Ω Δ Η Σ Τ Η Λ Υ Π Η Σ Η
της Τζέην Ώστεν
1
Όποτε ρεμβάζω ευχαριστιέμαι να περπατώ
Στα μονοπάτια της Τιμής και στο άλσος με τις μυρτιές
Ενώ το αχνό φεγγάρι σκορπά τις ακτίνες του
Στην πικραμένη αγάπη∙
Καθώς τ’ αηδόνι μες στον αέρινο της λευκαγκάθας θάμνο
Τραγουδά γλυκά και μελαγχολικά, και η κίχλη
Κουβεντιάζει με το περιστέρι.
2.
Απαλά κατηφορίζει η πλεξούδα της δημοσιάς,
Δροσερά ξεχύνεται το σιωπηλό ρυάκι-
Το φεγγάρι ξεπροβάλλει πίσω από ένα σύννεφο
Και σαϊτεύει τη λάμψη του στο άλσος με τις μυρτιές.
Ω! Τότε τι μυστηριακές εικόνες εμφανίζονται:
Η καλύβα, η παράγκα, τα συντρίμμια, και τ’ αλλόκοτο
παρεκκλήσι, κι ακόμη το αββαείο ένας χορταριασμένος
σωρός. Σκεπασμένο από γέρικα πεύκα το κεφάλι της
υψώνεται, κι ανεπαίσθητα ρίχνει μια κλεφτή ματιά.
Μετάφραση: Κώστας Λιννός