Μ Ο Υ Χ Ρ Ω Μ Α
του Λορέντζου Μαβίλη
Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει˙
στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,
χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,
που η ψυχή τη γαλήνη προμαντεύει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα
αξέχαστη˙ ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες
και δάκρυα˙ πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης, που αχνοσβύεται και τελειώνει,
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λιώνει