σε ενδιαφέρει τίποτα, να μη σκέφτεσαι το μέλλον.
«Ο κόσμος προτιμάει, αντί για την εξήγηση με τα ηλεκτρόνια και τα γκλουόνια, το να είναι η γη ένας δίσκος στην πλάτη τεσσάρων ελεφάντων που κάθονται πάνω σε μια χελώνα! Γι’ αυτό και βλέπεις να πιστεύουν τους ψεκασμούς, στη συνωμοσιολογία…»
Αντίδραση σε όλα αυτά είναι το Greek Freak; Αντίδραση γενικότερα σε μια νοοτροπία είναι. Μπορεί να προεκταθεί και προς άλλες πλευρές, αλλά είναι κυρίως το ότι όλο αυτό το φτιάχνουμε εμείς. Ο μικρόκοσμος του καθένα επηρεάζει αυτό που βρίσκεται γύρω του. Το πώς αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας, τους άλλους, όλα αυτά τα κλισέ που λέμε όλη μέρα, η επικοινωνία που περνάει μέσα από πολύ συγκεκριμένα πρότυπα. Ήταν μια ενόχληση σε σχέση με όλα αυτά, σαν να θες να τα αποτινάξεις από πάνω σου και ταυτόχρονα να καταφέρεις και μια κλωτσιά στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν είμαι απαισιόδοξος, κάθε άλλο. Αλλά είναι μια εποχή που μπαίνουν στο τραπέζι πολλά θέματα για συζήτηση. Το ίντερνετ έχει συμβάλει στο να ακούγονται οι πάντες. Ξαφνικά βλέπεις τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι του καθενός, ποια είναι η ανθρώπινη φύση, κατά ένα τρόπο. Ήταν μια αντίδραση σε όλο αυτό. Το πώς διαδίδονται οι ψευδείς ειδήσεις, ας πούμε, και πώς τις αγκαλιάζει ο κόσμος με τόση προθυμία. Άλλωστε ο κόσμος προτιμάει, αντί για την εξήγηση με τα ηλεκτρόνια και τα γκλουόνια, το να είναι η γη ένας δίσκος στην πλάτη τεσσάρων ελεφάντων που κάθονται πάνω σε μια χελώνα! Γι’ αυτό και βλέπεις να πιστεύουν τους ψεκασμούς, στη συνωμοσιολογία… Όλα αυτά έχουν μια φοβερή άνθηση. Ήταν λοιπόν όλα αυτά μες στο κεφάλι μου μαζί, γι αυτό σκέφτηκα και τη φόρμα του βαριετέ.
Στην παράσταση γέλασα όσο είχα καιρό να γελάσω σε θέατρο, αλλά στο βάθος ένιωσα και μια βαθύτατη απελπισία. Χαίρομαι, γιατί αυτό ακριβώς ήταν όλο μου το σύμπαν, για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, φτιάχνοντάς το. Αλλά δεν θέλω να κάτσω να κλαίω – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάμε να το αποφορτίσουμε γελώντας, κάνοντάς το πιο ροζ ή πιο μαλακό.
Σκέφτηκα πως κάπως έτσι θα λειτουργούσαν στα καθ’ ημάς οι Monty Python. Μακάρι. Αυτό είναι μεγάλη φιλοφρόνηση. Αλλά οι Monty Python κάνανε κάτι που, μέσω της τηλεόρασης, ήταν και πολύ ευρύ. Σκέψου ότι το έκαναν τότε στο BBC. Ξερίζωσαν ένα πλατάνι από τη ρίζα. Ακόμα σήμερα κάποια από αυτά είναι πολύ «καμμένα». Φαντάσου εκείνη την εποχή πώς θα φάνταζαν. Σε τι αμηχανία θα πρέπει να έφερναν το κοινό. Έπαιξαν με όλα τα στερεότυπα, και με τη σαιξπηρική παράδοση ακόμα, και με χιούμορ πολύ ιδιόμορφο, κάποιες φορές χοντροκομμένο. Ήταν σαν να έριξαν έναν οδοστρωτήρα πάνω στο κοινό.
Μια που λέμε για οδοστρωτήρα… Το Φεστιβάλ Αθηνών ήξερε τι φίδι έβαζε στον κόρφο του με το Greek Freak; Δεν ξέρω. Ούτε ξέρω αν είναι φίδι ή όχι. Αλλά πάντως το Φεστιβάλ ήταν πολύ υποστηρικτικό. Και συνεχίζει να είναι. Μας έδωσε την παραγωγή. Είχε μια μεγάλη πολυφωνία φέτος, νομίζω. Ουσιαστικά 2-3 θεσμοί είναι πλέον που ρίχνουν λίγο αίμα μέσα στις φλέβες του θεάτρου. Γιατί χωρίς χρήματα απλά δεν γίνεται. Έστω ότι δεν χρησιμοποιούμε πλέον καθόλου σκηνικά, αλλά και πάλι κάποιοι άνθρωποι αφιερώνουν χρόνο. Δεν μπορεί κάποιος να κάνει άλλη δουλειά, να ασχολείται και με αυτό, και να είναι και σε ένα άλφα επίπεδο.
Από την άλλη, ακόμα κι αν αυτοί οι 2-3 θεσμοί διοικούνται από αγγέλους εξ ουρανού, από τους καλύτερους, το γεγονός ότι είναι μόνο τόσοι και καθορίζουν τα πράγματα, δεν εμπεριέχει ένα κίνδυνο; Ακριβώς. Αν δεν υπήρχε η ανεξάρτητη παραγωγή, οι μικρές εταιρίες, θα γνωρίζαμε π.χ. στα κόμικς τον Crumb, ή θα υπήρχε μόνο DC Marvel; Αν δεν υπήρχαν οι μικρές δισκογραφικές, θα περνούσαν όλα από το φίλτρο της Sony; Η οποία φυσικά είναι εταιρία και φαντάζεται κάπως το προϊόν της , και θέλει να προωθήσει μια συγκεκριμένη τάση – έστω κι αν διαθέτει δεκαπέντε είδη. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει και το μικρότερο μαγαζί. Κι εκεί, όπως συνέβη σε όλη την κοινωνία, οι πολλές φωνές φύγανε από τη μέση. Αν και στο θέατρο έχουμε 200 πρεμιέρες μέχρις στιγμής, και φύγαμε για να πιάσουμε τις 2000! Αλλά αυτό δεν έχω ιδέα πώς κινείται.
Ούτε εγώ. Φαντάζομαι πάνω-κάτω όπως εμείς. Με ό,τι έχεις.
Εσείς ξεκινήσατε κάνοντας το τόλμημα να πάτε να παίξετε παντού. Ναι. Το οποίο πλέον είναι πάρα πολύ δύσκολο οικονομικά. Ακόμα και για να μπορέσεις να βγάλεις τα έξοδα κίνησης. Γιατί ούτε ξενοδοχεία, ούτε βενζίνες, ούτε μεταφορείς πληρώνονται με πίστωση -όπως γίνεται πλέον με όλες τις αμοιβές στο θέατρο. Είναι μεγάλο ρίσκο.
Αρχικά πώς σας είχε έρθει αυτό; Μου είχε έρθει ως conceptual, ότι είναι μέρος της όλης έρευνας: Γκόλφω – Μπουλούκι – Ταξιδεύω. Δεν θα γινόταν αλλιώς. Η ιδέα ήταν ότι έχω ένα μικρό σχήμα, πέντε άτομα, κι αυτοί τα κάνουν όλα: οδηγούνε, στήνουνε, ξεστήνουνε, παίζουν. Στήνουμε-παίζουμε-ξεστήνουμε-φεύγουμε: αυτό ήταν το μοντέλο, λίγο συναυλιακό.
Αυτό συνδύαζε δύο πράγματα: όλο το μυθικό υλικό που αποτελούν τα μπουλούκια, από την ίδια τη δράση τους μέχρι το Θίασο του Αγγελόπουλου, αλλά και το να βρεθείς μπροστά σε μια ελληνική πραγματικότητα που εμείς, με το δεδομένο περίγυρό μας, δεν την ξέρουμε και πολύ. Σε τι σας άλλαξε αυτό; Σε πάρα πολλά. Στην οπτική. Μέσα από το σχήμα του μπουλουκιού έγιναν η Γκόλφω, η Ερωφίλη κι ο Ορέστης. Ήταν μια επαφή με πολλών ειδών πραγματικότητες: η Ελλάδα, το πώς η τηλεόραση έχει φτιάξει μια κοινή κουλτούρα απ’ άκρη σ’ άκρη, που δεν υπήρχε. Το πώς το σύστημα κατάφερε να φτιάξει γενικά χαρακτηριστικά – και σβήσανε τα ειδικά σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Κάποτε σε μικρή χιλιομετρική απόσταση έβλεπες διαφορές μεγάλες σε ανθρώπους, συμπεριφορές.
Κι αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά ποια είναι; Είναι η λαϊκοπόπ μουσική, ένα κράμα ισοπεδωτικό. Η ενίσχυση μιας γλώσσας και διαλεκτικής από την τηλεόραση μέσω όλων αυτών των ανθρώπων που δεν ξέρουν ούτε να μιλήσουν, πράγμα που επαναλαμβάνεται και γίνεται νόρμα και τρόπος. Δεν θέλω να πω ότι είναι κάτι κακό η τηλεόραση, αλλά η αλήθεια είναι ότι, λόγω του ότι θέλει να βγάλει χρήματα, είναι πολύ επιρρεπής στο να δίνει στον κόσμο ακριβώς αυτό που θέλει. Αν π.χ. ο κόσμος θέλει ντόνατς, θα του τα δώσει με τους τόνους – δεν την αφορά η υγεία κανενός. Οπότε εννοείται πως θα προσφέρει την πιο φτηνή εκπομπή προκειμένου να κερδίσει όσο περισσότερα γίνεται. Κι αυτό είναι κυρίως που ενίσχυσε. Πώς με τη χούντα δικαιώθηκε και ξαναπήρε ανάσα το κιτς; Όχι πως δεν υπήρχε ή ότι δεν είναι φυσική ροπή.
Φυσική ροπή το κακό γούστο; Ναι, είναι πολύ πιο ξεκούραστο να βλέπεις Kardashians από το να βλέπεις τον Carl Sagan. Εννοείται ότι θα δω Kardashians, και στην εποχή του Ευριπίδη πιστεύω πως ίσχυε το ίδιο. Αν δεν ίσχυε δεν πιστεύω πως ο Αριστοφάνης θα καθόταν να γράψει όλα αυτά τα έργα και να τα χώνει από σκηνής. Δεν απευθυνόταν στον Σωκράτη ή στον Περικλή, δεν ήταν μόνο αυτοί το κοινό. Η τηλεόραση λοιπόν διέδωσε το ίδιο πράγμα σε όλους. Αυτό γινόταν πάντα σε όλες τις αυτοκρατορίες ή τα μεγάλα κράτη με κεντρική διοίκηση που είχαν να αντιμετωπίσουν διαφορετικούς πληθυσμούς: προσπαθούσαν να τους ομογενοποιούν. Αυτό γίνεται τώρα στην Ινδονησία όπου είναι τόσες χιλιάδες νησιά, όπου επιβάλλεται μία αρχιτεκτονική, μία γλώσσα, μία μουσική, έναν τρόπο να τρως – κι εδώ δεν μιλάς για πληθυσμούς σαν τον ελληνικό που είχαν διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας, αλλά για λαούς που μπορεί να μην είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους. Αυτά όλα είναι κουλτούρα: ένας τρόπος μαγειρικής σημαίνει κάτι συγκεκριμένο.
Γιατί γίνεται αυτό; Θέλουν πάντα να έχουν να διοικούν πολλούς ίδιους. Η διαφορετικότητα είναι πρόβλημα. Αν κι εγώ πιστεύω στο να δρας τοπικά. Έτσι δεν υπάρχει ένας οδοστρωτήρας που παίρνει παραμάζωμα και πολλούς άλλους διαφορετικούς. Δεν πιστεύω στις παράπλευρες απώλειες. Κάθε φορά που ο οδοστρωτήρας ισιώνει το δρόμο για την κοινωνία του μέλλοντος, πάντα από κάτω του έχει χωμένο κόσμο που δεινοπαθεί.
Και η λύση; Όταν αλλάζουν όλα, πρέπει να αποφασίσουμε τι είναι αυτό που θέλουμε. Ένα μέλλον όπου ο ισχυρός θα μπορεί να ρίχνει μια σφαλιάρα στον αδύναμο κι αυτός να το βουλώνει; Ή ένα μέλλον όπου όλοι θα έχουν δικαιώματα; Είναι μια εποχή όπου συνεχώς πέφτουν πράγματα στο τραπέζι. Κάποιοι απογοητεύονται που πολλοί δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει το νομοσχέδιο για τους διεμφυλικούς, κι από την άλλη υπάρχουν αυτοί που φοβούνται πως θα μπουν στα σπίτια τους κάποιοι και θα τους αλλάξουν! Τίποτα από τα δύο δεν είναι έτσι. Τώρα γίνεται η συζήτηση, ας μιλήσουμε με επιχειρήματα.
Να πούμε όμως κάτι και για τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Συναρπαστικό μου ακούγεται. Είναι. Και δύσκολο ταυτόχρονα, ως μη θεατρικό κείμενο. Και το Σύσσημον ήταν μη θεατρικό, αλλά αυτό είναι μυθιστόρημα – η ποίηση αντιμετωπίζεται εντελώς διαφορετικά, και εκεί δεν ενδιαφέρθηκα για πλοκή, έναν ιστό που να διατρέχει το πράγμα. Ήταν μια «τελετή». Τώρα είναι ένα βιβλίο εμβληματικό, με πρόσωπα που είναι γνωστά. Εκεί θέλω να στοχεύσω, στο ότι είναι κάτι που το ξέρουμε. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχεις μια επαφή, ακόμα κι αν έχεις ακούσει το τραγούδι της Γαρμπή. Είναι πάντα ενδιαφέρον να παίζεις με τέτοια υλικά. Τέτοιο π.χ. ήταν η Γκόλφω. Οι χαρακτήρες είναι γνωστοί, ενώ κανένας δεν θυμάται την υπόθεση, μόνο τη Γκόλφω και τον Τάσο που τρέχουν στα βουνά. Κάπως έτσι είναι κι αυτό. Πολύς αέρας.
Και πολύ πάθος! Ναι. Ο πυρήνας για μένα είναι αυτή η καταστροφή. Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να έχει μια εντελώς διαφορετική τύχη, δέχεται μια καταπίεση από το περιβάλλον του σε μικρή ηλικία, και με τελευταίο τραύμα αυτό τον έρωτα που δεν βρήκε ποτέ διέξοδο, στρέφεται εναντίον του εαυτού του και του περιβάλλοντός του. Η ψυχαναλυτική του πλευρά με ενδιαφέρει πάρα πολύ – το πώς αυτό που σου δίνουν το επιστρέφεις. Ο Χήθκλιφ είναι ένα πολύ τραγικό πρόσωπο. Τελικά είμαστε τόσο ανίσχυροι μπροστά στα συναισθήματα.