Οι άντρες είναι πρωταθλητές στις κρίσεις μέσης ηλικίας (καλά καταγεγραμμένες στο σινεμά), οι Δανοί είναι πρωταθλητές στην κατανάλωση αλκοόλ – και ο σκηνοθέτης Τόμας Βίντερμπεργκ αποδεικνύεται ως ο πιο δυνατός λύτης αυτής της εξίσωσης με το Άσπρο Πάτο, μια ωδή στα highs και τα lows του binge drinking που κέρδισε φέτος το Όσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας και αναμένεται να κυριαρχήσει στο ελληνικό καλοκαιρινό box-office με τον αχτύπητο συνδυασμό “Μαντς Μίκελσεν + αλκοόλ”. Πατώντας σε ένα μελαγχολικό ερώτημα (τι συμβαίνει στους ανθρώπους όταν συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν καταφέρει να ενσωματώσουν τη νεανική όρεξη για ζωή στα ενήλικα καθήκοντά τους;), η ταινία παρακολουθεί όλες τις φάσεις της σχέσης τεσσάρων φίλων με το αλκοόλ, ξεκινώντας από την έκσταση και φτάνοντας στην καταστροφή. Δεδομένης της κυρίαρχης θέσης του αλκοόλ στη δανέζικη κοινωνία (585.000 Δανοί κάνουν επιβλαβή κατανάλωση, 140.000 έχουν σίγουρο εθισμό και οι έφηβοι της χώρας έχουν τα πρωτεία στην Ευρώπη στο μεθύσι), ο Βίντερμπεργκ ανοίγει διάλογο με την κουλτούρα της πατρίδας του με όχημα τον Μαντς Μίκελσεν, που περνάει από τον κανιβαλισμό στον αλκοολισμό με τον ίδιο υπαρξιακό μινιμαλισμό.
Η θεωρία που τεστάρει το Άσπρο Πάτο πρωτοδιατυπώθηκε από ένα Νορβηγό ψυχίατρο, που υποστήριξε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με 0,05% ανεπάρκεια αλκοόλ στο αίμα τους. Οι τέσσερις 40άρηδες της ταινίας, όλοι τους καθηγητές που έχουν λίγο-πολύ αποτύχει στη διατήρηση οποιουδήποτε αμφίδρομου ενδιαφέροντος για τη δουλειά τους, αποφασίζουν να κρατήσουν το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα τους στο 0,05 % κατά τη διάρκεια της μέρας για να διαπιστώσουν αν θα επηρεαστούν η ζωή και η κοινωνική τους συμπεριφορά. Ειδικά για τον καθηγητή Λυκείου που υποδύεται ο Μίκελσεν, η ιδέα αποτελεί ευπρόσδεκτη λύση των μπανάλ προβλημάτων του στην τάξη (όπου οι μαθητές του μετά βίας κρατιούνται ξύπνιοι) και στο σπίτι (όπου ο έγγαμος βίος έχει πάρει τον κατήφορο).
Η αρχική εφαρμογή του πειράματος στέφεται με πανηγυρική επιτυχία: απογειωτικές παραδόσεις μαθημάτων, αναζωπύρωση της σεξουαλικής ζωής, έμπνευση και νίκες περιμένουν τους τέσσερις φίλους, που έχουν υιοθετήσει τους κανόνες του Χέμινγουεϊ για το day drinking (ποτέ μετά τις 20.00 και ποτέ τα Σαββατοκύριακα), εθελοτυφλώντας, ειρωνικά, για τη συνέχεια της ζωής του συγγραφέα. Όταν αποφασίζουν να αυξήσουν το καθημερινό όριο κατανάλωσης, η σκοτεινή πλευρά του ενός παραπάνω ποτηριού οδηγεί γρήγορα τις ζωές τους σε εκτροχιασμό, αδιέξοδο και συμφορές.
Με αυτή τη λογική, το Άσπρο Πάτο αποτελεί για το δανέζικο/ευρωπαϊκό σινεμά ό,τι τα stoner films για το αμερικάνικο: ένα “ακίνδυνο” ναρκωτικό στην υπηρεσία της διασκέδασης μιας αντροπαρέας που δεν αργεί να βγει εκτός ελέγχου ξεσκεπάζοντας την αληθινή, άσχημη πλευρά του εθισμού και την καταστροφική επίδρασή του στη ζωή των ανθρώπων. Το έμφυτο δίλημμα της χρήσης του αλκοόλ ενδιαφέρει τον Βίντερμπεργκ (αν και είναι κάπως πιο γενναιόδωρος με τις ευχάριστες στιγμές του πειράματος παρά με το αναπόφευκτο comedown), ο οποίος θέλει να εξιδανικεύσει το αλκοόλ ως εργαλείο απελευθέρωσης, αλλά ταυτόχρονα να παρουσιάσει και τις τραγικές (ή και θανατηφόρες) πλευρές του, με υπόγειο χιούμορ που διατρέχει τη μια συμπονετική εξερεύνηση της ζωής 40άρηδων ανδρών που είναι δυσαρεστημένοι με τη βαρετή καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής και την σταθερή αλλά αδιάφορη δουλειά τους. Αν και οι γυναίκες επωμίζονται τις συνέπειες της θλίψης των συντρόφων τους για τη “χαμένη αθωότητα” στην ταινία και στη ζωή, το Άσπρο Πάτο είναι αποφασιστικά ανδρικό, με τον Βίντερμπεργκ επιστρέφει σε μια από τις βασικές θεματικές της φιλμογραφίας του: τη δοκιμασία της συντροφικότητας μέσα από την επαναστατική ηδονή και την αναζήτηση της ψευδαίσθησης της ανδρικής εξουσίας. (Παραμένει πιστός και στις αρχές του Dogme ’95, χειραγωγώντας το θεατή και ελαχιστοποιώντας τη μουσική, με εξαίρεση το λυτρωτικό φινάλε με το ανερχόμενο hit “What A Life” των Scarlet Pleasure.) Η ταινία λειτουργεί σαν υπενθύμιση της σκληρής αλήθειας ότι τα ορόσημα της ζωής σπάνια συνάδουν με αυτά που υπόσχονται.