Είναι πολύ όμορφος. Είναι εξαιρετικός ηθοποιός. Μιλάει και παίρνει αμέσως φωτιά, λες κι αυτό που συζητάτε είναι ζήτημα ζωής και θανάτου και μετά σου λέει «Σκεφτική σε βλέπω. Γιατί τα σκέφτεσαι τόσο πολύ; Δε λέμε δα και τίποτα φοβερό», εκνευρίζεται ελαφρά όταν νιώθει ότι δεν τον καταλαβαίνεις αλλά στο τέλος της κουβέντας σου λέει «Μην το παίρνεις προσωπικά. Μόνος μου εκνευρίζομαι εγώ». Ο Νίκος Κουρής είναι –δίχως αμφιβολία- ένα από τα πια αξιόλογα σύγχρονα κεφάλαια του θεατρικού μας κόσμου.
Με αφορμή την παράσταση Αμφιβολία, στην οποία πρωταγωνιστεί, και η οποία πραγματεύεται την υπόνοια ότι ένας παπάς σε εκκλησιαστικό σχολείο έχει προσεγγίσει σεξουαλικά έναν 12χρονο μαθητή του ξεδιπλώνει τις σκέψεις του πάνω σε θέματα που σχετίζονται με το θέμα του έργου. Ένα έργο που βραβεύτηκε με Πούλιτζερ το 2005 ενώ το 2008 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές την Μέριλ Στριπ και τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.
Η πίστη και η αμφιβολία είναι δύο έννοιες ασυμβίβαστες. Μιλάω για κάθε είδους πίστη. Μπορείς να είσαι ερωτευμένη με κάποιον και την μία ημέρα να τον πιστεύεις και την επόμενη όχι;
Η ανάγκη του να πιστεύεις σε κάτι είναι μια ανάγκη του ανθρώπινου είδους. Η πίστη εξασφαλίζει μια σιγουριά που ασφαλώς μπορεί να κλονίζεται, ανά πάσα στιγμή. Όταν μιλάμε για ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον τότε μιλάμε για την πίστη προς τον Θεό. Εάν αυτή κλονιστεί τότε παύει να υφίσταται.
Όποιος μπει στη δεξαμενή της αμφιβολίας, δεν μπορεί να βγει. Είναι καταδικασμένος να αμφιβάλλει. Κι έτσι μπαίνει σε ένα δίπολο με τον ίδιο του τον εαυτό. Όσον αφορά τις θρησκείες υπάρχει η ανάγκη για ψυχική και πνευματική βεβαιότητα. Θεωρούμε το «Πίστευε και μη ερεύνα» πολύ παρωχημένο, πολύ χριστιανικό. Όμως η Εκκλησία δεν είναι χαζή. Με αυτό προστατεύει το δόγμα της, που δεν χωρά την αμφιβολία.
Δεν είναι όμως ένα έργο που απευθύνεται σε όσους πιστεύουν στην Εκκλησία ή στον Θεό. Η συνθήκη και το πλαίσιο του είναι ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον. Το κυρίως θέμα είναι η παρεξήγηση που πάντα συμβαίνει στην ζωή και στο εργασιακό περιβάλλον, εκεί που τα πράγματα είναι αφανή κι από τους που τα κρίνουν κι από αυτούς που κρίνονται. Εννοώ ότι κάποιος αποφασίζει ότι αυτό που κάνεις είναι λάθος με μία αντίληψη και εξήγηση του κόσμου που εσένα σε βρίσκει αντίθετο∙ κι όχι μόνο εσένα, πολλούς. Υπάρχει ένα στερεότυπο σκέψης που δεν σε ικανοποιεί.
Δεν μαθαίνουμε τελικά αν ο παπάς έχει όντως κάνει αυτό για το οποίο κατηγορείται∙ μου αρέσει πολύ αυτό. Όταν τελειώνει το έργο ο θεατής καλείται να κάνει δουλειά με τον εαυτό του και να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν ξέρει ποιανού το μέρος να πάρει.
Ένα τρίτο μάτι λειτουργεί όπως αυτό ξέρει. Αν εσύ έχεις μια σχέση το δικό μου μάτι θα δει σε αυτήν αυτό που θέλει. Όποιο μάτι εξωτερικό πέσει σε κάτι που δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος του μπορεί να σκεφτεί και να φανταστεί το οτιδήποτε κι εκεί ξεκινά η παρεξήγηση. Εγώ δεν είμαι ούτε υπέρ, ούτε κατά, ούτε με νοιάζει. Λέω απλώς ότι υπάρχει μια μεγάλη περιοχή που ο καθένας συμπληρώνει με τη φαντασία του. Κι αυτή η φαντασία είναι, συνήθως, πιο αρρωστημένη από τα ίδια τα γεγονότα. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ αυτό.
Αν εγώ τσιμπήσω ένα εννιάχρονο στο μάγουλο και κάποιος τρίτος το δει μπορεί να σκεφτεί κάτι δέκα φορές πιο μαύρο από το ίδιο το τσίμπημα. Κι αυτό είναι παραχάραξη. Τα παιδιά στην πραγματικότητα ξέρουν τι δεν τους αρέσει. Είναι μεν δουλειά του ενήλικα να βάλει το όριο αλλά δεν μπορεί εκείνος να ζητά από το παιδί να σκεφτεί ως μεγάλος. Γιατί τότε κάνει μια παράλογη προβολή που «βρωμίζει» το μυαλό και την ψυχή του παιδιού και δεν τη χρειάζεται. Η επιλογή του παιδιού για το τι του αρέσει και τι όχι είναι αυτόματη, φυσική και πάντα σωστή. Μιλάω πάντα όχι για ακραίες περιπτώσεις βαναυσότητας και σωματικής βίας αλλά για τις ενδοοικογενειακές και ενδοσχολικές σχέσεις. Το παιδί αναπτύσσει μία είδους σχέσης με τον δάσκαλο του. Δεν μπορείς εσύ να επέμβεις σε αυτό.
Οι γονείς έχουν μια παράλογη εξουσία. Έχεις την απόλυτη εξουσία για το τι θα κάνεις με το παιδί σου αλλά στη φύση του δεν μπορείς να μπεις. Άρα το όριο της πρέπει να το βάλεις μόνος. Το παιδί δεν μπορεί να το κάνει, μόνο όταν φτάσει στην εφηβεία θα βάλει το όριο του μ’ ένα «άντε γαμήσου». Όλοι λίγο πολύ το έχουμε ζήσει αυτό. Ή το βάζεις λοιπόν μόνος σου το όριο ή το βάζει το παιδί όταν έρθει η ώρα. Μέχρι τότε όμως είσαι ελεύθερος να κάνεις τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Η Εκκλησία λειτουργεί έτσι κι αυτή.
Δεν πιστεύω στην πολιτική ορθότητα. Πιστεύω στην προσωπική ματιά στα πράγματα. Δε θέλω κανέναν να μου πει «έτσι είναι το σωστό». Πιστεύω όμως στον κοινό νου. Ο κοινός νους αποτυπώνεται στην απάντηση που θα δώσουν τρεις τυχαίοι άνθρωποι –ανεξαρτήτου ηλικίας στην ερώτηση «Κόβουμε μέλη παιδιών;». Το «όχι» τους είναι ο κοινός νους. Όσοι απαντήσουν «ναι» αποτελούν εξαίρεση, παθογένεια.
Η υποκρισία του «καταδικάζουμε τη βία εναντίον των παιδιών» ενώ ταυτόχρονα ξυλοφορτώνουμε τα παιδιά μας είναι μέρος της ανωμαλίας του είδους. Ποια κοινωνία θα μπορούσε να εμπεριέχει και να συμπεριλαμβάνει στη λογική της τις ανωμαλίες των ανθρώπων; Δεν γίνεται αυτό. Γι’ αυτό κι εγώ δε θα την ονόμαζα καν υποκρισία αλλά «αναγκαίο κακό». Απλώς δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι αυτά συμβαίνουν, αλλά στην πραγματικότητα πάντα θα συμβαίνουν. Εκτός κι αν αλλάξει το είδος μας.
Οι άνθρωποι δεν είναι κακοί. Είναι θέμα σεξουαλικών ανωμαλιών και φαντασιώσεων ό,τι συμβαίνει. Το σεξ είναι πίσω απ’ όλα. Εννοώ ότι η σεξουαλική αναγωγή βρίσκεται πίσω απ’ όλα. Αυτό κινεί τους ανθρώπους, καθορίζει τα πάντα. Από εκεί και πέρα είναι τι επιτρέπει ο καθένας να ζήσει από τις φαντασιώσεις του. Ποιες κρατάει, ποιες πετάει; Ποιες επιλέγει να κάνει πράξη και ποιες τις αφήνει να λειτουργούν μόνο στη φαντασία του.
Η ζωή θέτει τους δικούς της κανόνες, θέτει τη δική της ματιά για να μπορεί να λειτουργήσει. Δεν μπορείς να ζήσεις με τη θεωρία.
Η μεγαλύτερη χαζομάρα είναι να θεωρεί κάποιος ότι είναι τόσο έξυπνος που μπορεί να μιλήσει για τα πάντα.