—
Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι στον κήπον όταν ήρθες. Εγελούσες γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι. Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα την έκανα γλυκύτατο τραγούδι κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.