Η Ε Κ Τ Ε Λ Ε Σ Η
του Άλντεν Νόουλαν
Το βράδυ που θα γινόταν η εκτέλεση
κάποιος στην πόρτα
με πήρε για τον ιατροδικαστή.
«Δημοσιογράφος», είπα.
Αλλά δεν κατάλαβε και με πήγε
αλλού, σ’ ένα άλλο δωμάτιο
όπου ο έπαρχος με χαιρέτησε:
«Αργήσατε, Παπά».
«Κάνετε λάθος», του είπα. «Τύπος».
«Ναι, βέβαια, Αιδεσιμώτατε Τύπε».
Κατεβήκαμε μια σκάλα.
«Α, κύριε Έλλις», είπε ο Αντιπρόσωπος.
«Τύπος!» φώναξα. Μα αυτός σπρώχνοντας
με πέρασε από μια μαύρη κουρτίνα.
Τα φώτα ήσαν τόσο δυνατά
που δεν έβλεπα τα πρόσωπα
των ανθρώπων που κάθονταν
απέναντί μου. Αλλά, «Δόξα τω Θεώ», σκέφτηκα
«αυτοί με βλέπουν!»
«Κοιτάξτε!» φώναξα. «Κοιτάξτε το πρόσωπό μου!
Δε με γνωρίζει κανείς;»
Τότε μου φόρεσαν μια κουκούλα στο κεφάλι.
«Μην κάνεις πιο δύσκολη τη δουλειά μας», ψιθύρισε ο δήμιος.
μετάφραση: Ηλίας Κυζηράκος