Τ Ο Π Α Ι Δ Ι Σ Τ Ο Π Ο Τ Α Μ Ι
του Γεώργιου Βιζυηνού
Σὰν κρυστάλλι κυλᾷ τὸ ποτάμι,
τὸ παιδὶ τὸ θωρεῖ καὶ γελᾷ:
Τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;
Δυὸ κρίνοι στὸ ρεῦμα σαλεύουν
πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ σταυρωτοί.
Τὸ παιδάκι θαρρεῖ πὼς τὸ γνεύουν,
σὰν νὰ θὲν νὰ τοῦ ποῦν κάτι τί.
Πότ᾿ ἐδῶ πότ᾿ ἐκεῖ τοὺς προσκλίνει
τὸ νερὸ ποὺ περνᾷ μὲ σπουδὴ
τί νὰ γνεύουν οἱ κίτρινοι κρίνοι,
τί νὰ θέλουν νὰ ποῦν στὸ παιδί;
Στῆς ἰτιᾶς τὸ κλωνάρι θαρριέται,
ἄχ! ν᾿ ἀκούσ᾿ ὁ μικρὸς προσπαθεῖ!
Ξάφνου σπᾷ τὸ κλωνί, ποὺ κρατιέται,
καὶ κυλᾷ στὸ νερὸ τὸ βαθύ!
Μιὰ τὸ φῶς ἀπ᾿ τὰ μάτια του σβύνει,
μιὰ σὰν κόκκιν᾿ ἀστράφτει βαφή,
ὡς ποὺ πέσαν οἱ κίτρινοι κρίνοι
σὰν σταυρὸς στὴ νεκρή του μορφή!
Ποιὸ παιδί, ποὺ σιμόνει ποτάμι,
δὲν τὸ βλέπ᾿ ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ καλά,
τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;