Ο μ π ο υ φ έ ς
του Αρθούρου Ρεμπώ
Ένας μεγάλος σκαλιστός μπουφές. Η σκούρα δρυς
πολύ παλιά, με το καλόγνωμο ύφος των γερόντων.
Μένει ανοιχτός και χύνονται από πάνω του μες στη σκιά που ρίχνει,
όπως παλιό καλό κρασί, αρώματα τερπνά.
Γεμάτος πέρα ως πέρα με παλιά και ξεχασμένα,
ασπρόρουχα ευωδιαστά κιτρινισμένα, κουρελάκια
παιδιών ή γυναικών, δαντέλες μαραμένες,
μαντίλια της γιαγιάς με γρύπες στολισμένα.
Βρίσκεις εκεί κολιέδες, μπούκλες από ξανθά
ή κάτασπρα μαλλιά, πορτρέτα, άνθια ξερά
που η μυρωδιά τους μπλέκει με των φρούτων.
Μπουφέ μου του παλιού καιρού, πόσες δεν ξέρεις ιστορίες
πόσα δε θες να διηγηθείς, και θορυβείς
όταν αργά ανοίγουνε οι μαύρες σου οι θύρες.
γραμμένο το 1870 όταν ο Ρεμπώ ήταν δεκαέξι χρονών,
μετάφραση Τζούλια Τσιακίρη
ζωγραφιά Αλμπέρτο Τζιακομέττι