Με το που προσγειώνονται οι δύο εσπρέσο μας στο τραπέζι του καφέ της Στέγης κι έχουμε μόλις ολοκληρώσει το, άβολο όταν πρόκειται για συνέντευξη, κομμάτι της ανταλλαγής επαγγελματικών καρτών, ο Πάτρικ Γκίγκερ μου λέει «α, ωραία έχω το μέιλ σου και τώρα ξέρω που θα διαμαρτυρηθώ αν δε μου αρέσει αυτό που θα γράψεις». Γελάμε, αλλά δεν μπορώ και να μην τον ρωτήσω αν το κάνει συχνά. «Όχι, όμως το έκανα σχετικά πρόσφατα γιατί σχεδόν με εξόργισε η κριτική που έκανε στην έκθεση ο Guardian. Η συγγραφέας της επέμεινε να προσπαθεί να τοποθετήσει το Into the Unknown στο συγκεκριμένο τρέχον κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και να επαληθεύσει τις δικές της βεβαιότητες. Εγώ που είμαι ιστορικός, με ακαδημαϊκή καταγωγή στη μαρξιστική θεωρία, δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα μπορούμε να μιλάμε για τις θεωρίες του Πλάτωνα, ακόμα κι αν δεν απευθύνονται στην ίδια κοινωνία».
Η κεντροευρωπαϊκή προφορά του συγκρούεται με τη μεσογειακή ένταση που μπήκε στην κουβέντα μας. Έτσι κι αλλιώς, πρόκειται για έναν Ελβετό που γεννήθηκε στο Σάο Πάολο – η αντίφαση, σύνθεση αν προτιμάτε, δεν του είναι κάτι ξένο. Ιστορικός και συγγραφέας που ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εγκληματολογία, πριν αφιερωθεί στην επιστημονική φαντασία. Διεύθυνε το Μουσείο της Ουτοπίας (Maison d’Ailleurs) στο Υβερντόν της Ελβετίας από το 1999 ως το 2010 και το καλοκαίρι που μας πέρασε έκανε εγκαίνια η έκθεση Into the Unknown: A Journey Through Science Fiction που επιμελήθηκε για λογαριασμό του λονδρέζικου Barbican, η οποόια τρέχει στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από τις 9/10. Με όσους την επισκέπτονται να τερματίζουν κυριολεκτικά το Instagram, ανεβάζοντας εικόνες με τα περισσότερα από 800 εκθέματά της.
Στα σκοτεινά δωμάτια του υπογείου της Στέγης ξετυλίγεται μπροστά μας ένας θαυμαστός κόσμος. Στολές και memorabilia από τα κλασικά sci-fi φιλμ (από το Star Wars στο Interstellar), εξώφυλλα καθοριστικών λογοτεχνικών έργων και φθηνών περιοδικών/κόμικ, φουτουριστικές διαφημίσεις των μέσων του περασμένου αιώνα αλλά και κάρτες Ρώσων κοσμοναυτών, αποσπάσματα από cult ή blockbuster ταινίες/σειρές, το βίντεο του γάλλου καλλιτέχνη Ζαν Πιερ Ζιλού “Invisible cities Part 1” γυρισμένο στο Τόκιο με το βλέμμα του στις πόλεις του μέλλοντος, μια βιτρίνα με τους δεινόσαυρους του Jurassic Park, η μάσκα του Darth Vader, μια προθήκη με καρέ από το storyboard του πρώτου Blade Runner (το μοναδικό που δεν μπορείτε να φωτογραφίσετε), ένα βαλιτσάκι με τον μηχανισμό που πυροδοτεί το τέλος του κόσμου, ένας υπολογιστής με τον οποίο μπορείτε να παρέμβετε στα εφέ του The Martian, λίγο πιο πέρα ένα μοντέλο του Γκοτζίλα από ρητινή και μια επιβλητική φάτσα Anubis από το Stargate.
Όλα αυτά, συγκεντρωμένα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα, μοιάζουν με επίγειο sci-fi παράδεισο. Και η αλήθεια είναι ότι το στοιχείο της διασκέδασης είναι κεντρικό, ο Πάτρικ Γκίγκερ δεν το αρνείται («τελικά βγήκε πιο διασκεδαστική απ’ ότι περιμέναμε»). Μου αναλύει όμως και τη φιλοσοφία με την οποία έχει σχηματιστεί το Ταξίδι στο Άγνωστο. «Είναι λίγο χρονολογικό το στήσιμo. Χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Ξεκινά με τους μεγάλους εξερευνητές του 19ου αιώνα (αλλά και πριν απ’ αυτούς), εκεί βρίσκονται τα πρώτα sci-fi ίχνη. Από τον Ροβινσώνα Κρούσο στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ και τον Ιούλιο Βερν. Αφού γίνεται η ανακάλυψη επί της γης ακολουθεί φυσικά η ανακάλυψη του διαστήματος που ως κλασικό στοιχείο της sci-fi εικονογραφίας του 20ου αιώνα καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης. Πάλι ξεκινάμε από τον Ιούλιο Βερν και φτάνουμε στον Ζορζ Μελιές και φυσικά στις πρώτες αποστολές των Apollo. Στο τρίτο κεφάλαιο, έχοντας φτάσει σε πολύ κρύα κι επικίνδυνα μέρη που συναντάμε εξωγήινους, επιστρέφουμε στο δικό μας σύμπαν για να το διαμορφώσουμε ως Brave New World μέσα από το τρίπτυχο “καταστροφή-ανακατασκευή-έλεγχος”. Σαν τον Mad Max ή τα έργα του Μπάλαρντ ή το Άλφαβιλ του Γκοντάρ. Στο τέταρτο κεφάλαιο, τέλος, η ιδέα είναι ότι αφού ανακαλύψαμε τον κόσμο (ή τουλάχιστον προσπαθήσαμε) επιστρέφουμε για να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Τεχνητή νοημοσύνη, ανθρώπινη αναπαραγωγή, επέμβαση στον ανθρώπινο εγκέφαλο, καθοδήγηση των ονείρων, επανασχεδιασμός της μνήμης, το πακέτο του Φίλιπ Κ. Ντικ αν θέλετε. Ως τελευταίο όριο, δηλαδή, το ανθρώπινο σώμα/μυαλό και όχι το διάστημα».
Η επιστημονική φαντασία ασχολείται κυρίως με τη δυστοπία γιατί χρειάζεται ιστορίες. Και οι ιστορίες χρειάζονται δράμα. Και δράμα δεν υπάρχει σε μια κοινωνία του κοντινού μέλλοντος που όλα λειτουργούν ρολόι και είναι ολοι ευτυχισμένοι.
Πιάνομαι από αυτά τα τελευταία, από την απίθανη διεύρυνση των ορίων και των δυνατοτήτων μέσω της τεχνολογίας, και τον ρωτάω αν άραγε ακόμα η επιστημονική φαντασία αναφέρεται στο μέλλον. Ή μήπως αφίχθηκε οριστικά στο παρόν, μήπως τη ζούμε πια καθημερινά; Σχεδόν με μαλώνει… «Η επιστημονική φαντασία είναι ένας εκλογικευμένος μυθιστορηματικός προβολέας. Δεν πρέπει να συγχέεται με το σκέτο fantasy γιατί σε εκείνο το περιβάλλον υπάρχουν δράκοι, τέρατα, το στοιχείο της μαγείας κτλ. χωρίς να ενοχλείται κανείς. Η επιστημονική φαντασία μιλάει για κάτι που δεν είναι ακόμα εδώ. Δεν είναι μελλοντολογία, δεν κάνει προβλέψεις εν είδει ρεπορτάζ και στηρίζεται στο στοιχείο της επιστήμης για να έχει ορθολογικό χαρακτήρα. Αυτός το στοιχείο του συμπεράσματος αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το όριο. Π.χ. αν γράψεις εάν διήγημα που θα λέει ότι σε 5 χρόνια οι άνθρωποι δε θα μιλάνε μεταξύ τους, αλλά θα επικοινωνούν με γραπτά μηνύματα είσαι στο όριο. Εκεί, ας πουμε, κινείται το Βlack Mirror που μου αρέσει πολύ και νομίζω ότι είναι η καλύτερη επιστημονική φαντασία εκεί έξω. Αν και δεν είναι πάντα τέτοια.
Από την άλλη όταν η επιστημονική φαντασία είναι πολύ καλή, παύει να θεωρείται τέτοια. Σύμφωνα με τον Guardian που λέγαμε πριν, το The Handmade’s Tale είναι δυστοπική, και όχι επιστημονική, φαντασία ή πολιτικό σχόλιο. Το έχουμε δει να συμβαίνει και στο παρελθόν π.χ. με το 1981 του Τζορτζ Όργουελ ή το Φάρεναϊτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι. Γι’ αυτό πολύ συχνά λέω σε φίλους που δε δηλώνουν sci-fi fans ότι (κι όμως) είναι αφού τους αρέσουν αυτά τα έργα, απλά δεν το ξέρουν. Θα πρόσθετα και τον Μικρό Πρίγκιπα αν ήθελα να το παρατραβήξω, σε τελική ανάλυση ένας τύπος που ζει σε έναν άλλον πλανήτη δεν είναι;».
Πώς στήθηκε το Into The Unknown, η έκθεση της Στέγης που τερματίζει το Instagram;
Η δυστοπία είναι μια καταταλαιπωρημένη έννοια στις μέρες μας, βασανισμένη από γραφιάδες κάθε είδους, παρολ’ αυτά είναι κι ένα μοτίβο που εξακολουθεί να κυριαρχεί στο sci-fi έναντι της αισιόδοξης εικόνας της ουτοπίας. «Η επιστημονική φαντασία ασχολείται κυρίως με τη δυστοπία γιατί χρειάζεται ιστορίες. Και οι ιστορίες χρειάζονται δράμα. Και δράμα δεν υπάρχει σε μια κοινωνία του κοντινού μέλλοντος που όλα λειτουργούν ρολόι και είναι ολοι ευτυχισμένοι.
Όμως, ας κοιτάξουμε γύρω μας. Έχουμε κάνει άλματα στην υγεία, στην επικοινωνία, παρέχουμε δωρεάν εκπαίδευση, έχουμε φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο φτώχειας. Δεν υπάρχουν πια, ή δεν είναι τόσο συχνές, εικόνες στα δελτία ειδήσεων με παιδιά στην Αφρική που πεινάνε, κάτι εντελώς τυπικό όταν ήμουν 10 χρονών στις αρχές των 80s».
Το The Lobster του Γιώργου Λάνθιμου, το βρήκα πολύ ενδιαφέρον. Φυσικά, είναι επιστημονική φαντασία. Δε χρειάζεται να φοράνε όλοι στολές αστροναύτη για να είναι κάτι sci-fi.
Η επιστημονική φαντασία είναι οργανικά συνδεδεμένη με το μέλλον. Παρολ΄αυτά είναι τόσα πολλά τα εκθέματα που αναδύουν μια αίσθηση sci-fi νοσταλγίας για τις πιο αγνές «ανθρώπινες» μέρες του είδους, πάντα με την εγγενή τάση που έχουμε να εξιδανικεύουμε το παρελθόν. «Ήμουν πολυ παθιασμένος με την επιστημονική φαντασία από μικρός, δεν ξέρω αν ήμουν ακριβώς fan. Δε συμμερίζομαι όμως την έννοια της sci-fi νοσταλγίας π.χ. όταν βλέπουμε εικόνες από τα πρώτα Star Wars ή τις Στενές Επαφές Τρίτου Τυπου. Δεν ήταν περιθωριακές ταινίες, αλλά blockbusters – το ότι ο κόσμος τις αντιμετωπίζει με μια καλτ αγνότητα οφείλεται στις αναμνήσεις από τη δική του νιότη.
Στην έκθεση αυτό που δεν αναφέρεται ρητά, αλλά είναι τόσο εμφανές, είναι το πόσο μαζική αγορά είναι η επιστημονική φαντασία, πόσο οδηγεί στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων. Συλλεκτικές κάρτες, κόμικ, όλα αυτά τα memorabilia. Σε 30 χρόνια, λοιπόν, θα κάνουν sci-fi ταινίες οι άνθρωποι που είναι σήμερα 8-10 ετών. Όπως οι σημερινοί που ανατράφηκαν με τις ταινίες του Σπίλμπεργκ. Κι επειδή το ενδιαφέρον για το είδος εμφανίζεται σε κύματα, τότε θα έχουμε ένα δυνατό revival. Το επόμενο Blade Runner πάντως θα γυριστεί σε 2-3 χρόνια, αποκλείεται να περιμενουμε μέχρι το 2089».
Ο Πάτρικ Γκίγκερ συγκαταλέγει πάντως το ορίτζιναλ φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ στα αγαπημένα του μάζι με πιο niche ταινίες όπως το American Astronaut που απόσπασμά του προβάλλεται και στην έκθεση. Όμως υπάρχουν και πιο πρόσφατες ταινίες που τον διαμόρφωσαν όπως «το Upstream Color και το The Lobster του Γιώργου Λάνθιμου που το βρήκα πολύ ενδιαφέρον. Γιατί σου κάνει εντύπωση; Δε χρειάζεται να φοράνε όλοι στολές αστροναύτη για να είναι κάτι sci-fi.
Η πιο σημαντική, κι ενδιαφέρουσα, επιστημονική φαντασία των ημερών είναι αυτή που δεν προέρχεται από άλλα σημεία αναφοράς. Εκεί πρέπει να πάει το sci-fi, όχι στην ανακύκλωση. Δεν είμαι πολύ πεισμένος από το Stranger Things, πιστεύω ότι υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία στο The OA».
Πώς στήθηκε το Into The Unknown, η έκθεση της Στέγης που τερματίζει το Instagram;
Γύρω μας οι υπόλοιποι δημοσιογραάφοι που είναι έτοιμοι να ξεναγηθούν, έχουν πυροδοτήσει τα smartphones τους, αλήθεια τα social media, είναι μια sci-fi προφητεία που έγινε πραγματικότητα; «Αν υπάρχει κάτι για το οποίο η επιστημονική φαντασία δεν έχει μιλήσει στον αιώνα μας είναι πόσο παραβιαστική μπορεί να γίνει η πληροφορία. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό. Π.χ. διάβασα κάτι πολύ ενδιαφέρον για το Blade Runner, στο original film δεν υπάρχει το ίντερνετ γιατί απλούστατα δεν το είχαν σκεφτεί και στο σίκουελ για να το προσπεράσουν υπέθεσαν σεναριακά ότι έχει καταστραφεί».
Από το 1928 που πρωτοεμφανίστηκε ο όρος «επιστημονική φαντασία», το Ταξίδι στο Άγνωστο συνεχίζεται. Εκ των πραγμάτων, έχει μικρότερη σημασία ο προορισμός, μιας και παραμένει αχαρτογράφητος. Όμως, όπως κλείνει την κουβεντα ο Πάτρικ Γκίγκερ…
«Το μεγαλύτερο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε (ή έχουμε πάρει) από την επιστημονική φαντασία για τον κόσμο είναι ότι μπορούμε να τον αλλάξουμε με τις πράξεις μας. Με τις καθημερινές μας επιλογές, με την πολιτική μας ολοκλήρωση. Αν θες να αλλάξουν τα πράγματα, πρέπει να τα αλλάξεις εσύ».