Είναι οι κατεξοχήν άνθρωποι του βιβλίου. Κριτικοί και ειδικοί δημοσιογράφοι διαβάζουν κάθε χρόνο, επί δεκαετίες οι περισσότεροι, όλη την ελληνική αλλά και ξένη βιβλιοπαραγωγή. Ζητήσαμε σε τέσσερις από τους πιο καταξιωμένους κριτικούς λογοτεχνίας και δημοσιογράφους που ασχολούνται με την εκδοτική κίνηση να μας γράψουν για τα 5 ελληνικά και 5 μεταφρασμένα βιβλία που ξεχώρισαν μέσα στο 2014.
Οι επιλογές του Γιάννη Μπασκόζου:
(Ο Γιάννης Μπασκόζος υπήρξε Διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβαζω. Το 2013 δημιούργησε και έκτοτε διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο “Ο Αναγνώστης”)
Μεταφρασμένα
André Gide Οι Κιβδηλοποιοί, μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, Πόλις. Γιατί οι κλασικοί είναι πάντα κλασικοί.
Georges Simenon, Ο άνθρωπος από το Λονδίνο, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, εκδόσεις Άγρα. Όταν η αστυνομική λογοτεχνία είναι κυρίως λογοτεχνία.
Nuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου, μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Άγρα. Για την αξία της τέχνης και της παιδείας που δεν στοχεύει στο κέρδος.
Johann Peter Eckermann, Συνομιλίες με τον Γκαίτε, μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης, Printa. Χωρίς περικοπές το «καλύτερο γερμανικό βιβλίο» κατά τον Νίτσε.
Nathaniel Hawthorn, Ο μαρμάρινος φαύνος, μετάφραση: Σάντυ Παπαιωάννου, Gutenberg. Για την αθωότητα και την αμαρτία.
Ελληνικά
Νίκος Μπακόλας, Η μεγάλη πλατεία, Κέδρος. Για να μη ξεχάσουμε κάποιους μοντέρνους δικούς μας.
Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, Φιλολογική επιμέλεια- επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά, Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Φόρος τιμής στη μεσοπολεμική λογοτεχνική γενιά.
Δημοσθένης Βουτυράς, Ο Φαρφουλάς κι άλλα διηγήματα, εκδόσεις Φαρφουλάς. Γιατί πρέπει κάποτε να αποκατασταθεί το μέγεθός του στην ελληνική λογοτεχνία.
Β.Βαμβακάς- Π.Παναγιωτόπουλος (επιμέλεια), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ΄80 , Επίκεντρο. Μια χρήσιμη κοινωνιολογική-πολιτιστική ματιά στην πιο αμφιλεγόμενη δεκαετία. Εν είδει Λεξικού μπορείς να διαβάσεις μόνον τα λήμματα που σε ενδιαφέρουν.
Μένης Κουμανταρέας, Ο θησαυρός του χρόνου, Πατάκης. Η ζωή του όλη.
Τι άρεσε στο Γρηγόρη Μπέκο:
(Ο Γρηγόρης Μπέκος είναι δημοσιογράφος, εργάζεται στο ένθετο για το βιβλίο της εφημερίδας Το Βήμα της Κυριακής)
Ξένη λογοτεχνία
Ελληνική λογοτεχνία
Η Μάρω Δούκα συμπλήρωσε φέτος σαράντα χρόνια (γόνιμης και απολύτως διακριτής) παρουσίας στη λογοτεχνία μας. Δεν έχει, θαρρώ, να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Με την έκδοση πάντως του «Έλα να πούμε ψέματα» (εκδόσεις Πατάκη) ολοκλήρωσε το φιλόδοξο (και, εκ του αποτελέσματος, επιτυχημένο) σχέδιο της να μας παραδώσει μια μυθιστορηματική τριλογία «στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας». Το παρελθόν (ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Κρήτη, εν προκειμένω) είναι η μαγιά της λογοτεχνίας της, ό,τι όμως γράφει η ίδια απολήγει με θαυμαστή δεινότητα στις αγωνίες του παρόντος (Ελλάδα, φθινόπωρο 2012 – άνοιξη 2013) και εξάπτει τον προβληματισμό για το μέλλον. Στέκομαι, για να μην επεκταθώ, σε τούτο μονάχα: πώς και γιατί, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ο δημόσιος διάλογος άρχισε λ.χ. από τα ελλείμματα και έφθασε στην περίοδο της Κατοχής και του εμφύλιου σπαραγμού; Πού οφείλεται αυτό το εκρηκτικό, πλην όμως πολύσημο, πισωγύρισμα; Και γιατί, εν τέλει, η Ιστορία λειτουργεί αποτελεσματικά μόνο στο βαθμό που λειτουργεί ως δύναμη καθήλωσης στην Ελλάδα; Στο βιβλίο της Μάρως Δούκα οι απαντήσεις υπάρχουν, είναι όμως αμείλικτες και σύνθετες. Με θλίψη διαπιστώνω, για να μιλήσω λίγο επί του προσωπικού, όλα αυτά τα χρόνια, όποτε δηλαδή το τραυματικό παρελθόν επισκέπτεται το αβέβαιο παρόν μας, ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας (οι νεότεροι δεν αποτελούν εξαίρεση, πράγμα ενίοτε εξωφρενικό) δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την Ιστορία (ως μνήμη, ως συνείδηση, ως διδαχή, ως συμφιλίωση), ενδιαφέρεται μονάχα να βιώσει, ει δυνατόν, τον φανατισμό που καθόρισε την Ιστορία. Η Μάρω Δούκα στέκει, με αυτοπεποίθηση και κριτική ματιά, στον αντίποδα αυτής της παθογένειας. Το «Έλα να πούμε ψέματα», για να συνοψίσω, ήταν το ελληνικό βιβλίο που μ’ έκανε να σκεφτώ όσο κανένα άλλο μέσα στο 2014, με έκανε να απελπιστώ και με παρηγόρησε επίσης, ίσως γιατί δεν γινόταν κι αλλιώς τώρα που το (ξανα)σκέφτομαι.
Από εκεί και πέρα ανακαλώ με αναγνωστικό ενθουσιασμό «Το σώμα του Τιρθανκάρα – Οι συναντήσεις ενός ταξιδιού στην Ινδία» (εκδόσεις Νεφέλη) του Χρήστου Χρυσόπουλου, θεωρώντας ότι είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχει εκδώσει ως σήμερα ο συγγραφέας – ένα εξαίσιο αφήγημα για το ταξίδι (ως συνθήκη της ανθρώπινης εμπειρίας) που ανοίγει ένα προνομιακό μονοπάτι προς την αυτογνωσία.
Με παρέσυρε επίσης η υπόγεια, κλιμακούμενη δύναμη αλλά κυρίως το ανεπιτήδευτο ύφος του πρώτου μυθιστορήματος «Ακόμα φεύγει» (Εκδόσεις Πόλις) της Ευγενίας Μπογιάνου – η συγγραφέας (που θήτευσε επιτυχημένα στην μικρή φόρμα) παρακολουθεί την κατάρρευση μιας οικογένειας από τη στιγμή που ο εικοσάχρονος γιος, φοιτητής του Πολυτεχνείου, κατηγορείται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
Η συλλογή διηγημάτων «Γκιακ» (εκδόσεις Αντίποδες) του Δημοσθένη Παπαμάρκου, στην οποία πρωταγωνιστούν στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία, έρχεται να επιβεβαιώσει, νομίζω, ότι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πεζογράφο που ήλθε για να μείνει και να δώσει (ευελπιστώ) πιο μεγάλα και σύνθετα έργα στο (άμεσο) μέλλον.
Θα ήθελα, τέλος, να προτρέψω όσους αναγνώστες δεν έχουν ακόμη συναντηθεί με το μυθοπλαστικό σύμπαν της Ιωάννας Μπουραζοπούλου να το κάνουν και δεν θα χάσουν – η λογοτεχνία του φανταστικού συναντά την πολιτική αλληγορία με αξιοζήλευτα αποτελέσματα. «Η κοιλάδα της λάσπης» (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι το πρώτο (πολυσέλιδο) μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας υπό τον τίτλο «Ο δράκος της Πρέσπας» – περιμένω ήδη το επόμενο, σκεπτόμενος το τέρας (της λίμνης) που αναστατώνει τρεις χώρες και τα τέρατα (και τα σημεία) που συμβαίνουν!
Στην επόμενη σελίδα, τα αγαπημένα της Κατερίνας Σχινά και του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου