Όλα ν’ αλλάξουν όνομα και μόνο τ’ ουρανού να μείνει το ίδιο
Την ψυχή να την πούμε ίλιγγο και μέθη, ρουφήχτρα σκοταδιού και ήλιου
Τον ήλιο να τον πούμε πολλαπλασιασμένο δάσος
Το δάσος έκρηξη σ’ άγγιγμα σύννεφου
Το σύννεφο κομμένη κραυγή σκοτωμένου
Τον σκοτωμένο ομορφιά που της έβγαλαν τα μάτια
Τα μάτια κομμάτια ουρανού που σφυροκοπάνε τους πόθους
Τη νύχτα να την πούμε μυρμηγκιά που εξιλεώνει τη σκέψη
Τη σκέψη αφαίρεση όλων των αριθμών απ’ το έξαλλο άθροισμα της πέτρας και της πετριάς
Τη γυναίκα πυράκανθα, τον άντρα και το παιδί αυλό από μυρωδάτο ξύλο
Την πυράκανθα πετριά στο πετρωμένο του νου
Τον αυλό αύρες που φυσούν παντού ως και στα λόγια που τα πίνει η αυγή
Την αυγή να την πούμε μάτι ορθάνοιχτο στα θηρία η στο δίκηο του θεού
Το θεό διαδρομή του άστρου και του ζωυφιού στην ίδια αγριάδα
Όπου ένας λύκος ένα βρέφος κι’ ένα αηδόνι σκιρτούν στη λέξη «αεί»
Τότε καθώς θα ’χω πλαγιάσει σ’ ένα λειβάδι θα ’μαι το αδολοφόνητο κορμί αντάμα μ’ όλες τις καμπύλες
Και μ’ όλα τ’ άγρια πουλιά που ’χε γεννήσει η άμωμη καρδιά
Και θα ’μαι το άστρο που φέγγει μες στο μεσημέρι ίδιο απριλιάτικη περπατησιά
Ὁ ψίθυρος «κουράγιο φίλε» στο αυτί του κοκκαλιάρη αφρικανού
Μαγνήτης που ηλεκτροθυμίζει, χωάνη κυκλοέλικτη αισθημάτων
Ανάποδος στροβιλισμός όλων μαζί των ζωντανών μέσα στο βόγγο της θαλάσσης, όπως καθρεφτίζει
Άστρο τον κάτοικο του ψαροκάλυβου που λείπει:
Εμένα που δε ζω και μες στ’ αυτί μου ξαγρυπνάω
Αιώνες.