Δυο χρόνια τώρα, ο Frank Underwood είχε γίνει το poster-boy των σκοτεινότερών μας ενστίκτων. Για δυο χρόνια τον παρακολουθούσαμε με περίσσεια κακεντρέχεια να γλιστράει σαν το φίδι ανάμεσα στους αστραγάλους των πολιτικών του αντιπάλων, προσπαθώντας να χωθεί στο οβάλ γραφείο. Στο δρόμο του για την πολυθρόνα του απόλυτου άρχοντα του ελεύθερου κόσμου, όπου έβρισκε σαμαράκι, το ισοπέδωνε. Κι όποιος προσπαθούσε να του αντισταθεί, κατέληγε ή νεκρός, ή χειρότερα.
Ως μέλος του αμερικανικού Κογκρέσου, κι αργότερα Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, βρέθηκε μπλεγμένος σε μυριάδες διαπλοκές, πισωμαχαιριές και εξουσιακές αναταραχές (πολλές απ’ τις οποίες ενορχήστρωνε ο ίδιος), απ’ τις οποίες κατάφερνε πάντα να βγαίνει ατσαλάκωτος –συνήθως φορτώνοντάς τες στους τριγύρω του, καίγοντας ένα-ένα τα τραπουλόφυλλα των αντιπάλων του, μέχρι να βρεθεί ο ίδιος με το καλύτερο χαρτί. Και τελικά τα κατάφερε: στο τέλος της δεύτερης σαιζόν, όχι απλώς κατέκτησε τα κλειδιά του βασιλείου, αλλά εξουδετέρωσε ολοκληρωτικά κι όποιον θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή. Οπότε; Τι γίνεται μετά;
Μια απ’ τις βασικές αρχές τις δραματουργίας είναι να ξεκινάς απ’ το τέλος: δείξε στον ήρωά σου κάτι που θέλει πολύ, αποκάλυψέ του το πεπρωμένο του, κι ύστερα πάρ’ του το. Η πορεία του μέχρι να το βρει και να το κατακτήσει, οι φυσικές περιπέτειες και τα ηθικά εμπόδια που θα συναντήσει, τα πράγματα που θα τον κάνουν να νιώσει αδύναμος και θα τον αναγκάσουν να γίνει δυνατότερος, θα σού δώσουν όλη τη δραματουργική αψίδα, τη συναισθηματική διαδρομή και την χαρακτηρολογική ενηλικίωση που χρειάζεσαι για να χτίσεις το έργο σου. Όταν ο χαρακτήρας σου τελειώσει το ταξίδι του όμως, ε, κάπου εκεί τελειώνει και το δράμα σου. Εκτός κι αν μπορέσεις να του βρεις ένα καινούριο πεπρωμένο.
Στο House of Cards, τον τίτλο που μετέτρεψε το Netflix από online βιντεοκασετάδικο σε έναν απ’ τους πιο ισχυρούς και επιδραστικούς παίκτες στην κινηματογραφοποίηση της μικρής οθόνης, υπήρχε πάντα μια εγγενής αντίφαση: όσο πιο κοντά έφτανε ο Underwood στο δικό του πεπρωμένο, την απόλυτη εξουσία, τόσο πιο βαρετή γινόταν η σειρά. Όπως είχε πει κι ο Obama, μανιώδης fan της σειράς, “μακάρι τα πράγματα να ήταν τόσο ανιλεώς αποτελεσματικά”, αναφερόμενος στο πόσο ανιαρή είναι η πολιτική στην πραγματική ζωή: η μία ημιτελής συνάντηση μετα την άλλη, δεν κάνουν καλή, συναρπαστική τηλεόραση. Δεν κάνουν καν μέτρια τηλεόραση. Τώρα λοιπόν, στην τρίτη της χρονιά, με τον Underwood στην προεδρική καρέκλα, η σειρά δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να ψάξει αλλού τον δραματικό της πυρήνα: όχι στην πορεία του Underwood προς την ολοκλήρωσή του πια, αλλά στην αποδόμηση των όσων έχτισε.
Κάπου εκεί, αυτό το West Wing για την κυνική γενιά, αυτό Game of Thrones με κοστούμια αντί για κάπες και σπαθιά, αρχίζει ξαφνικά να μοιάζει με αυτό που θα έβγαινε αν ο David Fincher αποφάσιζε να ξαναγυρίσει το Τόλμη και Γοητεία στην Ουάσινγκτον. Τα τρίγωνα εξουσίας και εκμετάλλευσης αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο συναισθηματικά, τα πιόνια του Frank μετατρέπονται σε ανεξέλεγκτους παράγοντες γιατί έρχονται ξαφνικά σε επαφή με τα ανθρώπινά τους χαρακτηριστικά, κι ακόμη κι εκείνη η έρμη η Claire, η παγωμένη βασίλισσα του Underwood, ο ακλόνητος πυλώνας απ’ τον οποίο αντλούσε δύναμη και σιγουριά με περισσότερους από έναν τρόπους, ακόμη κι αυτή, αρχίζει σταδιακά να λιώνει, να χάνει τον αυτοέλεγχό της, να απεκδύεται το ρομποτικό θυμικό της, απ’ την απογοήτευση που νιώθει για όσα πήρε ως αντάλλαγμα πουλώντας την ψυχή της.
Ακόμη κι ο ταλαντούχος κύριος Spacey ζορίζεται συχνά πυκνά να βρει το νόημα του χαρακτήρα του, με τα κίνητρα που εξασφαλίζουν την αμείλικτη αποφασιστικότητά του, να γίνονται ολοένα και πιο αφελή, όσο η σαιζόν προχωράει προς το μέσο της. Κι όσο ο νέος στόχος του, αυτή η μισοψημένη ανάγκη να αφήσει πολιτική “παρακαταθήκη”, μπλέκεται ολοένα περισσότερο με ένα “ανατρεπτικό” νομοσχέδιο, τόσο καρικατουρίστικο και μονοδιάστατο, όσο αποδεικνύεται ότι είναι το (θατσερικό;) America Works του. Κακά τα ψέμματα, ο Frank είναι ένας μοχθηρός τύπος που μπορούσε να μας συναρπάσει με τον ανεξέλεγκτο, ακραίο κυνισμό του, αλλά τώρα πια, δυο σαιζόν μετά, απλά δεν βγάζει νόημα. Όχι γιατί έχει χάσει την ορμή και τη ζέση του, αλλά γιατί τώρα, με το καινούριο του “ιδανικό”, μετατρέπεται εντελώς ξαφνικά σ’ έναν ιδεαλιστή τόσο μυωπικό όσο κι ο προκάτοχός του. Περίεργη μετάλλαξη για έναν μεφιστοφελικό Ράσπουτιν, που ήξερες να ζει και ν’ αναπνέει για τη μαστούρα της εξουσίας και το σαδισμό της εξολόθρευσης των αντιζήλων, πριν καν αυτοί προλάβουν να ανοίξουν τα μάτια τους.
Η αδρανοποίηση του Underwood είναι τόσο βαριά, που στα τρία τέταρτα της σαιζόν, κι όσο η σειρά μπουρδουκλώνεται γύρω από περιορισμένης ευστοχίας υποπλοκές (κάτι Ρώσοι και κάτι ακτιβιστές και κάτι φοράδες σε αλώνια), η παρουσία του είναι όχι απλώς περιττή τελικά, αλλά πολλές φορές δρα ακόμη κι επιβαρυντικά. Ο χαρακτήρας του Doug Stamper απ’ την άλλη, τον οποίο είχαμε αφήσει αιμόφυρτο στα δάση την προηγούμενη χρονιά, παρέχει την ιστορία εξιλέωσης που απαιτείται, για να εξασφαλιστεί ο μόνος στιβαρός δραματουργικός άξονας που έχει στο φετινό της κύκλο η σειρά: αυτός ναι, είναι στ’ αλήθεια ένας αντιήρωας που κυνηγάει το πεπρωμένο του, κι οι βελζεβούλικες μεταπηδήσεις του από στρατόπεδο σε στρατόπεδο κι ύστερα πάλι πίσω ξανά, κλέβουν όποια αίγλη μπορούσε να έχει κρατήσει ο Underwood απ’ τη Σκοτεινή Πλευρά. Ενώ η Clair, η εωσφορική Πρώτη Κυρία, η δυναμική γυναίκα πίσω απ’ τον ισχυρό άνδρα, ραφινάρεται αργά και μεθοδικά στον μόνο άξιο αντίπαλο που θα μπορούσε να συναντήσει ο Underwood μελλοντικά, αν υποθέσουμε πως θα θελήσει να κρατήσει την προεδρική πολυθρόνα του την επόμενη χρονιά.
Που, κακά τα ψέματα, αυτό μονάχα έχει να κάνει: όχι να κυνηγήσει το πεπρωμένο του πια, αλλά να σιγουρευτεί ότι δεν θα το χάσει. Ας ελπίσουμε όμως, ότι θα έχει και κάποια σοβαρή, με σάρκα και οστά απειλή να προσπαθεί να του το κλέψει, αντί για ασαφής διαδικασίες αποτυχημένων ψηφοφοριών, να γίνονται αφορμές να τον βλέπουμε να γρυλίζει και να βρυχάται και να γουρλώνει τα μάτια του στις μαριονέτες που ο ίδιος καθίζει στις απέναντί του καρέκλες. Όπως έκανε δηλαδή στη σαιζόν τη φετινή, που εκτός από μέτρια, αποδείχθηκε κι εντελώς μεταβατική.