Οδός Ιοφώντος. Το κουδούνι γράφει ακόμα και τα δύο ονόματα. Δημήτρης Κεχαίδης-Ελένη Χαβιαρά. Το σπίτι του σημαντικότερου διδύμου δραματουργών που έβγαλε η χώρα είναι ένα σύμπαν στο οποίο αναπνέεις θέατρο. Πέρα από το καδράκι με τις φωτογραφίες της Ελένης, ένα κουκλάκι στα νιάτα της, οι τοίχοι είναι γεμάτοι από ένα κομμάτι της ιστορίας της σύγχρονης ελληνικής σκηνής: οι πρώτες παρουσιάσεις από τη «Βέρα» και το «Τάβλι» στο Θέατρο Τέχνης καταλήγουν στην πρώτη παράσταση του «Με Δύναμη απ’ την Κηφισιά» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Αφού η Ελένη Χαβιαρά, από τους γλυκύτερους και ευγενέστερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει (με μια γλυκάδα που ποτέ δεν γίνεται ενοχλητική και μια ευγένεια που δεν έχει τίποτα επίπλαστο), φτιάξει, στο σύμπαν ηρεμίας και ευταξίας που συντηρεί, τον τέλειο ελληνικό καφέ («είναι ένα από τα ταλέντα μου, γιατί είμαι Αιγυπτιώτισσα»), ξεκινά το ταξίδι στα μυστικά της «κουζίνας» της θεατρικής γραφής, με αφορμή το πρόσφατο ανέβασμα του αξεπέραστου, απ’ότι αποδεικνύεται, «Δάφνες και Πικροδάφνες» (στο Θέατρο Μουσούρη).
«Πρέπει να ξέρεις τους κανόνες ώστε μετά να μπορείς να τους σπάσεις», ξεκινά τη συζήτησή μας. Στο φόντο ακούγεται η φωνή του παλιατζή που διατρέχει το Παγκράτι και το παιδικό βουητό από το νηπιαγωγείο της γειτονιάς. «Γενικά στην τέχνη δεν μπορείς να σπάσεις τον κανόνα άμα δεν τον ξέρεις. Ο Μπέκετ έσπασε τους κανόνες. Δεν λέμε να κάνεις ό,τι θέλεις και να λες ότι έσπασες τον κανόνα».
Στη δική σας περίπτωση; Εμένα δεν μου συνέβη αυτό. Απλώς είχα τελειώσει αγγλική και ελληνική φιλολογία, είχα τελειώσει και μια δραματική σχολή και είχα παίξει και στο θέατρο. Αυτά τα πράγματα με βοηθήσανε να έχω μία αίσθηση της σκηνικής λειτουργίας του κειμένου. Δεν ήξερα όμως τις βασικές τεχνικές, τους κανόνες.
Τι συμβαίνει όταν δεν τους ξέρεις; Όταν έχεις την αίσθηση της σκηνικής λειτουργίας του κειμένου και θέλεις να κρατάς το ενδιαφέρον του θεατή, σέβεσαι και αναγνωρίζεις το δικαίωμά του να καταλαβαίνει αυτό που βλέπει χωρίς να του υποτάσσεσαι ή να του κάνεις τα χατίρια, σου τρώει πάρα πολύ καιρό να μπορέσεις να ανακαλύψεις το λάθος σου. Γιατί καθώς γράφεις κάνεις λάθη δραματουργικά. Για να το συνειδητοποιήσεις και να βρεις τρόπο να το αλλάξεις , εάν έχεις τη διάθεση να το κάνεις και δεν νομίζεις πως ό,τι γράφεις είναι το αριστούργημα, σου τρώει χρόνο. Και αυτό το διαπίστωσα στην αρχή, στα πρώτα κείμενα που γράψαμε με το Δημήτρη, μέχρι το τελευταίο που γράψαμε το «Με δύναμη απ΄την Κηφισιά», που είχανε περάσει χρόνια, και στο μεταξύ είχα μελετήσει πάρα πολύ τη θεατρική γραφή. Μπορούσα να προλάβω το λάθος.
Παρότι οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» γράφτηκαν το ‘79 και δεν είχατε προλάβει να μελετήσει τη θεατρική τεχνική, τα λάθη τα… προλάβατε. Ναι , αλλά τις «Δάφνες» τις γράφαμε επί 5 χρόνια. Και είχε πάρα πολλά λάθη, μάλλον, είχε πάρα πολλές δυσκολίες καθώς γράφαμε. Υπήρχε περίπτωση που μπλοκάραμε σε ένα σημείο και μπορεί να μας έτρωγε 2 μηνες.
Κάνατε χρήση κασετοφώνου; Ναι, αλλά αυτό είναι μία μέθοδος που αφορά το να βγει αυθόρμητα ένας λόγος. Από εκεί και πέρα έχεις ένα υλικό. Τι το κάνεις και πώς το δομείς; Ο Κουν το περίμενε το έργο γιατί έπρεπε να αρχίσει πρόβες αρχές Σεπτεμβρίου. Και πιάνει ένας καύσωνας κι εμείς επί 15 μέρες δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε. Δεν είχαμε aircondition τότε. Το πρώτο πράγμα που πήραμε από τα λεφτά που βγάλαμε απ΄τις «Δάφνες» ήταν ένα aircondition, πρέπει να σου πω. Τελοσπάντων, κάπου στις 10 Σεπτεμβρίου το τελειώσαμε το έργο και πάμε και κάνουμε ανάγνωση. Τότε έκανε ανάγνωση ο Κουν στο θέατρο. Ηταν παρών όλος ο θίασος και ο Δημήτρης διάβασε το κείμενο. Μόλις τελείωσε με ρωτά ο Δημήτρης πώς μου φάνηκε. «Κάνει κοιλιά σε ένα σημείο», του λέω. «Μου φαίνεται το κατάλαβα κι εγώ διαβάζοντάς το», μου απαντά. Ρωτά ο Κουν «τι συμβαίνει;». Λέω « κύριε Κουν, πρέπει να το φτιάξουμε».
Ο Κουν το αποδέχτηκε; Ο Κουν δεν έλεγε τίποτα. Πέσανε όλοι οι άλλοι πάνω μας «όχι, μην το φτιάξετε», «μην το χαλάσετε». Ο Κουν δεν είπε τίποτα. Είχε ένα απόλυτο σεβασμό σε όλη τη διαδικασία του συγγραφέα που προσπαθεί. Δεν είπε όχι, ρώτησε μόνο «πότε μπορείτε να μου το φέρετε έτοιμο;». «Θέλουμε δέκα μερες». «Ωραία», απάντησε, «θα ξεκινήσω να δουλεύω με την πρώτη πράξη και μετά μου φέρνετε το υπόλοιπο». Λοιπόν, κάτσαμε 10 μέρες και το φτιάξαμε κι έγινε άλλο πράγμα!
Είχαμε πάει σε μια ταβέρνα με μια φίλη μας. Ηταν μέσα του ’70, νομίζω. Στο διπλανό τραπέζι καθόντουσαν τρεις άνδρες. Ο ένας ήταν χρυσοχόος. Οι υπόλοιποι δεν ξέρω τι ήτανε. Και τσακωνόντουσαν αν η Μαρία έκλεψε τη βέρα ή δεν την έκλεψε. Ο χρυσοχόος έλεγε ότι πήγε και του την έκλεψε την βέρα, ενώ ο άλλος υπερασπιζόταν τη Μαρία «αποκλείεται τέτοια γυναίκα να έκλεψε τη βέρα». Ακούγαμε εμείς. Και τρώγαμε, μιλάγαμε. Αυτοί συνεχίσανε και τσακωνόντουσαν. Και λέει ξαφνικά ο Δημήτρης «μωρέ, να’χα ένα μαγνητόφωνο! Θα’γραφα το πιο ωραίο μονόπρακτο που υπάρχει
Πότε και πώς διαπιστώνατε ότι ένα κείμενο είναι πια έτοιμο; Οτιδήποτε γράφαμε, ας πούμε ήταν μια σκηνή, είχε αυτοσχεδιασμό στην πρώτη φάση. Μετά το μαγνητοφωνούσαμε και το ακούγαμε πάρα πολλές φορές. Κι εκεί καταλαβαίναμε τι γίνεται. Αποστασιωνόμασταν από το κείμενο ως συγγραφείς που ό,τι γράφουν είναι αλάνθαστο. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να μπορείς να το κάνεις. Είναι δύσκολο. Αν μου κλώτσαγε κάτι τρεις φορές έπρεπε να αλλάξει.
Πιο αυστηρή ήσασταν εσείς; Και οι δύο. Ο Δημήτρης ήταν πολύ αυστηρός. Αμα κάτι δεν του άρεσε δεν το άφηνε άφτιαχτο.
Πώς πρωτομπήκατε σ’ αυτή τη διαδικασία μαζί; Πώς το πήρατε απόφαση; Σιγά σιγά. Τυχαία. Είχαμε πάει σε μια ταβέρνα με μια φίλη μας. Ηταν μέσα του ’70, νομίζω. Αν ήταν ’71, θα σε γελάσω. Στο διπλανό τραπέζι καθόντουσαν τρεις άνδρες. Χωρίς να το καταλάβουμε σιγά σιγά ξεκίνησε ένας καυγάς μεταξύ τους. Ο ένας ήταν χρυσοχόος. Οι υπόλοιποι δεν ξέρω τι ήτανε. Και τσακωνόντουσαν αν η Μαρία έκλεψε τη βέρα ή δεν την έκλεψε. Ο χρυσοχόος έλεγε ότι πήγε και του την έκλεψε την βέρα, ενώ ο άλλος υπερασπιζόταν τη Μαρία «αποκλείεται τέτοια γυναίκα να έκλεψε τη βέρα». Ακούγαμε εμείς. Και τρώγαμε, μιλάγαμε. Αυτοί συνεχίσανε και τσακωνόντουσαν. Και λέει ξαφνικά ο Δημήτρης «μωρέ, να’χα ένα μαγνητόφωνο! Θα’γραφα το πιο ωραίο μονόπρακτο που υπάρχει». Γελάγαμε, αλλά μάς έμεινε το περιστατικό. Είχαμε αγοράσει ένα μαγνητόφωνο από εκείνα τα παλιά με τις μπομπίνες και ακούγαμε μουσική. Και κάποια στιγμή –το σκεφτόμασταν αυτό το περιστατικό με τη βέρα- λέμε «δεν κάνουμε έναν αυτοσχεδιασμό, να παίξουμε;». Αρχισε έκανε τον ένα χαρακτήρα ο Δημήτρης, τον άλλο εγώ, ο Δημήτρης έκανε κι έναν τρίτο, έλεγε ό,τι του ερχόταν παρεμβατικά και κράτησε αυτό καμιά εικοσαριά λεπτά. Το ακούσαμε, γελάγαμε. Ερχόντουσαν κάποιοι φίλοι και τους λέγαμε «για ακούστε αυτό που έχει πλάκα». Και μια μέρα λέμε «δεν καθόμαστε να το απομαγνητοφωνήσουμε;». Στο μεταξύ, ο Δημήτρης έγραφε ένα άλλο έργο, που δεν το τελείωσε. Και το απομαγνητοφωνούμε και παθαίνουμε σοκ.
Γιατί πάθατε σοκ; Από το πόσο διαφορετικός ήταν ο διάλογος από αυτόν που είχαμε συνηθίσει να έχουμε στο θέατρο. Είχε μια αμεσότητα διαφορετική, δεν ήταν κάτι εγκεφαλικό. Ηταν πολύ ζωντανό. Και αποφασίσαμε να κάτσουμε να το φτιάξουμε έργο με την ίδια μέθοδο. Το αν έκλεψε ή όχι τη βέρα η Μαρία υπάρχει και στη «Βέρα». Από τις ατάκες που ακούσαμε στην ταβέρνα υπάρχει μόνο μία στο έργο:«δεν είναι γυναίκα τέτοια αυτή».
Πάντα υπήρχε ένα ερέθισμα τέτοιου τύπου, ένα εξωτερικό τσίγκλισμα, για να ξεκινήσετε ένα έργο; Υπήρχε. Ο Δημήτρης όταν ήταν φοιτητής στα Νομικά, για να βγάλει ένα χαρτζιλίκι, δούλευε σε ένα γραφείο βουλευτή. Μάλιστα, ήταν στρατηγός αυτός ο βουλευτής. Εκεί είχε γνωρίσει έναν άνθρωπο ο οποίος ήτανε ουσιαστικά, απ’ότι κατάλαβα, σαν σωματοφύλακάς του, φοβερά πιστός στον στρατηγό. Ο τρόπος που μιλούσε ο στρατηγός δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος. Ηταν ένας κύριος αξιοπρεπέστατος, με το κουστουμάκι του και ξαφνικά τον άκουγες και έλεγε πράγματα που δεν ήταν κοινότυπα, στερεότυπα. Τον συνάντησε μετά από χρόνια ο Δημήτρης, ήταν λίγες μέρες πριν απ΄τη Δικτατορία, και του λέει «Οσοι ακούγονται είναι στο περιθώριο». Κι έφυγε. Σε πέντε μέρες έγινε η Δικτατορία. Λοιπόν, αυτός ο χαρακτήρας του στρατηγού τού είχε κάτσει του Δημήτρη και μου έλεγε «να γράψουμε κανένα ρόλο γι’αυτόν». Από τις φράσεις αυτού του ανθρώπου κρατήσαμε στο έργο μόνο αυτή:«Οσοι ακούγονται είναι στο περιθώριο». Δεν είναι φοβερή φράση;
Και ξαφνικά παίζονται οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» και αρχίσαμε να παίρνουμε από δικαιώματα 25.000 τη βδομάδα. Τι τις κάνεις; Δεν ξέραμε εμείς να έχουμε λεφτα. Πήγα και πήρα εγώ κάτι μποτάκια, πήραμε κάτι Μοntgomery. Θυμάμαι ήταν ένα μπλε, αλλά είχε κι ένα άσπρο που μου άρεσε. Και λέω «βρε Δημήτρη, το άσπρο θα λερώνεται πολύ». Και μου απαντά «Θα πάρουμε και το άσπρο
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε το «Δάφνες και Πικροδάφνες»; Αρχίσαμε να γράφουμε κάτι και δεν είχε πέσει η Δικτατορία ακόμα. Δεν ήταν εύκολο. Οταν άλλαξε η κατάσταση το είδαμε σε σχέση με κάποιες παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος και τον κοινοβουλευτισμό της εποχής, χωρίς να υπάρχει κάτι εναντίον του. Ξαναδιαβάζοντας το έργο αισθάνθηκα ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα από αυτό που περιγράφει.Περνούν τα χρόνια, εναλλάσσονται οι κυβερνήσεις, οι υπουργοί, οι βουλευτές και συνεχίζουν και επιβιώνουν οι κομματάρχες και οι νοοτροπίες τους, το γλύψιμο των κατουρημένων ποδιών για μια θέση στο δημόσιο, το πελατειακό Κράτος…Κάποιοι πολιτικοί, σε μια συνέντευξη της δεκαετίας του ’80, θέλοντας να υπερασπιστούν το πολιτικό σύστημα, με αφορμή μια παράσταση των «Δαφνών» υποστήριζαν «Μα τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχουν πια κομματάρχες. Αρα είναι άνευ αντικειμένου το έργο» Αλλά οι κομματάρχες τι ήτανε; Βεβαίως, δεν είναι όλοι οι ήρωες του έργου κομματάρχες. Ο ένας είναι γραμματέας του βουλευτή, ο άλλος είναι μπράβος, σωματοφύλακας ενός υποψήφιου βουλευτή, του στρατηγού, κι ο τέταρτος ένας ταβερνιάρης , ο οποίος θέλει επίσης να μπει στην πολιτική και λέει «είμαι κομματάρχης», γιατί ο κομματάρχης γι’αυτόν έχει κάποια υπόσταση.
Δεν υπάρχει καλύτερο αντεπιχείρημα στο ό,τι είναι «έργο άνευ αντικειμένου» απ’ το ό,τι οι «Δάφνες» ανεβαίνουν επί 45 χρόνια. Για ποιο λόγο κυρίως, πιστεύετε εσείς ότι ανεβαίνει και ξανανεβαίνει; Καταρχήν αυτό το έργο ασχολείται με την πολιτική, με τους πολιτικούς και με τις παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος, που δεν έχουν γιατρευτεί. Αλλά αν προσέξεις τη γλώσσα του, τον τρόπο που είναι εκφρασμένα τα πάντα, υπάρχει ποίηση. Το κείμενο έχει ποίηση. Ενα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Δημήτρη ήταν ότι έβλεπε τα πράγματα, όλη τη ζωή, όλες τις συμπεριφορές, όλες τις σχέσεις τις ανθρώπινες, όλες τις καταστάσεις, μέσα από μια δική του οπτική γωνία. Ο Δημήτρης δεν ήτανε ούτε αναλυτικός, ούτε περιγραφικός, αλλά μπορούσε να πει τρεις κουβέντες και να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη κατάσταση, έναν άνθρωπο. Και ήτανε «κουνημένο» αυτό. Δεν ήτανε συμβατικό. Αυτό υπήρχε σε όλα τα έργα που γράψαμε. Επομένως, έχει μια λογοτεχνική διάσταση ο λόγος του έργου. Επίσης, το έργο έχει χαρακτήρες. Αισθανόμαστε ότι τους ξέρουμε, αλλά αυτόν τον συγκεκριμένο δεν το ξέρουμε. Δηλαδή, έχουνε μια δική τους υπόσταση, δεν θα τους δεις εύκολα στον δρόμο. Και, βεβαίως, το έργο έχει μια πολύ καλή δομή.
Οταν γράφατε με τον Δημήτρη Kεχαίδη η συνεργασία ήταν ρόδινη; Είχατε τσακωθεί ποτέ γράφοντας; Δεν τσακωνόμασταν.
Αυτό ήταν κανόνας; Γενικώς δεν τσακωνόμασταν και στο γράψιμο δεν τσακωνόμασταν καθόλου. Αυτό σε μια συνεργασία το θεωρώ εξυπνάδα. Ημασταν αρκετά έξυπνοι να καταλάβουμε ότι όταν ο άλλος διαφωνούσε υπήρχε λόγος. Είχαμε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο και δεν υπήρχε εγωϊσμός στο στυλ «μόνο αυτό που θα πω εγώ είναι το σωστό».
Δεν υπερίσχυσε ποτέ σε κάποιο έργο ο ένας έναντι του άλλου; Ποτέ δεν πέρναγε τίποτα στο έργο αν δεν συμφωνούσαμε και οι δύο. Τώρα ποιανού ήταν η ιδέα να γίνει κάτι, δεν είχε σημασία. Σημασία είχε να γίνει κάτι που να είναι καλό. Ηταν πολύ ιδιαίτερος ο Δημήτρης.
Αφήσατε κάτι ανολοκλήρωτο; Οχι, δεν αφήσαμε τίποτα στη μέση. Το τελευταίο έργο που δούλευε ο Δημήτρης το έγραφε μόνος του. Αλλά δεν ήταν καλά τα τελευταία χρόνια. Μου είχε πει σε μια φάση «έλα να το κάνουμε μαζί». Αλλά δεν με έπαιρνε. Εγώ εργαζόμουνα τότε πάρα πολύ σκληρά στο Πανεπιστήμιο.
Πόσα χρόνια ήσασταν μαζί; Σαράντα ένα.
Πώς γνωριστήκατε; Στο σπίτι του Γιώργου του Σκούρτη, την εποχή που παιζόταν το «Πανηγύρι», το ’64. Ητανε παραμονή 28ης Οκτωβρίου. Βρέθηκα με το Γιώργο στο δρόμο και καθίσαμε και ήπιαμε ένα καφέ. «Δεν έρχεσαι αύριο στο σπίτι, που θα έρθει ο Δημήτρης ο Κεχαίδης; Ελα να τον γνωρίσεις», μου είπε. Τότε εργαζόμουνα σε ένα φροντιστήριο Αγγλικών και δούλευα βράδια. Αλλά ήταν 28η Οκτωβρίου η επομένη και δεν είχα μάθημα. Και πήγα λοιπόν και γνωριστήκαμε.
Πώς ήταν; Μου φαίνεται ότι το μυαλό τού Δημήτρη το ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Ενώ βασικά έχω αρκετά ρεαλιστική οπτική στη ζωή και δεν μπορώ να πω ότι στερούμαι ορθολογισμού, παράλληλα δεν αντέχω τα πράγματα να είναι 1+1 κάνουν 2.
Ο Κεχαίδης δεν ήταν 1+1 κάνουν 2; Καθόλου, αν και στα σοβαρά ζητήματα, που σχετίζονται είτε με την Εφορία, για παράδειγμα, είτε με θέματα υγείας, ήτανε 1+1 κάνουν 2. Από τη μια μεριά ήθελε την ελευθερία του και μόνο την ελευθερία του, και το πνεύμα του να είναι ελεύθερο, και από την άλλη μεριά σεβόταν κάποια πράγματα, όπως σεβόταν, ας πούμε, το κοινό. Ο Σκούρτης τότε έμενε Ξενίας, εγώ Λάμπρου Κατσώνη και Πατριάρχου Ιερεμίου, ο Δημήτρης έμενε τότε Λάμπρου Κατσώνη μετά την Ιπποκράτους.
Ησασταν γείτονες; Ναι. Φεύγοντας με πήγε ως το σπίτι και μου ζήτησε το τηλέφωνό μου. Με πήρε μετά από μια βδομάδα, να με ρωτήσει «Θέλεις να πιούμε ένα καφέ;». Κι έτσι, από εδώ από εκεί, τα φτιάξαμε.
Ηταν πολύ δύσκολο (να γράψω μόνη) γιατί είχα συνηθίσει να δουλεύω διαλογικά. Δούλευα, έκανα έρευνα, πέρασε καιρός και κάποια στιγμή είπα «πρέπει να καθίσω να κάνω διάλογο». Αλλά αισθανόμουν και ενοχές. Πώς γίνεται να καθίσω να γράψω μόνη μου που ο Δημήτρης έχει πεθάνει;
Μετά την αναγνώριση άλλαξε κάτι στην ζωή, στην καθημερινότητά σας, πέρα απ’ το ότι αγοράσατε aircondition; Η «Βέρα» και το «Τάβλι» είχαν επιτυχία αλλά παίχτηκαν για μικρό διάστημα.
Τότε έγινε το μπαμ; Μπαμ έγινε πάρα πολύ μεγάλο. Η εμπειρία της ανταπόκρισης του κοινού ήταν καταπληκτική. Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης υπήρχε αυτή η πόρτα προς τα καμαρίνια και αριστερα ένα πολύ μικρό δωματιάκι, που ήταν του Κουν. Δεν έμπαινες εκεί, ήταν ερμητικά κλειστά. Τη μέρα της πρεμιέρας στην «Βέρα» και στο «Τάβλι» ξαφνικά όλες οι πόρτες ανοίξαν και ο κόσμος κυκλοφορούσε παντού. Εγινε ένα πράγμα απίστευτο.
Μετά τις «Δάφνες» άλλαξε η ζωή σας; Αλλάξε σε σχέση με κάποια πρακτικά πράγματα. Εγώ εργαζόμουνα στο Πανεπιστήμιο και έπαιρνα 6-7 χιλιάδες το μήνα. Και ξαφνικά παίζονται οι «Δάφνες και Πικροδάφνες» και αρχίσαμε να παίρνουμε από δικαιώματα 25000 τη βδομάδα. Τι τις κάνεις; Δεν ξέραμε εμείς να έχουμε λεφτα.
Τι τα κάνατε τελικά τα λεφτά; Πήγα και πήρα εγώ κάτι μποτάκια, πήραμε κάτι Μοntgomery. Θυμάμαι ήταν ένα μπλε, αλλά είχε κι ένα άσπρο που μου άρεσε. Και λέω «βρε Δημήτρη, το άσπρο θα λερώνεται πολύ». Και μου απαντά «Θα πάρουμε και το άσπρο». Ξαφνικά βρεθήκαμε να έχουμε κάποια λεφτά, τα οποία ποτέ δεν είχαμε και δεν μας ενδιέφερε και να τα έχουμε. Δεν γράψαμε κάτι για να βγάλουμε λεφτά. Την αναγνώριση ο Δημήτρης την είχε από χρόνια. Μην ξεχνάς όλα τα έργα του, από το πρώτο του μονόπρακτο, ανέβηκαν στο Θέατρο Τέχνης. Το Θέατρο Τέχνης είχε τέτοια δύναμη τότε που αν ανέβαζε το έργο ενός συγγραφέα όλος ο καλλιτεχνικός και πνευματικός κόσμος σεβόταν το άτομο αυτό.
Σας απασχολούσε το ανέβασμα του έργου σας; Θέλατε να είστε παρόντες στις πρόβες; Παρεμβαίνατε, όπως ο Διαλεγμένος; Οχι, γιατί όσο ζούσε ο Κουν ό,τι έγραφε ο Δημήτρης το ανέβαζε ο ίδιος.
Πώς τον ανακάλυψε,αλήθεια, τον Κεχαίδη ο Κουν; Είχε πάει στο Θέατρο Τέχνης και είδε κάτι μονόπρακτα του Τενεσί Ουίλιαμς και ντοπαρίστηκε, εξιταρίστηκε. Και είπε «θέλω να γράψω κι εγώ κάτι για να ανεβεί εδώ». Ισως και να είχε πάει και πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης.
Για ποια χρονιά μιλάμε; Ηταν το ’57. Κι έγραψε κάτι και σηκώθηκε και πήγε. Γιατί ο Δημήτρης δεν ήταν σαν κι εμένα που δεν πηγαίνω πουθενά και δεν έχω ζητήσει δουλειά από κανέναν. Ηξερε ότι ο Κουν έπινε καφέ πριν αρχίσει πρόβα στο καφέ πίσω απ’ τον Ορφέα και πηγαίνει και λέει «Καλημέρα σας, κύριε Κουν, έχω γράψει ένα έργο και θα ήθελα να το διαβάσετε». Το παίρνει ο Κουν. «Πότε να έρθω, κύριε Κουν;». Του λέει σε ένα μήνα. Σε μια βδομάδα ξαναπάει ο Δημήτρης. Ρωτάει τον Κουν «Μήπως διαβάσατε το έργο;». «Πότε σου είπα να έρθεις;», τον ρωτάει εκείνος. Του απαντάει ο Δημήτρης «σε ένα μήνα, αλλά σκέφτηκα μήπως το διαβάσατε στο μεταξύ». «Ελα σε δέκα μέρες», του λέει τώρα ο Κουν. Σε πέντε μέρε ο Δημήτρης ξαναπήγε. Και λέει ο Κουν στο Λαζάνη, «Βρε Γιώργο, πάρτο να το διαβάσεις το έργο». Το διάβασε ο Λαζάνης και του λέει «Κάρολε, κάτι έχει αυτό το κείμενο». Και έτσι το διάβασε κι ο Κουν και ζήτησε από τον Δημήτρη «μπορείς να μου γράψεις άλλο ένα;». Και κάθεται μια βδομάδα- δέκα μέρες και το γράφει. Ηταν τα χρόνια της αθωότητας. Και το παίρνει κι αυτό το έργο ο Κουν. Και του λέει μετά «Μπορείς να μου γράψεις άλλο ένα, να κάνω ολόκληρη παράσταση;». Του έγραψε ένα τρίτο, αλλά ο Κουν του είπε «αυτό δεν μου αρέσει», και ανέβασε μόνο τα δυο πρώτα μονόπρακτα του Δημήτρη…
Πρόσφατα γράψατε τo πρώτο έργο σας ολομόναχη, το «Με άλλο μάτι». Ηταν εύκολο να γράψετε μόνη; Ηταν πολύ δύσκολο γιατί είχα συνηθίσει να δουλεύω διαλογικά. Δούλευα, έκανα έρευνα, πέρασε καιρός και κάποια στιγμή είπα «πρέπει να καθίσω να κάνω διάλογο». Αλλά αισθανόμουν και ενοχές. Πώς γίνεται να καθίσω να γράψω μόνη μου που ο Δημήτρης έχει πεθάνει;
δεν είχαμε ανάγκες. Μπορούσαμε να περάσουμε πολύ ωραία πηγαίνοντας μια βόλτα στο Μοναστηράκι ή στην Αρχαία Αγορά. ‘Η παίρναμε το λεωφορείο και βγαίναμε στην Κηφισιά, στο Σούνιο, στον Πειραιά. Εμείς περνάγαμε πολύ ωραία με το τίποτα. Ημασταν πολύ ευχαριστημένοι με το να έχουμε δυο πουλόβερ και δυο παντελόνια.
Την τρέλα από το Δημοψήφισμα και μετά ιδίως πώς τη βιώσατε; Την τρέλα την έζησα εγώ πολύ καιρό πριν το Δημοψήφισμα. Εχω πλήρη συνείδηση της κατάστασής μας, κι αυτό με έχει επηρεάσει πάρα πολύ ψυχολογικά.
Τι σας δίνει κουράγιο;Το ότι δεν τρέφω ψευδαισθήσεις και το ότι εγώ ειδικά έχω περάσει από πολύ δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου.
Στην Αίγυπτο; Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον σε μια ξένη χώρα που οικονονικά ήταν μεσοαστικό. Είμαι από την Αίγυπτο, και ειδικότερα το Σουέζ, μια επαρχιακή πόλη, με πολύ έντονο ελληνικό στοιχείο. Τελείωσα ελληνικό σχολείο. Εζησα δυο πολέμους, με το Ισραήλ και με τους Αγγλους.Η ζωή μας άλλαξε άρδην τα τελευταία πέντε χρόνια στην Αίγυπτο. Στην Ελλάδα ήρθα 17-18 ετών. Εχω ζήσει με το φόβο, να μην ξέρεις αύριο τι μπορεί να σου συμβεί. Θυμάμαι τη μαμά μου που πήρε τα κοσμήματά της και μου έδωσε τα μισά να τα βάλω πάνω μου γιατί δεν ήξερε αν θα είμαστε μαζί. Τέτοιες καταστάσεις!
Στην Ελλάδα πώς σας αντιμετωπίσαν; Στην Ελλάδα ήμασταν πρόσφυγες και δεν ήμασταν. Ηρθαμε στον τόπο μας ξένοι. Αντιμετωπίσαμε πολύ μεγάλες δυσκολίες, και οικονομικές. Επρεπε να ξεχάσω τα παιδικά μου χρόνια, την άνεση με την οποία μεγάλωσα.
Είναι ένας από τους λόγους που σήμερα δεν φοβάστε; Αυτό μου δίνει δύναμη. Σήμερα είναι αδιανόητο στα δικά μας τα παιδιά να μην πάνε να πιουν καφέ με τους φίλους τους. Πήγα στη Δραματική, με υποτροφία, αλλά για να πληρώσω τα ναύλα και τα μισά δίδακτρα δούλευα, έκανα μαθήματα αγγλικών και πήγαινα και πανεπιστήμιο. Και γνώρισα έναν άνθρωπο που τον αγάπησα και τον λάτρεψα και τον θαύμαζα που και αυτός δεν είχε λεφτά. Ομως, δεν είχαμε ανάγκες. Μπορούσαμε να περάσουμε πολύ ωραία πηγαίνοντας μια βόλτα στο Μοναστηράκι ή στην Αρχαία Αγορά. ‘Η παίρναμε το λεωφορείο και βγαίναμε στην Κηφισιά, στο Σούνιο, στον Πειραιά. Εμείς περνάγαμε πολύ ωραία με το τίποτα. Ημασταν πολύ ευχαριστημένοι με το να έχουμε δυο πουλόβερ και δυο παντελόνια.