Ο εξυγιαίνων τον κόσμο, ο θεραπεύων τας αμαρτίας πάσας, ο ήλιος, έχει αποθέσει την παλάμη του στην κεφαλή μου. Η ευσεβεστέρα των καλογραιών, η νύχτα, έχει καλύψει με τον πέπλο της τους ώμους μου. Ασπάζομαι το χιλιοσέλιδο Ευαγγέλιο του έρωτα μου.
Στον έρωτα ανυψώνω την οδυνηρή κι ηχηρή δέησή μου,
η ψυχή μου
μια άλλην έλευση αναμένει,
ακούω,
γη, το
«Νυν απολύεις!» σου.
Στον κιβωτό της νύχτας,
καινούργιος Νώε,
περιμένω,
το σκοτεινότριχο περιβλημένος κύμα,
ότι θα ‘ρθουν
να με ζητήσουν,
ότι θα κόψει η αυγή με τις ρομφαίες της
τον γήινο λώρο.
Έρχεται!
Έφτασε!
Να την ξεδιπλωμένη.
Οι ακτίνες της παντού!
Αποκαθαίρουν.
Οι βόστρυχοι των ακτίνων τραγουδούν
κι οι μέρες ήρεμα γλιστρούν εκεί
μ’ όλο το κέλυφος της ταραχής τους.
Α, ο ήλιος πάλι.
Καλεί τους λοχαγούς του της φωτιάς.
Η αυγή χτυπάει το τύμπανο.
Εμπρός,
ενάντια στην επίγεια τούτη λάσπη!
Ήλιε!
Θα λησμονήσεις τον εξάγγελό σου;