Τον Μάρτιο του 2014 το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ξεκίνησε να φιλοξενεί στο νεοανεγερθέν τότε Κέντρο Επισκεπτών μια σειρά εργαστηρίων που έγιναν γνωστά με τον όρο “πολυαισθητικά.” Τα εργαστήρια αυτά, εμπνευστές των οποίων είναι ο Φώτης Φλεβοτόμος και ο Φώτης Σαγώνας, απευθύνονταν αρχικά σε άτομα με χαμηλή όραση ή τυφλότητα και στόχευαν στην ερμηνεία της τέχνης μέσα από αφηγήσεις που εμπλέκουν όλες τις αισθήσεις. Το μοντέλο αυτό κέρδισε σύντομα έδαφος και μέσα σε ένα χρόνο παρουσιάστηκε σε επιμορφωτικά σεμινάρια για εκπαιδευτικούς που έγιναν σε συνεργασία με το Υπ. Παιδείας, σε δημοτικά σχολεία της Ά Διεύθυνσης Αθήνας, σε γυμνάσια και λύκεια όπως το Καλλιτεχνικό Σχολείο Γέρακα και το Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο Ιλίου, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στην Επαγγελματική Σχολή Χορού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και αλλού. Από τον Οκτώβρη του 2014 τα πολυαισθητικά εργαστήρια εντάχθηκαν και στα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου Μπενάκη όπου μια φορά τον μήνα επισκέπτες με μερική ή ολική απώλεια όρασης έχουν την ευκαιρία να λάβουν μέρος σε θεματικές αφηγήσεις σχετικά με τις μόνιμες συλλογές. Έχοντας πρόσφατες τις μνήμες του νεοϋορκέζικου κοινού των βιβλιοθηκών και των μουσείων το οποίο γνώρισε ως υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright στη New York Public Library, ο εικαστικός και μουσικός Φώτης Φλεβοτόμος ανατρέχει στη συνεργασία του με το Κέντρο Πολιτισμού και το Μουσείο Μπενάκη και γράφει για τη σχέση του με το κοινό της Αθήνας.
«Ήταν περίπου χίλια, ίσως και παραπάνω. Τα περισσότερα με κοίταζαν, διασταυρώνονταν με τα δικά μου. Αλλά υπήρχαν και αυτά που τραβιόντουσαν, που αποσύρονταν σε μια ιδιωτικότητα, σε μια προσωρινή συνομιλία με τον εαυτό τους και με απέκλειαν με έναν τρόπο, ή με άφηναν απλώς να υπάρχω όπως υπάρχει ο ήχος του ραδιοφώνου στο αυτοκίνητο ενός ταξιδιώτη. Υπήρχαν μάτια που με εμπιστεύονταν, που με περίμεναν, που με ανέχονταν, που με κατανοούσαν, που με προσπερνούσαν, που εκμηδένιζαν την απόσταση μεταξύ μας. Υπήρχαν και αυτά που κρέμονταν από τον ήχο της φωνής μου, σε πλήρη ετοιμότητα, σε πλήρη επαφή, που είχαν μηδενικό χρόνο απόκρισης, που χρωματίζονταν στιγμιαία, αυτόματα, έντονα.
Ήταν μάτια εφήβων από το Μουσικό Σχολείο Ιλίου και το Καλλιτεχνικό Σχολείο Γέρακα, ήταν μάτια μαθητών από εφτά δημοτικά σχολεία της Ά Διεύθυνσης Αθήνας, πανέμορφα μάτια χορευτριών της Επαγγελματικής Σχολής Χορού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ματιά φοιτητών και καθηγητών της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και του Τμήματος Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μάτια νηπίων, μάτια γονιών, μάτια δημοσιογράφων, μάτια τυφλών και μάτια δασκάλων που ήρθαν στα πολυαισθητικά εργαστήρια του Κέντρου Επισκεπτών του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και τα εργαστήρια του Μουσείου Μπενάκη. Αλλά ούτε η ηλικία, ούτε η τάξη, ούτε η καταγωγή, ούτε η οπτική οξύτητα, ούτε το επάγγελμα των κατόχων τους τα χαρακτήριζε. Μπορεί να ήταν παιδικά και να χάιδευαν με μητρική στοργή, να ανήκαν σε ειδήμονες και να απέπνεαν άγνοια, σε καλλιτέχνες και να ήταν θαμπά, σε μεσογειακά πρόσωπα και να ατένιζαν με ύφος Βορειοευρωπαίων. Τα μάτια είναι ένας δεύτερος εαυτός στο σώμα που τα φέρει, έχουν τη δική τους ηλικία, εξελίσσονται με το δικό τους ρυθμό.
Τα προκάλεσα να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους. Για λίγο, να ξεχάσουν ποια είναι και να επιτρέψουν στις άλλες αισθήσεις, κυρίως στην αφή και την ακοή, ίσως και τη μνήμη (πως μπορεί να την αποφύγει κανείς;) να διαμορφώσουν μια νέα θεώρηση για θέματα σχετικά με την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Ήθελα οι, ας τους πω, μαθητές μου να σκεφτούν μέσα από ήχους και αγγίγματα τα όρια, ή μάλλον τα μη όρια, της φαντασίας, αυτής της δύναμης που αναπτύσσει σύμβολα, μοτίβα, που γίνεται η ατμομηχανή του νου, που στύβει το νου, που τον εμπαίζει, τον κατακεραυνώνει και τον ανταμείβει. Τους έδωσα παιχνίδια που φτιάξαμε γι αυτούς, τους έβαλα μέσα σε ιστορίες, τους είπα μυστικά, άνοιξα αποθήκες μουσείων με πολύτιμα κοσμήματα, με νυφικά, με αρχαία αγγεία και εργαλεία, ξεδίπλωσα μπροστά τους χάρτες, περπατήσαμε μαζί.
Τώρα τα μάτια αυτά είναι κάπου αλλού. Ίσως στην Αθήνα πολύ κοντά μου, ίσως στη θάλασσα, ίσως σε κάποια άλλη χώρα. Δεν ξέρω τι βλέπουν. Δεν ξέρω αν είναι ανοιχτά ή κλειστά, αν κοιμούνται, αν είναι κοντά σε άλλα μάτια ή αν είναι μόνα τους. Ξέρω όμως ότι είναι όλα περίεργα και ζωντανά, πρόθυμα με τον τρόπο τους να δεχτούν την ετυμηγορία των υπόλοιπων αισθήσεων, πρόθυμα να επανεκτιμήσουν τον εαυτό τους, αυτά που δίνουν και αυτά που παίρνουν. Για έναν δάσκαλο είναι χαρά να τα έχει απέναντί του, για έναν καλλιτέχνη πρόκληση. Είναι ένα μέρος του συλλογικού βλέμματος της πόλης, χίλια μάτια που είχα την τύχη να αντικρίσω για μιάμιση-δύο ώρες σε συναντήσεις αμφίδρομης επικοινωνίας, γνώσης και έμπνευσης».