Irvine Welsh, Skagboys, μτφρ: Θάνος Καραγιαννόπουλος, εκδόσεις ΟΞΥ
Κάποιοι μεγάλωσαν με Ντοστογιέφσκι, κάποιοι άλλοι με Μάρκες, υπάρχουν κι αυτοί του Καζαντζάκη, του Πεσόα, του Καμύ ή του Ναμπόκοφ, το namedropping μπορεί να είναι ακατάπαυστο. Εγώ, καλώς ή κακώς, τα κρίσιμα λογοτεχνικά χρόνια, τα πέρασα με τον «ποιητή της χημικής γενιάς» όπως είναι ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός που συνοδεύει τον Ίρβιν Γουέλς, χωρίς να σημαίνει ότι τον συγκρίνω με τα παραπάνω ιερά τέρατα. Και κάθε φορά που κυκλοφορεί ένα καινούριο βιβλίο του , σπεύδω τάχιστα. Ακόμα κι αν οι 2-3 τελευταίοι μεταφρασμένοι τίτλοι του, από τις εκδόσεις ΟΞΥ, απέχουν πολύ από τις καλύτερες στιγμές της πρώτης περιόδου της καριέρας του.
Όμως εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γιατί υπάρχει το δόλωμα του Trainspotting, το οποίο παβλοφικά δημιουργεί την προδιάθεση. Ο Γουέλς είναι από τους συγγραφείς που χρσηιμοποιούν το shared universe, από αυτούς που βάζουν και βγάζουν τους ήρωές τους σε διαφορετικά μυθιστορήματα, συχνά μόνο και μόνο για μικρά cameos. Και, όπως θα θυμάστε, στο Porno είχε τοποθετήσει τους χαρακτήρες του Tranispotting δέκα χρόνια μετά το “choose life” να ξανασμίγουν -χωρίς ιδιαίτερη προθυμία- προκειμένου να γυρίσουν μια πορνοταινία. Τώρα είναι η σειρά για το prequel.
Η αργκό λέξη skagboys μεταφράζεται ελεύθερα στα ελληνικά ως «πρεζάκια». Και το μυθιστόρημα στο οποίο δίνει τον τίτλο του δείχνει πώς ο Ρέντον, το Αρρωστάκι (Sickboy), ο Σπαντ και οι υπόλοιποι της παρέας την πατάνε και πεφτουν στην ηρωίνη, ενώ δίπλα τους ο Μπέγκμπι βυθίζεται στη βίαιη άβυσσο της παράνοιας. Βρισκόμαστε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 στο Εδιμβούργο, η πολιτική της Θάτσερ λυγίζει την εργατική τάξη σε όλο το Νησί και υποθηκεύει με τις απάνθρωπες «μεταρρυθμίσεις» των ιδιωτικοποιήσεων το μέλλον των νέων. Χωρίς καθόλου να ηθικολογεί (πώς να το κάνει άλλωστε χρησιμοποιώντας ένα ευφάνταστα πλούσιο υβρεολόγιο σχεδόν σε κάθε σελίδα;) ο Γουέλς περιγράφει την κοινωνική αδράνεια ως προθάλαμο της εξάρτησης και δίνει με σαφήνεια ντοκιμαντέρ το κλίμα της εποχής. Ναι, χωρίς να παρεκκλίνει από τα στρατευμένα στερεότυπα της εργατικής τάξης κι από τη σοσιαλιστική οπτική της ανθρωπιάς που οπισθοχωρεί δραματικά και κρύβεται πίσω από τον ασυγκράτητο μηδενισμό που γεννά η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στο κοινωνικό περιβάλλον. Σε αυτό που η Μάγκι δεν πίστευε καν ότι υπάρχει όπως μας πληροφόρησε έγκυρα με το “there is no such thing as society“.
Έχει να δώσει ακόμα πολλά στους ήρωές του, κυρίως γιατί από την τριλογία αυτό είναι μάλλον το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο. Μην ξεχνάμε ότι στα ‘80s την είχε πατήσει και ο ίδιος με την πρέζα. Οι δεύτεροι ρόλοι είναι κι εδώ απολαυστικά υπερβολικοί/χοντροκομμένοι, το χιούμορ διαλυτικό, η πρόζα του Γουέλς ένα αιχμηρό κοινωνικό ρεπορτάζ για τη Βρετανία της αμαρτωλής δεκαετίας που έπεσαν οριστικά τα κάστρα της ηθικής. Ο Γουέλς δεν το καυτηριάζει με το δαντελένιο wit του Κόου, αλλά με τη «γλώσσα του λαού». Σε αυτή γράφει άλλωστε, σε αυτή απολογείται, απο κει προέρχεται κι εκείνη δεν ξεχνά παρά το ταξικό σκαρφάλωμα που μοιραία του έχει συμμβεί στα 56 του.
Προτείνω ακόμα:
Ο Άνθρωπος Που Αγαπούσε Τα Σκυλιά, του Λεονάρδο Παδούρα, εκδόσεις Καστανιώτη (μτφρ. Κώστας Αθανασίου)… γιατί μου αρέσουν τα μυθιστορηματα που αναμετρώνται με τους αριστερούς μύθους –εδώ ο Τρότσκι.
Νίκη, του Χρήστου Χωμενίδη, εκδόσεις Πατάκης… γιατί φωτίζει με αυτοβιογραφικό τρόπο την ιστοριά της ελληνικής αριστεράς, άρα ισχύει ότι και για το παραπάνω βιβλίο
Μαπούτσε, του Καρίλ Φερέ, εκδόσεις Άγρα (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ)… γιατί μάλλον έχουν δίκιο όσοι μιλάνε για μια συγκλονιστική ματιά στη σχέση του φασισμού της καθημερινότητας και του νεοφιλελευθερισμού, με το όχημα του σασπένς που προκαλεί το αστυνομικό θρίλερ.
Η Μοναδική Οικογένεια, του Λευτέρη Καλοσπύρου, εκδοσεις Πόλις… γιατί έχει μια πολύ πιο φιλόδοξη κι ευρεία ματιά από τα περισσότερα νέα ελληνικά μυθιστορήματα που έχουν πέσει στην αντίληψή μου, μια ματιά που συνοψίζεται στη φράση «είναι η ιστορία “της μοναδικής ελληνικής οικογένειας που δεν έπαιξε στο χρηματιστήριο”».
Easy Riders, Raging Bulls, του Peter Biskind, εκδόσεις Simon and Schuster… δεν είναι μεταφρασμένο, αλλά διαβάζεται μονορούφι περιέχοντας με πολλή λεπτομέρεια το πώς μια χούφτα οραματιστών, ημίτρελων και ποικιλοτρόπως εξαρτημένων σκηνοθετών πήρε στα ‘70s το Hollywood στα χέρια της, φτιάχνοντας το «νέο αμερικάνικο σινεμά». Μιλάμε για Σκορσέζε, Κόπολα, Φρίντκιν και πάει λέγοντας.