Σ Υ Λ Λ Α Β Ε Σ
του Τίτου Πατρίκιου
Κι ό,τι μ’ απόμεινε απ’ το πέρασμά σου
σιγά-σιγά ο χρόνος το λειαίνει
σαν ένα βότσαλο της ποταμιάς.
Μονάχα πια για τ’ όνομά σου είμαι σίγουρος.
Κι όλο το λέω, το ξαναλέω μπροστά στη θάλασσα
μήπως και κάποια νύχτα,
όταν μας πνίγουνε τα σύρματα κ’ η πέτρα,
το χρειαστώ σα λέξη σωτηρίας
κι ανακαλύψω αιφνίδια πώς κι αυτό έχει σβήσει.