Υποθέτω ότι αυτές οι μικρές εκπλήξεις είναι που κάνουν μία πόλη μεγάλη, ανοιχτή για όλους και μετατρέπει την ιστορία και τον πολιτισμό της σε δυνατά εργαλεία.
Μας παραξένεψε που η National Portrait Gallery του Λονδίνου είχε μείνει ανοιχτή μέχρι τις 9 το βράδυ. Έξω και πολύ περισσότερο μέσα, το μουσείο στο οποίο βρίσκονται μερικά από τα πιο διάσημα πορτραίτα του κόσμου λειτουργούσε ακόμη. Έμοιαζε να γιορτάζει κάτι και μετέφερε ένα αίσθημα ευφορίας με τις πόρτες του ορθάνοιχτες, χωρίς είσοδο και γεμάτο με κόσμο όλων των ηλικιών. Όλοι κυκλοφορούσαν με ένα ποτήρι κρασί ή ποτό στο χέρι, φορτωμένοι με βιβλία, φυλλάδια και χάρτες του μουσείου. Μα τι γίνεται, έχουν πάρτυ; Και αυτά τα χρωματιστά χάρτινα καπέλα στα κεφάλια;
Αρχίσαμε να χαζεύουμε την έκθεση με πορτραίτα της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πρωταγωνιστές στρατιώτες, πολιτικούς και μεγάλους Στρατηγούς της εποχής. Ταυτόχρονα, installations και ξεναγοί εξηγούσαν στους επισκέπτες λεπτομέρειες σχετικά με κάποια σημαντικά έργα της έκθεσης. Όσο προχωρούσαμε, τόσο πιο δυνατά ακουγόταν μια μουσική και πλησιάζοντας στον πρώτο όροφο καταλάβαμε ότι ήταν κάτι μεταξύ swing και jazz. Μα τι συνέβαινε και γινόταν το αδιαχώρητο; «Είναι κάποιο event επωνύμων; Έχει κάποια είσοδο για το συγκεκριμένο χώρο ή χρειάζεται πρόσκληση»; Στις απανωτές ερωτήσεις ένας χαμογελαστός υπάλληλος απάντησε αφοπλιστικά: «Εverything’s free».
Οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη και μέχρι να καταλάβουμε τι συνέβαινε μας πήρε λίγη ώρα. Ανακαλύψαμε ένα μεγάλο χώρο στο ισόγειο όπου ένα τραπέζι μήκους 10 μέτρων που ήταν γεμάτο με χρωματιστά χαρτόνια, κόλλες, ψαλίδια, ταινίες και μαρκαδόρους είχε μετατραπεί σε παιδότοπο για τα πιτσιρίκια των επισκεπτών. Τι και αν είχαν καταλήξει να παίζουν εκεί αρκετοί μεσήλικες και να ξεκαρδίζονται με τα «επιτεύγματά» τους;
Η μουσική δυνάμωνε καθώς περπατούσαμε ώσπου ανακαλύψαμε στον πάνω όροφο μία μπάντα που όντως έπαιζε δυνατή swing, περικυκλωμένη από κόσμο με το ποτό στο χέρι μιας και είχε και μπαρ. Άλλοι χόρευαν, άλλοι παρακολουθούσαν και άλλοι διασκέδαζαν κρατώντας το ρυθμό. Ναι, ήμασταν ακόμη στο μουσείο.
Τελικά πληροφορηθήκαμε ότι όλα αυτά συνέβαιναν απλώς επειδή ήταν Παρασκευή, όπου το μουσείο διοργανώνει σε σταθερή βάση νύχτες πολιτισμού και ανοίγει τις πόρτες του μέχρι αργά με παράλληλα δρώμενα, όπως ορχήστρα με μουσική, παιχνίδια για τα παιδιά, συζητήσεις και θεματικές προβολές ταινιών.
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων όπου στην Ελλάδα μόνο τότε τα μουσεία μένουν ανοιχτά και το βράδυ -άντε και καμία Αυγουστιάτικη πανσέληνο-, τέτοιες κινήσεις στον χώρο του Πολιτισμού φαντάζουν εξωπραγματικές. Περισσεύουν τα προεκλογικά λόγια όσων κυβερνούν τόσα χρόνια, υπουργών πολιτισμού και διανοούμενων. Αναρωτιέμαι αν όντως ο φασισμός στην κοινωνία διαχέεται όταν υποχωρεί ο πολιτισμός και η τέχνη. Μα γιατί τα μουσεία στην Ελλάδα φαντάζουν απόκοσμα για λίγους και εκλεκτούς και γιατί η λαϊκή τέχνη για το ευρύ κοινό και σε ευρεία γκάμα, απουσιάζει; Μιας και έρχονται ξανά αυτοδιοικητικές εκλογές, σκέφτομαι αν σαν Αθηναίοι θα αρκεστούμε για άλλη μία φορά να ζούμε σε μία πόλη που ο πολιτισμός υπάρχει μόνο σε προεκλογικά ιλουστρασιόν φυλλάδια και σε γκαλά στο Μέγαρο Μουσικής.
Τα μουσεία της πόλης πρέπει να γίνουν κέντρα δημιουργίας και παιδείας και ο πολιτισμός να επιστρέψει στις γειτονιές και τα τοπικά πολιτιστικά κέντρα. Όπως περιέγραφε πριν 70 χρόνια και ο Μάο, μεταξύ άλλων, ο πολιτισμός και η τέχνη δημιουργούνται από την κοινωνία και απευθύνονται πάλι στην κοινωνία. Δηλαδή μία πόλη ανοιχτή για τους πολλούς και όχι για τους λίγους, θα προσέθετα εγώ. Μετά τις μεγάλες Ευρωπαικές πρωτεύουσες, ας το δούμε επιτέλους και στην Ελλάδα.