Πέρασα την εφηβεία μου ταγμένος στο black metal. Με Darkthrone ξύπναγα, με Revenge γύρναγα από το σχολείο, με Bathory πήγαινα φροντιστήριο και με Burzum κοιμόμουν (οι κρύες χειμωνιάτικες σιέστες με το Hlidskjalf παραμένουν γλυκύτατη ανάμνηση). Μόλις το internet μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, άκουγα ό, τι έβρισκα από το χώρο, αλλά η πληθώρα επιλογών του είδους και ο κόρεσμος του black metal στ’ αυτιά μου, κάποια στιγμή με απομάκρυναν από την εφηβική μου καψούρα, επειδή σταμάτησε να ακούγεται το ίδιο επικίνδυνη. Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Ότι από τους Deafheaven δεν είχα ποτέ απαιτήσεις για grim, «σατανικά» νταραβέρια, τους έψαξα και τους εκτίμησα για τα screamo και post(hardcore/rock/metal/sludge/οτιδήποτε) κιτάπια τους. Συγνώμη στους δογματικούς, μα τους ακούω με ευχαρίστηση και το Sunbather μου ‘κοψε τα γονατάκια μου όταν του έδωσα την πρέπουσα σημασία. Η ευκαιρία για τη συναυλία τους ήρθε κουτί, καθώς μας επισκέπτονται ακριβώς τη στιγμή που είναι ένα όνομα καυτό και επίκαιρο, έτσι, για να διαπιστώσουμε από μόνοι μας αν έχουν βάση τα παραμιλητά του εξωτερικού.
Βράδυ Τετάρτης, προσέλευση στην αρχή χαμηλή μα όσο πέρναγε η ώρα μεγάλωνε· ικανοποιητικό γεγονός δεδομένων των συνθηκών ενός live στα μέσα της εβδομάδας. Για όσους εξακολουθούν να αναρωτιούνται και καίγονται να ταμπελώνουν κόσμο, το κοινό ως επί το πλείστον όντως δεν αποτελούσαν μεταλλάδες, μα είχε έναν αέρα εναλλακτικό. Ντάξει; Καλυφθήκαμε με τις μικρότητες και τους ρατσισμούς; Πάμε στα σημαντικά.
Τη βραδιά ανοίγουν οι Allochiria. Τους ακολουθεί η φήμη του δυνατού νέου σχήματος με εντυπωσιακές εμφανίσεις, ενώ το ντεμπούτο τους, Omonoia, είναι ένα αξιολογότατο δείγμα full length γραφής. Για να είμαι ειλικρινής, πιθανόν να ήταν η πρώτη φορά που ακούω μια support μπάντα με ήχο ποιότητας headliner. Το σετ τους ξεκινάει με τα τέσσερα μέλη να χτίζουν ένα instrumental post rock ηχοτοπίο για αρκετή ώρα, μέχρι η frontwoman Ειρήνη να βγει και να πιάσει το μικρόφωνο. Και τότε είναι που από λυρική ψυχεδέλεια η μουσική τους μετατρέπεται σε ένα ασήκωτο post sludge τείχος της σχολής των Isis και των Amenra. Οι βρυχηθμοί της Ειρήνης εναλλάσσονται με τα καθαρά φωνητικά της, σωστές ακροβασίες μεταξύ τσαμπουκά και αιθέριου, με τα ογκώδη riffs να εξακοντίζονται χωρίς να ακούγονται πληκτικά ή τετριμμένα. Μια από τις νέες ελπίδες της ελληνικής σκηνής, μακάρι να μην αποδειχτούν κάποτε ένα cult σχήμα που χάθηκε μετά από λίγο καιρό. Προσωπικά, μου κινούν το ενδιαφέρον όσο ελάχιστοι «πρωτοεμφανιζόμενοι».
Λίγο πριν οι Deafheaven ανέβουν στη σκηνή να μας δείξουν τι τους κάνει τόσο ιδιαίτερους live, η σκηνή σκοτεινιάζει, τα φώτα αρχίζουν να αναβοσβήνουν και από πίσω παίζει μια industrial ambient λούπα. Α, ναι, και οι κοπέλες τους κάθονται στο πλάι της σκηνής για να θαυμάσουν από πρώτο χέρι τα παληκάρια επί τω έργω. Και μετά από λίγο, το χάος ξεκινάει. Τα blastbeat και τα αιθέρια αρπίσματα του «Dream House» πέφτουν σαν το χαλάζι, και ο George Clarke αναρωτιέται με υψίφωνες black metal κραυγές πως είναι να πεθαίνεις. Σαν να ονειρεύεσαι. Θέλει να ονειρευτεί. Κανένας από τη μπάντα δε μοιάζει σαν έναν «κλασικό» metal μουσικό, μα έχουν προσωπικότητα και χαρακτήρα. Ο Clarke συγκεκριμένα, σε ντύσιμο και χορογραφία θα μπορούσε να είναι μια άλλη εκδοχή του Morrissey, με το στενό πουκάμισο και τη χωρίστρα, τις αισθαντικές/θεατρικές κινήσεις του και τη διαρκή σωματική αλληλεπίδραση με το κοινό. Ο ήχος θορυβώδης, πριμαριστός και έντονος, όλα στη διαπασών, με αποτέλεσμα μερικές φορές η δεύτερη κιθάρα και το μπάσο να θάβονται, μα με τόση ενέργεια και ανταπόκριση από το κοινό δεν είναι λόγος για γκρίνια, μάλλον απαρατήρητο πέρασε γενικά. Σαν να ακούς τους πρώιμους Emperor να παίζουν ταυτόχρονα με τα lead αρπίσματα των Jesu και, ίσως, των Lights Out Asia.
Συνέχεια με την κατακρήμνιση του ειδυλλίου των αμερικάνικων προαστίων στο «Sunbather». Ο John Hughes αποκτά έναν τόνο μακάβριο και τα εντόσθια χύνονται στο όμορφο γρασίδι των προσεγμένων κήπων. Η μαύρη ψυχή του «Vertigo» ακολουθεί και το κυρίως set κλείνει με το «Pecan Tree» και τον Clarke να καταθέτει την ψυχή του στο κοινό και να παραδέχεται τα σφάλματά του. Με άλλα λόγια, όλο το Sunbather ζωντανά (παίχτηκαν και τα instrumental). Ολιγόλεπτη παύση και encore με το «Unrequited» από το Roads to Judah. Το live τελειώνει με τη μπάντα να αφήνει ελεύθερους τους βόμβους των οργάνων της να γεμίσουν τον χώρο ενώ εγκαταλείπουν τη σκηνή χωρίς χαιρετισμούς. Ο Clarke είχε ευχαριστήσει προηγουμένως, δε χρειάστηκε δεύτερη φορά.
Μια συναυλία που έσφιζε από ενέργεια, από οργή και μελαγχολία. Που τελικά αποδεικνύει ότι οι μίξεις αν δεν γίνουν απλά για να γίνουν και έχουν αισθητική να τις στηρίζει και, τελικά, λόγο ύπαρξης, είναι η φυσική εξέλιξη της ακραίας μουσικής και, εν τέλει, αυτές που τη διαιωνίζουν. Hipsters-ξεhipsters, σε 80 λεπτά απέδειξαν ότι μπορούν να βάλουν φωτιά σε μια σκηνή, ακόμα και αν δεν είναι το ίδιο υπερκινητικοί με τους Dillinger Escape Plan φερ’ ειπείν. Αδιαμφισβήτητα ένα από τα live της χρονιάς. Είθε να τους ξαναδούμε σύντομα.
Πώς οι Deafheaven «ισοπέδωσαν» το Gagarin 205