Υπάρχουν κάποια πράγματα που αλλάζουν άρδην τις συνήθειές μας, τον τρόπο που καταναλώνουμε προϊόντα, κι ύστερα, πιο μακροπρόθεσμα ίσως, αλλά αναπόφευκτα, ακόμα και το ίδιο το προϊόν. Μπορεί να μην είναι ακόμη εμφανές, αλλά από εκείνο το βράδυ του περασμένου Ιανουαρίου, που το παραθυράκι με το κόκκινο Ν προστέθηκε στις επιλογές της smart TV μας, και το Netflix μπήκε με το γύρισμα ενός διακόπτη στην ελληνική αγορά, το οπτικακουστικό προϊόν που καταναλώνουμε (πλέον νόμιμα, πλέον και στην Ελλάδα) απ’ την άνεση το σαλονιού μας, είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει μορφή.

Η Ελλάδα η ίδια, μικρό έως ανύπαρκτο ρόλο παίζει σ’ αυτή τη μεταμόρφωση προφανώς. Ζωτικής σημασίας όμως, είναι το πακέτο το χωρών στο οποίο συμπεριλήφθη και το μικρό μας χωραφάκι στη γωνιά των Βαλκανίων, αφού με το πάτημα ενός κουμπιού, το Netflix έκανε το μεγαλύτερο άνοιγμα που έχει σημειωθεί σε πλατφόρμα παρόχου online περιεχομένου τέτοιου είδους, με την ηγέτιδα δύναμη της οικιακής ψυχαχωγίας να προσθέτει μέσα σε μια βραδιά μονάχα, 130 καινούριες αγορές στη σειρά από τσουβάλια πελατών που έχει να διαλέγει και να απευθύνεται. Το μεγαλύτερο άνοιγμα που έχει σημειωθεί είπα; Άκυρο: το μεγαλύτερο ως τότε. Πριν τελειώσει το 2016, η Amazon Video, ίσως ο μόνος σοβαρός ανταγωνιστής του Netflix (αλλά όχι και τόσο), εισέβαλε σε άλλες 200 χώρες.

House Of Cards

House Of Cards

«Τι μας νοιάζει εμάς τι κάνουν τα βουβάλια που τσακώνονται» θα μου πεις, κι ύστερα «μόνο σειρές έχουν», θα προσθέσεις. To Netflix όμως, που έχει ταυτίσει το brand του με τηλεοπτικά φαινόμενα όπως το House of Cards, το Orange is the New Black και τις περιπέτειες των τσικό της Marvel, έχει παράξει δύο οσκαρικά outsider τα τελευταία δύο χρόνια: το Beasts of No Nation πέρσι και το ντοκιμαντέρ Amanda Knox φέτος, των οποίων οι ατελέσφορες βραβειακές πορείες μόνο ενδυναμωτικά λειτουργούν στις συνωμοσιολογικές θεωρίες περί του πώς οι παραγωγές του Netflix θα είχαν πολύ διαφορετική τύχη, αν είχαν γίνει εντός του παραδοσιακού διπόλου στουντιακών και indie παραγωγών.


Το μπλοκάρισμα που έχει δεχτεί το Netflix τα τελευταία χρόνια απ’ τις παραδοσιακές κινηματογραφικές πιάτσες, ταιριαστό με την μη παραδοσιακή μορφή και της ίδιας της πλατφόρμας, αλλά και των αντισυμβατικών τακτικών που ακολουθεί για να βρει τον θεατή, δεν φαίνεται να του έχει κόψει καθόλου τη φόρα: ακολουθώντας την πρακτική του να έχει από κάτι να προσφέρει για τον καθένα, το media-wonder κατάφερε να αυξήσει τόσο τη ζήτηση από τους καταναλωτές, ώστε χώθηκε ακόμη και σε μπουκέτα καλωδιακών ανταγωνιστών του -στην Αμερική, πλέον παρέχεται ακόμη και μέσω του Comcast, που είναι σα να λέμε ότι βλέπεις το πακέτο της Vodafone TV, μέσα από τη δορυφορική της Nova. Ή, αλλιώς, ο ορισμός του αδιανόητου.

Ανάστροφη τακτική, και κατά τι πιο συμβατική, ακολουθεί το Amazon Video: η streaming υπηρεσία του παγκόσμιου κολοσσού λιανικής, που ετοιμάζεται για την εισβολή της και στην Ελλάδα, προτάσσει ως κεντρικό της δέλεαρ μια πύλη προς τον μαγικό κόσμο του HBO και του Showtime. Τίτλοι όπως τα Westworld και Homeland μοστράρουν στην κορυφή της σελίδας του, ενώ μπουκέτα όπως το κινηματογραφικό κανάλι Cinemax, ή τίτλοι προς ενοικίαση σαν το Sully και το Snowden διαθέσιμοι ήδη, κάνουν υποψήφιους θεατές σε χώρες σαν την Ελλάδα, να νιώθουν πως τα χρήματα που έσκασαν για έναν mid-range προβολέα κι ένα οικιακό πανάκι προβολής, ήταν η καλύτερη επένδυση της οπτικοακουστικής του ζωής. Όχι γιατί δεν τα χρησιμοποιούσαν ήδη, αλλά γιατί τώρα, με 5-6 ευρώ το μήνα, θα το κάνουν χωρίς να χρειάζεται να ψάχνουν για υπότιτλους να συνοδεύουν τα «κατεβασμένα» τους επεισόδια και ταινίες.

the-big-short-2-1200x849

Παρεμπιπτόντως, όπως πληροφορείται η Popaganda, το Netflix μόλις τον περασμένο μήνα ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο συνεντεύξεων για μαζικές μεταφράσεις υποτίτλων των κεντρικών σειρών του, φυσικά όμως, ο δρόμος για την παντοκυριαρχία των παγκόσμιων παρόχων ψυχαγωγίας δεν είναι χωρίς τις Θερμοπύλες του. Οι οποίες, εν προκειμένω, έχουν την δαιδαλώδη μορφή των δικαιωμάτων προβολής: ήδη στην Ελλάδα υπάρχουν δυο διαφορετικοί ιδιωτικοί πάροχοι που μοιράζονται τα δικαιώματα προβολής διαφορετικών σαιζόν του Game of Thrones για παράδειγμα, ενώ τον περασμένο μήνα το Netflix λανσάρισε το βραβευμένο με Όσκαρ φιλμ Το Μεγάλο Σορτάρισμα / The Big Short σε όλες τις χώρες δραστηριότητάς του, εκτός απ’ την Γαλλία, όπου δεν επιτρέπεται το stream-άρισμα ταινιών νωρίτερα της τριετίας απ’ την κινηματογραφική τους πρεμιέρα.


Επιπλέον, είναι προφανές πως ο άνθρωπος που διαχειρίζεται τα δικαιώματα προβολής ενός προϊόντος στην Ευρώπη, μπορεί να μην έχει τα δικαιώματα για την Ασία, ή ακόμη χειρότερα, να μην τα έχει καν για ολόκληρη την Ευρώπη. Κι όταν μιλάμε για έναν media-κό μηχανισμό στον οποίο η άμεση και ταυτόχρονη διάθεση κρατάει ρόλο κλειδί, ο κατακερματισμός των αγορών μπορεί να αποβεί θανάσιμος εχθρός. Τα πράγματα δε, περιπλέκονται ακόμη περισσότερο για παλιότερους τίτλους, των οποίων τα δικαιώματα λήγουν κάθε τόσο, ή απαιτούν ανανεώσεις των οποίων τα κόστη υπερβαίνουν τα οφέλη απ’ τους ολοένα λιγότερους θεατές που τα αναζητούν. Οπότε, όπως το Netflix έμαθε νωρίς, και το Amazon μαθαίνει από δεύτερο χέρι, η μόνη πρακτική που μπορεί να σου εγγυηθεί πως θα παράσχεις στον πελάτη σου αυτό που του έχεις υποσχεθεί, την ώρα που του το έχεις υποσχεθεί (δηλαδή την ώρα που το παρέχεις και στον διπλανό του), είναι το προϊόν να είναι εκ προοιμίου κι ολοκληρωτικά δικό σου.

Ο βασικός στόχος του Netflix για το επόμενο έτος είναι το πρωτότυπο, δικής του παραγωγής υλικό, να αποτελεί τουλάχιστον το 50% των διαθέσιμων τίτλων του, ενώ οι συμφωνίες του με άλλα στούντιο τείνουν να γίνονται πολύ πιο συγκεντρωμένες και επιθετικές: τη μαζική εξαφάνιση περίπου 2μιση χιλιάδων παλιών τίτλων τον περασμένο Μάρτιο, διαδέχθηκε η συμφωνία πρώτης μετάδοσης των καινούριων ταινιών της Disney, της οποίας οι καλοκαιρινές μπλοκμπαστεριές του ’16 μοστράρουν ήδη στην ψηφιακή πλατφόρμα, με το bandwidth να κάνει χώρο για να υποδεχθεί τα φθινοπωρινά σουξέ.

Το πώς αυτές οι ανακατατάξεις θα επηρεάσουν την κινηματογραφική κουλτούρα, είναι βέβαια ασαφές. Σε ένα ιδεατό σενάριο όμως, η ευκολία του να έχεις το προϊόν ήδη μέσα στην τηλεόρασή σου σε άψογη ποιότητα, σε αντίθεση με τη μανούρα του να πρέπει να το ψάξεις, να το κατεβάσεις, να βρεις τον σωστό υπότιτλο, να τον συγχρονίσεις αν χρειαστεί, και να stream-άρεις απ’ τον υπολογιστή σου στην οθόνη, πιθανότατα χάνοντας καμιά χιλιάρα πίξελ απ’ την εικόνα στην πορεία, και δυο-τρία κανάλια απ’ τον ήχο επίσης, ε όλο αυτό ίσως και να βάλει ένα φρένο στην άκριτη πειρατεία και τη βουλιμική κατανάλωση αισχρής ποιότητας Telesync και Cam εκδοχών, από πράγματα φτιαγμένα για HD και Dolby Atmos μεγαλεία. Κι ίσως ακόμα, αν συνηθίσεις να καταναλώνεις το οπτικακουστικό σου προϊόν στην φυσιολογική του ποιότητα, αυτό από μόνο του ενδεχομένως να σου ανοίξει την όρεξη να πας ένα βήμα πιο κοντά στην ουτοπία, και να αναζητήσεις την ξεχασμένη αξία της κινηματογραφικής αίθουσας.


Ας μην προτρέχουμε όμως: το πού καταναλώνεται το οπτικακουστικό προϊόν, λίγη σημασία έχει για την οπτικοακουστική παιδεία. Ή, τουλάχιστον, έχει σαφώς λιγότερη σημασία, απ’ το αν καταναλώνεται εν γένει. Κι αν οι streaming υπηρεσίες, μέσα από τον πλούτο των επιλογών τους, και κυρίως μέσω της ευκολίας χρήσης τους, βοηθήσουν να αντικατασταθεί στις συνήθειες του οικιακού καταναλωτή η trash TV που επικρατεί –τουλάχιστον στην πραγματικότητα την ελληνική–, τότε σίγουρα ο σινεφίλ του καναπέ, τώρα που έχει και τη βούλα της νομιμότητας, θα αναδειχθεί στον ήρωα της κινηματογραφικής χρονιάς που πέρασε. Έστω κι αν χρειαστούν μερικά χρόνια ακόμη για να τού αναγνωρισθεί.