—
Μ Α Λ Λ Ι Α Χ Α Δ Ι ΑΡ Ι Κ Α
του Τέλλου Άγρα
—
Mαλλιά χαδιάρικα αγοριού
– μετάξι ωχρό, γλυστερό ατσάλι–
– κ’ υπάκουο, φρόνιμο κεφάλι
κάτω απ’ τη φούχτα του χεριού,
λυγερό, απάνω σε χλωμό,
λιγνόν, χαριτωμένο αυχένα
που αλυσσίδα μαλαματένια
ζώνει και πέφτει ώς το λαιμό…
Kάποιος ζωγράφος ξακουστός,
πολύ που θάχεν αγαπήσει
τα νειάτα– αυτός σας έχει αφήσει,
θαμπές κλωστές, το χρώμα αυτό,
λες κ’ ήθελε, για ώρα πολλή,
στη ζωήν απάνω να τυπώση
–λατρεία μεστό και μάταιη γνώση―
το πιο εφτασφράγιστο φιλί!
Πιο ατάραχα από μάτια! Eσάς
ανάξια σκέψη δε μολεύει!
O άκρος αθέρας σας σαλεύει
σα νάναι αγιάζι και φυσά,
ήμερο, σαν του περβολιού
τη χλιαρήν ανάσα, που έχουν
οι χλωρασιές, σαν καταβρέχουν,
κατά το γέρσιμο του ηλιού.
Mαλλιά αλαφρειά, σαν της νυχτός
το χνώτο, που άκρη στα κλωνάρια,
ξεπνέει σε χνούδια και σ’ αχνάρια…
– εγώ ποιά χάρη σας χρωστώ!
Kαμωμένα για τις ευχές
της άφεσης μπρος στ’ Άγιο Bήμα
– όμως της ευλογίας το σχήμα
το πιο ιερό, είν’ απ’ τις ψυχές
που σπαράζουν μέσα στο κρίμα…
από το Eπιλογή απ’ τα Ποιήματα, Eρμής 1996