Κάτι σαν ροκ θρίλερ. Οξύ, βίαιο, καταιγιστικό, προκλητικό, διαβρωτικό. Ολα αυτά είναι το «Mojo» του Τζεζ Μπάτεργουερθ που επέλεξε να ανεβάσει ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο θέατρο Πόρτα, σε μια σεζόν με το μότο «Κακά αγόρια σε έργα με περίεργα ονόματα». Mοjo σημαίνει βρεμένος αλλά και σεξ απηλ. Ένα έργο για τον φόβο που μας διαλύει εσωτερικά, που γράφτηκε από τον Μπάτεργουερθ μετά από μια συζήτηση με τον Μάλκολμ Μακ Λάρεν για το Σόχο και τη σύγκρουση του πρώιμου ροκ με τo οργανωμένο έγκλημα. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος μιλά για τη πρόκληση και τις δυσκολίες σκηνοθεσίας αυτού του έργου του καταιγιστικού ρυθμού που κυριολεκτικά δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα.
Το Mojo είναι ένα έργο που σαν παραβολή φέρει πολλές αναγωγές στο τώρα. Ποιες είναι οι κυρίαρχες; Μιλάει για μια ομάδα φιλόδοξων, νέων ημιγκάγκστερ – δεν είναι καν γκάγκστερ, είναι παιδιά που δουλεύουν τη νύχτα- που νομίζουν ότι θα «πιάσουν την καλή». Νομίζουν ότι μπορούν με τον τσαμπουκά τους να καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα με τους μεγαλοκαρχαρίες. Κάποια στιγμή βρίσκονται τρομερά εγκλωβισμένοι. Από εκεί που ζουν τη φάση της πλήρους αλαζονείας βρίσκονται ξαφνικά στριμωγμένοι σε μία φάκα και τότε αρχίζει ένα εσωτερικό φάγωμα ανελέητο. Ο εξωτερικός φόβος των άλλων που θα έρθουν και θα τους φάνε, τους ξεσκίζει εσωτερικά. Τους διαλύει. Ολα αυτό το ηθικό ξεβράκωμα, το ξεβράκωμα της ευκολίας για επιτυχία και κέρδος είναι ένα θέμα που αφορά συνολικά στην εποχή μας. Και μπορείς να βρεις πολλές αναγωγές παντού, στη βία έξω, ακόμα και στη Χρυσή Αυγή.
Πως παρουσιάζεται αυτή η βία στην παράσταση; Είναι ένα ωμό έργο; Ασχολείται πολύ με τη βία σαν στοιχείο εσωτερικής δυναμικής. Βλέπουμε περισσότερο ψυχολογική βία πάνω στη σκηνή. Ενα παιχνίδι ανταγωνισμού που στην ουσία είναι σχεδόν παρωδία του ανδρισμού. Όχι, δεν είναι ωμό έργο, δεν ανήκει στο σκληρό θέατρο. Η βία του είναι στην ουσία ο σαρκασμός του να βλέπεις τον έως πριν πέντε λεπτά ισχυρό να πανικοβάλλεται, να τρέμει. Είναι ένα φαν πράγμα με πολύ μαύρες απολήξεις από κάτω.
Μια μαύρη κωμωδία, ή μήπως ένα ροκ θρίλερ όπως έγραψε ο κριτικός της Guardian; Υπάρχει ένα μυστήριο, μια εξαφάνιση, όμως το ζητούμενο δεν είναι πού ή ποιος εξαφανίστηκε, αλλά τι κάνουμε τώρα που βρεθήκαμε χωρίς τους προστάτες μας. Περισσότερο είναι μια μαύρη κωμωδία.
Θεωρείται ότι -αν και γράφτηκε σχεδόν ένα χρόνο πριν αρχίσει να σχηματοποιείται η σχολή του in-yer-face θεάτρου με το Blasted της Σάρα Κέιν και το Shopping and fucking του Ρέιχενβιλ – το Mojo ανήκει σε αυτό τον κύκλο; Το συγκεκριμένο έργο έχει τέτοιες αναγωγές με αυτό που συμβαίνει τώρα και το αντιμετωπίζει με τόσο χιούμορ και σαρκασμό που με κάποιο τρόπο ξεπερνάει το στενό όριο έργων εκείνης της συγκεκριμένης γενιάς. Μπορεί να γίνει ένα κλασικό έργο σαν συνεχιστής της παράδοσης του Πίντερ, παρά ένα καθαρόαιμο έργο του in-yer-face. Ο Μπάτεργουερθ είναι ο μόνος που κατάφερε να γλυτώσει, να φύγει από αυτό τον κλοιό. Υπάρχει μια κοινή αναφορά σε σχέση με τη βία, όμως το χιούμορ, η οξύτητα, καθώς και η ελλειπτικότητα σε κάποια σημεία, πιο πολύ θυμίζει τον Πίντερ του Dump Waiter.
Γιατί το Mojo τώρα; Αισθάνθηκα ότι σε μια γενικότερη θεματική της Πόρτας που έχουμε με τα τρία έργα που συνδέονται με ένα αδιόρατο νήμα, το Μojo θα κλείσει ωραία αυτή την τριλογία (Σλάντεκ του Εντεν φον Χόρβατ και Λίλιομ του Φέρεντς Μόλναρ τα άλλα δύο). Για αυτό ο υπότιτλος που βάλαμε στο πρόγραμμα είναι «Κακά αγόρια σε έργα με περίεργα ονόματα». Κακά αγόρια, δηλαδή άνθρωποι που δεν καταφέρουν να γίνουν άντρες, που παραμένουν σε μια ανωριμότητα. Και αυτό είναι ένα σοβαρό φαινόμενο της εποχής. Μας έχει λείψει και η ανδρεία και ο ανδρισμός. Υπάρχει πολύς παιδισμός.
Ο Μπάτεργουερθ έχει πει πως επί μήνες έγραφε ξανά και ξανά την πρώτη σκηνή μέχρι να καθορίσει τη φωνή. Όταν ήξερε πως ακούγεται, τότε ήξερε πως όλα θα πάνε καλά. Ένα από τα δυσκολότερα πράγματα ήταν η απόδοσή του κειμένου στα ελληνικά. Εχει μια ασύλληπτη ρυθμολογία, παίζει με τον λόγο και τον ρυθμό του λόγου και αυτό είναι το βασικότερο όπλο του έργου. Εχει μια ελλειπτικότητα σε μερικά πράγματα, ενώ σχεδόν βλέπεις τις αναγωγές του συγγραφέα μέχρι και στον Μπέκετ. Αλλά, αυτό γίνεται με την αίσθηση μιας γλώσσας του υποκόσμου, μέσα στο slung και μέσα στο υπονοούμενο. Η απόδοση στα ελληνικά είναι από τα δυσκολότερα πράγματα που έχω κάνει.
Όσοι έχουν δει την παράσταση στο εξωτερικό, χρησιμοποιούν την λέξη «ηλεκτρισμός» ως κυρίαρχη αίσθηση. Γιατί δεν προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα από τον καταιγισμό και τη ρυθμολογία.
Ποια φράση είναι η ψυχή του έργου; «Μια χαρά είμαι. Πεθαίνω.» Αυτό συνοψίζει το έργο, αλλά και τον τόνο του έργου. Υπάρχει το τρελό δίπολο της υστερίας, του φόβου και ταυτόχρονα μιας δαιμονικής αίσθησης ότι όλα είναι καλά. Όλα καλά, δεν τρέχει τίποτα… Γίνεται υπαρξιστικό αυτό το πράγμα. Προσπαθούμε διαρκώς να πείσουμε ότι ναι μεν με έχει πάρει η κατηφόρα, αλλά εγώ είμαι σα να έχω πέσει στον κουβά με την κοκαΐνη. Υπάρχει κάτι υστερικό και ταυτόχρονα τραγικωμικό μέσα σε αυτή την κατηφόρα. Το βλέπω και γύρω μου αυτό.
Είναι η δικτατορία της ευτυχίας. Και για αυτό όλα τα selfies και οι αναρτήσεις στο facebook εικόνων και καταστάσεων ευζωίας, ευτυχίας. Ακριβώς. Ολοι να μαρτυρήσουν ότι είμαστε καλά γιατί εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. Η ουτοπία της επιτυχίας – που παίζει πάρα πολύ στο έργο- το ότι «τώρα γίναμε». Αυτό είναι ένα άλλο πολύ ισχυρό του έργου που αποτυπώνει πράγματα του σήμερα. Ομως πολύ έξυπνα ο Μπάτεργουερθ τοποθετεί το έργο στο τέλος της δεκαετίας του ‘50 δείχνοντας ότι το πρόβλημα αυτό ήταν και θα είναι. Είναι ένα θέμα του δυτικού, καπιταλιστικού κόσμου, η αίσθηση του εύκολου κέρδους και επιτυχίας.
Το έργο απηχεί όμως και τον κόσμο του Σαίξπηρ. Είναι ο Αμλετ το έργο. Υπάρχει όλο το μοτίβο του ανίκανου γιου που παίρνει εκδίκηση για το τέλος του πατέρα του από τους σφετεριστές. Και ταυτόχρονα μέσα υπάρχει και η Οφηλία και όλα τα αθώα θύματα που λόγω βλακείας βρίσκονται συνδεδεμένα με αυτή την κατάσταση. Είναι προφανές ότι ο Μπάτεργουερθ είναι ένας πολύ διαβασμένος συγγραφέας, ένας διανοούμενος, που σχολιάζει έντονα τη βρετανική παράδοση του θεάτρου. Το αγαπάει, αλλά το σχολιάζει κιόλας.
Mojο του Τζεζ Μπάτεργουρθ
Θέατρο Πόρτα από 28 Φεβρουαρίου
Μετάφραση–Σκηνοθεσία Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια Κλαίρ Μπρέσγουελ
Φωτισμοί Σοφία Αλεξιάδου
Βοηθός Σκηνοθέτης Άννα Μιχελή
Ερμηνεύουν Ηλίας Μουλάς, Αργύρης Ξάφης, Γιώργος Παπαγεωργίου, Αλέξης Φουσέκης, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου
*Η συνέντευξη φιλοξενείται στο πρόγραμμα του Θεάτρου Πόρτα για την τρέχουσα θεατρική σεζόν.