Ένα απόγευμα στο Skype με τους Mat McNerney και Jun-His (κιθαρίστες και τραγουδιστές των Hexvessel και Oranssi Pazuzu αντίστοιχα), ήταν αρκετό για να καταλάβουμε το πόσο ιδιαίτεροι είναι ως προσωπικότητες, καλλιτέχνες και εκπρόσωποι της underground ψυχεδελικής rock/metal σκηνής της Φινλανδίας. Ποια είναι αυτή η σκηνή τελικά; Πού έχει τις ρίζες της; Από πού αντλεί τις επιρροές της; Είναι ενωμένη ή διχασμένη; Οι απαντήσεις δίνονται μέσω ενός άτυπου διαλόγου που στήνεται ανάμεσα στους δύο, με τον υπογράφοντα να θέτει τα θέματα συζήτησης. Το μεγάλο ραντεβού της Φινλανδικής σκηνής το βράδυ της Παρασκευής 11 Νοεμβρίου στο Gagarin 205, αποτελεί μια do-not-miss κατάσταση.
“Δεν έχουμε παίξει ποτέ μαζί στο παρελθόν!” λέει αρχικά ο Mat. Ο Jun-His θυμάται καλύτερα: “Ίσως σε κάποια festivals, θυμάμαι μια περίπτωση στην Ρουμανία. Εκεί γνωριστήκαμε κιόλας νομίζω”. “Έχουμε και πολλούς κοινούς φίλους βέβαια. Είναι κάπως αστείο το ότι χρειάζεται να ταξιδέψουμε μέχρι την Ελλάδα για να κάνουμε το πρώτο show μας μαζί, δεν νομίζεις;” λέει και πάλι ο Mat και γελάμε όλοι διακριτικά.
“Εγώ το βρίσκω φοβερό!” διαφωνεί ο Jun-His. “Δεν ξέρω αν θυμάσαι πως υπήρξαν πολλές φορές που παραλίγο να παίξουμε μαζί, και αυτό δεν συνέβη λόγω κάποιου άλλου αστάθμητου παράγοντα. Εν τω μεταξύ είμαστε ακριβώς το combo μπαντών που θα ήθελα να δω σε ένα poster! Μπορεί να ηχούμε διαφορετικά, αλλά έχουμε αυτή την κοινή ψυχεδελική ρίζα. Εν τω μεταξύ θέλω πολύ να δω ζωντανά τους Hexvessel μετά την κυκλοφορία του When We Are Death που νομίζω πως είναι το καλύτερό album σας μέχρι στιγμής, και σίγουρα το πιο αγαπημένο μου. Νομίζω πως σε σχέση με το πρώτο album έχετε αρχίσει και εξελίσεστε σε μπάντα και αυτό βγαίνει όλο και πιο έντονα στα τραγούδια σας, στην πορεία του μουσικού σας ταξιδιού.”
Είναι γεγονός πως το τελευταίο δισκογραφικό πόνημα των Hexvessel είναι ότι καλύτερο έχουν κυκλοφορήσει. Η μεταπήδηση άλλωστε στην (κατά πολύ μεγαλύτερη από την προηγούμενη δισκογραφική στέγη του σχήματος) Century Media λέει πολλά από μόνη της. “Σε ευχαριστώ πολύ.” απαντάει ο Mat. “Κι εγώ ανυπομονώ να σας δω ζωντανά. Σας έχω δει στο παρελθόν, αλλά δεν έχω ακόμη ακούσει ζωντανά το νέο υλικό. Από το “Värähtelijä” album ακούει κανείς πως έχετε περάσει στο επόμενο επίπεδο, φαίνεται πως η μπάντα προχωράει και αλλάζει. Ξέρω κιόλας ότι το venue που εμφανιζόμαστε στην Αθήνα είναι μεγάλο και πως έχετε αρκετό κόσμο εκεί πέρα και όλο αυτό με κάνει να πιστεύω πως το συναίσθημα της συγκεκριμένης συναυλίας θα είναι πολύ έντονο και θετικό. Πάντα πίστευα πως αξίζει να ταξιδεύεις και να βλέπεις μια μπάντα να παίζει σε ένα σημαντικό venue, σε έναν γεωγραφικό τόπο που έχει μεγάλο κοινό. Είναι πολύ ξεχωριστό από μόνο του το να βλέπεις φίλους να παίζουν σε μια άλλη χώρα. Είναι ένα μαγικό συναίσθημα και νομίζω πως η εμπειρία θα μας δέσει σαν μουσικούς και φίλους. Πάντα πίστευα πως υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσά στις δύο μπάντες και πως είναι περισσότερα από τις διαφορές. Όταν βλέπω άλλες ψυχεδελικές μπάντες να παίζουν ζωντανά πάντα αισθάνομαι έναν υγιή ανταγωνισμό, την ανάγκη να σταθώ στο ύψος των προσδοκιών. Αυτό είναι κάτι που για κάποιον λόγο δεν μου συμβαίνει με τους Oranssi Pazuzu. Με εμπνέει πάρα πολύ αυτό που κάνετε.”
Οι δύο άντρες δεν φαίνεται να ανταλλάζουν απλά φιλοφρονήματα. Η εκτίμηση ανάμεσά τους μοιάζει να είναι πηγαία και όλο δημιουργεί και στους δύο μια γλυκιά προσμονή για τη συναυλία της 11ης Νοεμβρίου. Ο Jun-His δίνει έναν ακόμη λόγο: “Θα είναι μία άκρως συναισθηματική βραδιά. Οι Έλληνες είναι πολύ εκφραστικοί σαν κοινό! Υπήρχαν αντιδράσεις που δεν περίμενα τόσο κατά την διάρκεια του show αλλά και μετά από αυτό, την τελευταία φορά που επισκεφτήκαμε την Αθήνα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί που είναι πραγματικά αφοσιωμένοι στη μουσική.”
Η τελευταία εμφάνιση των Oranssi Pazuzu στην Αθήνα, έλαβε χώρα τον Μάϊο του 2015 και οι αντιδράσεις του γεμάτου An Club προμήνυαν την επιστροφή τους στη χώρα μας. Το “πακετάκι” που τώρα συστήνεται με τους ομοϊδεάτες τους Hexvessel ανάγει το συγκεκριμένο εγχείρημα σε πολιτιστικό μανιφέστο. Ζητάω από τους δύο συνομιλητές (έχοντας πλέον καταφέρει να τους κάνω να αισθανθούν άνετα, σιωπώντας και με κλειστή την camera μου, ώστε να μην αντιλαμβάνονται σχεδόν την παρουσία μου) να μου μιλήσουν για το τι συμβαίνει στη χώρα τους. Χώρα του Jun-His δηλαδή, μιας που ο Mat (που παίρνει πρώτος τον λόγο) είναι Βρετανός στην καταγωγή και ζει εκεί από το 2009 και μετά, όπου και χρονολογείται η έναρξη των Hexvessel. Για τον λόγο αυτό οι δυο τους μοιάζουν άλλωστε να διαφωνούν ως προς την οπτική του συγκεκριμένου θέματος:
“Το ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της σκηνής που παρατηρώ από τότε που έχω μετακομίσει στην Φινλανδία, είναι πως υπάρχει και λειτουργεί σε ένα δικό της σύμπαν. Δεν είναι μια μοδάτη σκηνή όπως στη Σουηδία και δεν βρίσκεις μεγάλες εταιρείες που παίρνουν ένα σύνολο μπαντών και τις κάνουν γνωστές από τη μία στιγμή στην άλλη. Δες μπάντες όπως οι Graveyard και οι Witchcraft που έγιναν γνωστές την ίδια στιγμή, απλά επειδή οι δισκογραφικές είδαν πως η χώρα από την οποία προέρχονταν έβγαζε ποιοτική μουσική στο συγκεκριμένο ύφος. Στην Φινλανδία έχεις ναι μεν την metal σκηνή που είναι όλες οι μπάντες της Spinefarm Records, αλλά πέρα από εκεί, η μουσική παραμένει underground. Κανείς δεν είναι ιδιαίτερα προβληματισμένος με το τι συμβαίνει στην ψυχεδελική σκηνή. Ίσως αυτό να έχει να κάνει και λίγο με την εσωστρέφεια και την ταπεινή φύση των Φινλανδών. Κανείς εδώ δεν βγαίνει έξω διαλαλώντας το πόσο σπουδαία είναι η Φινλανδική μουσική ή το τάδε παρακλάδι της. Αυτό φέρνει τους πάντες στην θέση να κάνουν μουσική απλά και μόνο επειδή την αγαπάνε και όχι τόσο επειδή τους νοιάζει τι θα πιστέψει ο κόσμος για αυτήν ή το πόσο γνωστοί θα γίνουν παίζοντάς την.”
Jun His: “Υπάρχει η πλευρά που δεν δίνει δεκάρα για το τι κάνουμε εμείς στην underground ψυχεδελική σκηνή, αλλά περισσότερο ψάχνει να δει τι θεωρείται cool αυτή την περίοδο στην Αγγλία και τη Γερμανία και αναρωτιέται με ποιον τρόπο μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει και εδώ. Υπάρχει και η άλλη πλευρά που έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της και προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι που τελικά καταλήγει να είναι αυτό που πραγματικά η Φινλανδία μπορεί να δώσει, χωρίς καμία προσπάθεια να αντιγράψει κάτι που προέρχεται από κάποια άλλη χώρα. Οι μεγάλες εταιρείες απλά προσπαθούν να πουλήσουν δίσκους και αυτός είναι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος από τον δικό μας. Εμείς προσπαθούμε να εξελίξουμε τη μουσική μας, πράγμα που στο τέλος της ημέρας φέρνει και το ενδιαφέρον από τους ανθρώπους, μιας που καταφέρνουμε να παίζουμε πολλά shows, αρκετά εκ των οποίων πολύ μακριά από το σπίτι μας, όπως θα συμβεί προσεχώς και στην Ελλάδα. Του χρόνου θα επισκεφτούμε για πρώτη φορά τις ΗΠΑ. Δεν νομίζω πως οι δισκογραφικές και γενικότερα η βιομηχανία ενδιαφέρεται πολύ για αυτό που κάνουμε και είμαστε πραγματικά πολύ ΟΚ με αυτό. Θα παίζαμε αυτή τη μουσική όπως και να έχει, είτε είχαμε την ευκαιρία να περιοδεύουμε, είτε απλά παίζαμε σε μικρά bars στην πόλη μας. Νομίζω πως αυτός είναι και ο πιο υγιής τρόπος να κάνεις μουσική που σημαίνει κάτι για εσένα. Η καλή μουσική είναι σαν το καλό ανέκδοτο. Ακούγεται πολύ πιο αστείο όταν το μοιράζεσαι με πολύ κόσμο, αλλά το να μην έχεις την ευκαιρία να το κάνεις αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορεί να γελάσεις όταν το διαβάζεις ή όταν το σκέφτεσαι.”
“Έχεις δίκιο” συμφωνεί ο Mat. “Είναι πραγματικά αστείο το ότι η ντόπια μουσική βιομηχανία δεν ξέρει καν το πόσο δραστήριες είναι εκτός Φινλανδίας μπάντες σαν εμάς και το πόσο εξαγώγιμη είναι η μουσική που φτιάχνουμε. Δεν αναγνωρίζουν καν αυτό που κάνουμε! Είναι μία πολύ σκατένια πλευρά της βιομηχανίας αυτή. Σίγουρα δεν θα δεις ποτέ μια μπάντα του συναφιού μας να εμφανίζεται σε ένα cool trendy bar του Ελσίνκι. Είναι ένας απαίσιος κόσμος αυτός του οποίου χαίρομαι που δεν είμαστε μέρος. Είναι πραγματικά φοβερό αυτό που συμβαίνει στη δική μας σκηνή. Είναι underground, είναι για τους εαυτούς μας και δεν έχουμε καμία διάθεση ή ενδιαφέρον να αναμειχθούμε σε όλες τις άλλες μαλ… που συμβαίνουν εκεί έξω.”
Αποτελώντας μπάντες με αρκετές κατακτήσεις σε διάφορα επίπεδα, δεν θα περίμενες να αδιαφορούν πλήρως για το τι η βιομηχανία περιμένει από αυτούς. Αποκτώντας πλέον κι εγώ μία διάθεση να δω τι είναι αυτό που συμβαίνει στο Φινλανδικό underground, τους ζητώ να μιλήσουν για κάποιες από τις αγαπημένες τους κυκλοφορίες από τον συγκεκριμένο χώρο.
Jun-His: “Μου αρέσει πολύ το “Ark of Contempt and Anger”, νέο album των Sink, όπως και τα albums των Beherit που με κάνουν πάντα να αναφωνώ “Αυτό είναι το Φινλανδικό black metal στα καλύτερά του!””
Mat: “Το καινούριο album των Abyssian και σίγουρα ο τρίτος δίσκος των Dark Buddha Rising είναι τα πρώτα που σκέφτομαι. Ειδικά οι δεύτεροι μου αρέσουν πάρα πολύ. Κάθε δίσκος τους είναι ξεχωριστός. Το τελευταίο Oranssi Pazuzu είναι ένα από τα αγαπημένα μου της τελευταίας χρονιάς αδιαμφισβήτητα. Μου αρέσουν πολλά διαφορετικά black metal πράγματα που βγαίνουν από τη Φινλανδία επίσης. Οι Beherit που ανέφερες όπως και όλη η δισκογραφία των Impaled Nazarene, ειδικά τα πρώτα τους. Οι Reverend Bizzare επίσης είναι σπουδαίοι, τρελαίνομαι για τα φωνητικά τους. Οι Spiritus Mortis θα βγάλουν επίσης νέο album όπως μαθαίνω και πραγματικά ανυπομονώ και για αυτό. Δεν ακούω πολύ heavy metal τώρα τελευταία, αλλά αυτό το σχήμα πάντα με συναρπάζει.”
Αν δεν είσαι ήδη ακροατής της Φινλανδικής σκηνής και τους ακούσεις να μιλούν για αυτήν, θες πραγματικά να μάθεις περισσότερα, να δεις τι συμβαίνει εκεί πέρα, σε μία σκηνή όχι ιδιαίτερα διαφημισμένη στην ηλιόλουστη Μεσόγειο, που όπως φαίνεται όλοι οι λάτρεις του ήχου θα έπρεπε να ψάξουμε περισσότερο. Ο Jun-His μας δίνει ακόμη περισσότερους λόγους γιατί αυτό θα έπρεπε να συμβεί : “Αν παρατηρήσεις, τα περισσότερα πράγματα που βγαίνουν από την Φινλανδία έχουν μία ιδιαίτερα σκοτεινή ατμόσφαιρα. Ας πούμε οι φίλοι μας Mr Peter Hayden βγάζουν νέο album σε λίγο καιρό. Έχει πολύ σκοτεινή ατμόσφαιρα, αλλά την αναμειγνύουν με μια pop αισθητική. Η σκηνή μας εδώ είναι πειραματική με έναν τρόπο που μοιάζει να μην απασχολεί ιδιαίτερα τους ανθρώπους. Είμαστε πολύ συγκεντρωμένοι στη μουσική, χωρίς μια συγκεκριμένη agenda. Είμαστε περισσότερο άνθρωποι που τους διασκεδάζει να κάνουν μουσική. Σοβαρή μουσική από ανθρώπους που είναι σοβαροί απέναντι στο τι θέλουν να βάλουν μέσα σε αυτήν. Άνθρωποι για τους οποίους η μουσική είναι σημαντική. Ψάχνομαι συνέχεια για νέα albums όταν είμαι σπίτι μου και σερφάρω στο internet. Συνέχεια βγαίνουν νέα πράγματα που με αφήνουν άναυδο!”
Σε αντίθεση με τους Hexvessel που έχουν μια σαφέστατα ψυχεδελική κατεύθυνση στον ήχο τους, οι Oranssi Pazuzu ρέπουν αρκετά προς το black metal. Ο Mat από την άλλη, frontman των Hexvessel, έχει διατελέσει και τραγουδιστής των εμβληματικών Νορβηγών black metallers Dodheimsgard (με το ψευδώνυμο Kvohst). Black metal και psychedelic rock revival, ένα δίπολο άκρως ενδιαφέρον. “Νομίζω πως το black metal είναι αρκετά ψυχεδελικό από μόνο του. Ειδικότερα το 90s black metal.” λέει ο Jun-His, και αφήνω τον Mat να του απαντήσει:
“Εννοείται αυτό! Τα blast beats και γενικά οι black metal ρυθμοί –όταν γίνονται σωστά φυσικά- και τα tremolo guitars σε ταξιδεύουν σε άλλα μέρη κατά την ακρόασή τους. Αυτό είναι πολύ ψυχεδελικό από μόνο του. Πριν η Νορβηγική σκηνή γίνει η πιο χαρακτηριστική black metal σκηνή του κόσμου, υπήρχαν κάποιες κυκλοφορίες από την Φινλανδία που ήταν πολύ σημαντικές, όπως το “From the Shadows” των Unholy, ενώ οι Impaled Nazarene και Beherit έκαναν κατά τη γνώμη μου εξ’ ορισμού πιο σημαντική μουσική από αυτήν που έβγαινε στη Νορβηγία. Υπήρχε φυσικά κι ένα ρεύμα ψυχεδελικών μπαντών που μάλιστα είναι πολύ υποτιμημένες και αδικημένες, μιας που ποτέ δεν είχαν καμία προβολή από τα media. Οι Έλληνες που θα διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη, είναι ένας λαός παθιασμένος με την μουσική και πολλά παιδιά εκεί έχουν μια πολύ καλή εικόνα του τι συμβαίνει παγκοσμίως στη μουσική και ειδικότερα στο underground. Δεν θα δυσκολευτούν να καταλάβουν πως το παρελθόν της σκηνής επηρέασε το παρόν της. Οι Death Hawks και οι Jess and the Ancient Ones έχουν έναν πολύ στενό δεσμό με αυτό που συνέβαινε στην πρώιμη Φινλανδική ψυχεδελική σκηνή. Αυτό συμβαίνει και στη μουσική των Hexvessel φυσικά. Α! Και φυσικά μην ξεχάσω τους Wig Wam, οι οποίοι θα ήταν τεράστιοι αν ζούσαν στις ΗΠΑ, ενώ στην Φινλανδία κατάφεραν πολύ λίγα πράγματα, αν και πολύ επιδραστικοί.”
Εύκολα κανείς θα αναρρωτιόταν πως ο πρώιμος ψυχεδελικός ήχος των 70’s μπορεί να αντανακλάται πάνω σε αυτόν των Oranssi Pazuzu. “Μας έχει επηρεάσει κι εμάς πολύ αυτή η μουσική.” του απαντάει ο Jun-His. “Eίχαμε πολύ στο μυαλό μας τους Wig Wam και το φοβερό progressive rock τους όταν γράφαμε το πρώτο υλικό μας. Μας μάγεψε όμως η επαναληπτική ψυχεδέλεια του black metal, και όχι τόσο η πολύχρωμη παλέτα της ψυχεδέλειας των 70’s τελικά. Σε μπάντες όμως όπως εσείς (Hexvessel) και οι Death Hawks μπορείς να το δεις αυτό.”
“Οι Έλληνες μπορούν να καταλάβουν” επιμένει ο Mat, που έχει πολύ συμπαγείς απόψεις, όμως εύκολα παρεκκλίνει από το θέμα της συζήτησης. “Είχαν τους Aphrodite’s Child που κι αυτοί όπως και οι Φινλανδικές μπάντες που συζητάμε είχαν μικρότερη ανάγκη να δειχτούν και να αποδείξουν πόσο τρομερό ήταν αυτό που έκαναν και μεγαλύτερη ανάγκη να εκφραστούν και να εξελιχθούν μέσα από τη μουσική τους.”
Πώς τελικά το περιβάλλον της χώρας τους επηρεάζει την Φινλανδική μουσική; Οι λίμνες, τα παγωμένα τοπία… Είναι εν τέλει αυτά που κάνουν τους ήχους που βγάζει αυτή η χώρα να ακούγονται τόσο ιδιαίτερα σκοτεινοί; Ο Jun-His παίρνει τον λόγο, για τελευταία φορά στην κουβέντα μας και εσχατολογεί. “Είναι δύσκολο να το πεις όταν είσαι μέσα σε αυτήν την κατάσταση συνέχεια. Νομίζω πως αυτό που επηρεάσε εμένα προσωπικά είναι το ότι έμενα σε μία μικρή πόλη όπου τα μοναδικά πράγματα που μπορούσες να κάνεις ήταν να ξεκινήσεις κάποιο άθλημα ή να ξεκινήσεις να παίζεις κάποιο όργανο και ίσως να φτιάξεις μια μπάντα. Και αυτό κάναμε. Αργότερα, όταν ήδη είχαμε κάποιο υλικό που θέλαμε να γράψουμε, βλέπαμε πως τα πάντα γύρω μας περιστρέφονταν από το πως θα κάνεις ένα δισκογραφικό συμβόλαιο και θα γίνεις γνωστός, που ήταν ιδίαίτερα περίεργο αν σκεφτείς πως έμενα σε μια πόλη 30000 κατοίκων. Μας κούρασε πολύ γρήγορα αυτό. Είχαμε κάνει μια θεατρική avant garde μπάντα τότε, όπου εμφανιζόμασταν με μαχαίρια και κουστούμια επί σκηνής και τώρα που το σκέφτομαι αυτό εν τέλει ήταν ο καθρεπτισμός αυτού που συνέβαινε γύρω μας όπως εμείς το εισπράταμε. Θέλαμε να κάνουμε τα πράγματα με τους δικούς μας όρους, χωρίς να κοιτάμε τι συμβαίνει στο Λονδίνο ή σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη, όπως έκανε ο περισσότερος κόσμος. Νομίζω πως είναι ότι καλύτερο να κάνεις αυτό που θες να κάνεις και να πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα. Είναι σίγουρα καλό για την δική μου ψυχική υγεία. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν έκανα μουσική. Είναι η ζωή μου από όλες τις απόψεις.”