Έσκυψε και ξαφνικά του φίλησε τα πόδια
σημάδι ολοφάνερο της άγριας τρυφερότητας
έμοιαζε κύμα ορμητικό που σκάει στην άμμο
η μέσα θάλασσα βρήκε διέξοδο∙ τον τρόπο.

Τα πήρε μες τα χέρια του μ’ όλο τον σεβασμό
ωραία πέλματα, τόσο γερά, καλοσχηματισμένα
με δάκτυλα συμμετρικά, δέρμα σχεδόν εφηβικό
– μακάρι να βρισκόταν πρόχειρο κανένα μύρο.

Τα πήρε μες τα χέρια του με δέος∙ σιωπηλός
τα σκέπασε με χάδια∙ για ώρα τα κράτησε απαλά
όπως κρατάς καμιά φορά προτού να κοιμηθείς
ένα βιβλίο ανοιχτό στην τελευταία του σελίδα.