Το βλέμμα της ήταν τόσο εκφραστικό, όσο ένας πίνακας ζωγραφικής. Οι μικροκινήσεις του προσώπου της, όσο μιλούσαμε, ήταν μυριάδες και οι λέξεις έβγαιναν σαν κοφτερά κομμάτια γυαλί που πετύχαιναν κατευθείαν τον στόχο, σαν τον άνθρωπο που ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει και το λέει με τόση τρυφερότητα, αγκαλιάζοντας την ακροάτρια και τη θεάτρια απέναντι. Το γαλάζιο από το πουκάμισό της υπογράμμιζε τις κινήσεις της, ενώ οι ευαισθησίες της σαν να χοροπηδούσαν σε κάθε της βήμα, εκείνο το μεσημέρι που βρεθήκαμε στο Μεταξουργείο.
Σαν αφορμή στάθηκε το γεγονός ότι το Βασιλικό Θέατρο της Σουηδίας ανέθεσε τη σκηνοθεσία της «Alkestis» στην Έλλη Παπακωνσταντίνου. Η διεθνής σκηνοθέτις, έχοντας εδώ και χρόνια «σπάσει» τους φραγμούς των ελληνικών συνόρων, διαγράφει μία αξιοσημείωτη καλλιτεχνική πορεία στο παγκόσμιο τοπίο, σαν πεφταστέρι που σκίζει τον ουρανό τα καλοκαίρια και σκηνοθετεί σταθερά κι επίμονα σε σημαντικές σκηνές του πλανήτη, αλλά και σε σπουδαίους ιστορικούς μη-θεατρικούς χώρους, αντισυμβατικά και πολιτικά θεάματα. Δίκαια, λοιπόν, έχει κατακτήσει διεθνή βραβεία, δοκιμάζοντας συνεχώς νέες φόρμες. Η Έλλη Παπακωνσταντίνου «ξαναγράφει» και σκηνοθετεί την Άλκηστη του Ευριπίδη, με ένα σύνολο σπουδαίων Σουηδών ηθοποιών, μεταξύ αυτών ο Per Mattsson και η Kicki Bramberg που σκηνοθετούσε ο Ingmar Bergman, ενώ στο ρόλο της Άλκηστης συναντάμε την Melinda Kinnaman, πρωταγωνίστρια της γνωστής σειράς μυστηρίου «Modus», που μεταδόθηκε για δύο σεζόν από το BBC.
Είναι ιδρύτρια της ομάδας ODC Ensemble, έχει τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Fulbright για την έρευνα της στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και τη δημιουργία του έργου “Oedipus: Sex with Mum was Blinding”. Με αφορμή το πρόσφατο παγκόσμιο lockdown πειραματίστηκε με μία νέα μορφή ψηφιακού θεάτρου, ειδικά σχεδιασμένο για την πλατφόρμα του Zoom, που ονόμασε “Θέατρο του Εγκλεισμού”, αντλώντας από τον αρχαίο μύθο και το υλικό της τραγωδίας. To 2020 παρουσίασε το “Traces of Antigone”, μία από τις πρώτες ζωντανές διαδικτυακές παραστάσεις παγκοσμίως.
Η παράσταση για την φεμινιστική και αντιφασιστική Άλκηστη θα κάνει πρεμιέρα τον Δεκέμβριο στη Στοκχόλμη και η Έλλη Παπακωνσταντίνου μίλησε για όλα αυτά στην Popaganda.
Η πρώτη ερώτηση ξεκινάει από τις σκοτεινές εποχές της πανδημίας που διαβάζω ότι δημιούργησες μία νέα μορφή ψηφιακού θεάτρου, το θέατρο του εγκλεισμού, θα ήθελες να μας μιλήσεις γι’ αυτό; Ναι, φυσικά! Πιστεύω ότι αυτή η σκοτεινή περίοδος, όπως τη χαρακτήρισες, που είναι και περίοδος μεγάλου πόνου και μοναξιάς και, επίσης, περίοδος μεγάλης καταστολής, κατά κάποιο τρόπο μας έφερε όλους αντιμέτωπους με την ιδέα της πραγματικής δημιουργίας και της διασυνδετότητας, του κατά πόσο είμαστε δηλαδή συνδεδεμένοι μεταξύ μας. Ίσως, στις περιόδους που ήταν περισσότερο μοναχικές, αισθάνθηκα και πιο συνδεδεμένη με έναν άλλο τρόπο, επειδή άνοιξε, μέσα από τον ψηφιακό χώρο, η δυνατότητα να βρίσκουμε ο ένας τον άλλον, να δημιουργούνται κάποιες κοινότητες, που είναι μετά τη σωματικότητα, σε έναν μεταχώρο, κι εκεί να δημιουργούνται πολύ ουσιαστικές επαφές. Εκεί ανακάλυψα μια ολόκληρη διαφορετική δυναμική που εμένα προσωπικά με αφορούσε πολύ.
Υπήρξε αυτή η ανάγκη, τουλάχιστον η δική μου προσωπική ανάγκη, για δημόσιο διάλογο, πιθανόν και περισσότερο απ’ ό,τι όταν υπάρχουν τα θέατρα, όταν είναι όλα ανοιχτά. Έτσι, έκανα αυτές τις τρεις παραστάσεις. Ξεκίνησα όμως πολύ πρακτικά, όχι θεωρητικά, γιατί κάναμε πρόβες απ’ το zoom, το “Traces of Antigone” όπου είχαμε συναντηθεί κι είχαμε κάνει κάποιες πρόβες πριν το lockdown. Και επειδή ήταν ένα γυναικείο έργο είδα ότι ίσως έχει ένα ενδιαφέρον η αντικειμενικοποίηση του σώματος. Το γεγονός ότι το σώμα των γυναικών βρίσκεται στο διαδίκτυο, τα παράθυρα έρχονται να κάνουν ένα framing, υπήρχαν πολλά στοιχεία που μου δημιουργούσαν σκέψεις για το πως έχει εμπορευματοποιηθεί η γυναίκα, η θυληκότητα στον καπιταλισμό. Οπότε, σιγά-σιγά, αρχίσαμε να φτιάχνουμε εικόνες ζωντανά, η καθεμία από το σπίτι της, κι ήταν σα να δημιουργούμε ένα άλλου είδους εργόχειρο, digital, το οποίο το δημιουργούσαμε με ό,τι είχαμε. Ήταν εικόνες βαθιά θυληκές, γιατί όλο το έργο -το κείμενο- έχει να κάνει μ’ αυτό.
Μετά, διερευνήσαμε μήπως και κατά πόσο η ζωντανή μουσική θα μπορούσε να υπάρξει σ’ αυτή τη δυναμική κι έτσι προέκυψε όλο αυτό. Δηλαδή, προέκυψε γιατί το μέσο τη δεδομένη στιγμή, λόγω της συνθήκης -της συγκυρίας- ήρθε να αναδείξει το περιεχόμενο, δημιουργήθηκε μια νέα γλώσσα που για μένα έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί ακριβώς η γυναικεία δημιουργία συνδέεται με τον χώρο του οίκου, του σπιτιού.
Οι γυναίκες παραδοσιακά, ακόμα και οι πολύ σημαντικές γυναίκες, έγραφαν ή δημιουργούσαν μέσα στο σπίτι και πολλές φορές εξέδιδαν με ψευδώνυμα κι έτσι σχετίστηκε αυτό και με μία παράδοση πολλών γυναικών κι έτσι έγινε αυτή η ιστορία. Μετά, άρχισα να βλέπω και τις δυναμικές, όταν μπήκε το κοινό, με το οποίο συζητούσαμε μετά τις παραστάσεις και δημιούργησε άλλους συσχετισμούς. Δηλαδή, δημιουργήθηκε μια διεθνής αγορά, με την έννοια της αρχαιοελληνικής αγοράς, όπου μπορεί στην ίδια μέρα να συζητούσανε ο Richard Schechner που είναι ο δημιουργός και παππούς της performance στην Αμερική, με μία γυναίκα από την Ινδία. Ήρθε κόσμος, όπως η Judith Butler, που αυτό δε θα συνέβαινε αν παίζαμε σε οποιαδήποτε φυσική εκδοχή, ακόμα και στο εξωτερικό να παιζόταν η παράσταση. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να έρθει να το παρακολουθήσει κάποιος σαν τη Judith Butler. Αυτό δημιούργησε ένα δίκτυο και μια κοινότητα ανθρώπων που στηρίζουν την ιδέα αυτή του ρευστού φύλου. Γι’ αυτό και το συνέχισα περισσότερο, γιατί βρήκα οπτική σε αυτό το genderless μέσο, σε αυτήν την αταξική πλατφόρμα. Απλώς δεν το συγκρίνω με το θέατρο, είναι μια άλλη γλώσσα, αλλά είναι ζωντανό.
Πώς συνομιλεί το Traces of Antigone με τον τρόπο που σήμερα η κοινωνία αντιλαμβάνεται τη θηλυκότητα και όλα τα ζητήματα που αφορούν το φεμινισμό; Συνομιλεί άμεσα πιστεύω, όχι με τρόπο μανιφέστου όμως. Σε κάποια θέατρα που παίξαμε, όπως στην Ολλανδία, τους τάραξε πολύ. Κι αυτό το λέω θετικά. Κάτι ταράζει, γιατί ακριβώς η τοξική πατριαρχία είναι ενσωματωμένη και στις γυναίκες και στους άντρες. Ίσως ταράζει περισσότερο τους άντρες, γιατί δεν υπάρχει ακόμη μεγάλη συνειδητότητα. Το συγκεκριμένο έργο μιλάει πάρα πολύ για τις αμφισημίες και για τη δυνατότητα εύρεσης μιας άλλης γλώσσας, δηλαδή το πώς εξελίσσεται η δομή της σκέψης μας, όχι μόνο σε επίπεδο ορολογίας που βοηθάει να κατανοήσουμε την διαφορετικότητα και να την δεχτούμε, αλλά μιλάει πολύ και για την αμφισημία γενικότερα στο λόγο. Είναι ένας λόγος ποιητικός, δεν είναι ένας λόγος δοκιμιακός ή επιθετικός. Γι’ αυτό νομίζω ότι συναντηθήκαμε πολύ βαθιά κι εμείς οι ίδιες ως γυναίκες δημιουργοί σ’ αυτήν τη δουλειά, με μέρη του εαυτού μας ή μηχανισμούς που καιροφυλαχτούν κι έρχονται να υπονομεύσουν αυτό που πραγματικά είμαστε ή πιστεύουμε για τον εαυτό μας. Ή φόβοι που μας έχουν δομήσει ή που τους έχουμε ακόμη, κάπου απωθημένους, αλλά τελικά μάς απασχολούν στις καθημερινές επιλογές μας. Δεν αφορά δηλαδή το συγκεκριμένο κείμενο σε βιασμούς ή σε ποινικές επιπτώσεις. Το λέω, γιατί έχει ενδιαφέρον που το ελληνικό #MeToo ποινηκοποιήθηκε και εργαλειοποιήθηκε από την κυρίαρχη πολιτική σκηνή, από τα κόμματα, κι αυτό για μένα ήταν εξαιρετικά προβληματικό. Γιατί δεν μας επέτρεψε πραγματικά να περάσουμε σε μια άλλη περιοχή, εκεί δηλαδή όπου τα πράγματα δεν ορίζονται με μαύρο-άσπρο και δεν είναι τόσο ποινικά κολάσιμα, ώστε να εξεγερθεί το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά εκεί ακριβώς πιστεύω ότι εδρεύει η βαθιά πατριαρχία, σε αυτές τις αμφισημίες.
Κάθε χώρα έχει δικές της κόκκινες γραμμές.
Και η “Alkestis” είναι άλλη μία φεμινιστική ανάγνωση του ομώνυμου έργου του Ευρυπίδη κι ανέφερες πριν τις αντιδράσεις του κοινού, πιστεύεις ότι θα υπάρξουν και τώρα αντιδράσεις; Με ενδιαφέρει να προβοκάρω, γιατί θεωρώ ότι το θέατρο είναι ένας χώρος αμφισημίας που υπονομεύει τις αβεβαιότητες μας. Την Alkestis, θα την παρουσιάσω στο Εθνικό της Σουηδίας, και η Σουηδία είναι μια χώρα πολύ προχωρημένη στα θέματα φύλου και έμφυλης ταυτότητας, όμως είναι ταυτόχρονα και περιχαρακωμένη, γιατί αυτό το political correctness που έχει εδώ και χρόνια επιβεβληθεί στο σύνολο των Σουηδών, δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αναλογιστεί ίσως και να βρει τη δική του σχέση με την έμφυλη ταυτότητα του, κι άρα, με τη διαφορετικότητα, που είναι γόνιμη διαδικασία. Κάθε χώρα έχει τις δικές της κόκκινες γραμμές. Αλλού βάζουν τις κόκκινες γραμμές οι Αμερικανοί, αλλού οι Έλληνες, αλλού οι Ινδοί, αλλού οι Άραβες. Συζητάω εδώ και ένα χρόνο με τους ηθοποιούς που θα παίξουν στην παράσταση και μου έκανε μεγάλη αίσθηση πως, ας πούμε, γι’ αυτούς είναι σοκαριστικό να λεει κάποια στιγμή ο Άδης «Εγώ δεν είμαι φεμινιστής, είμα αντιφεμινιστής». Επειδή είναι politically incorrect, είναι shocking, κι εγώ το χω συμπεριλάβει στην εκδοχή μου σε μια σκηνή με τον Ηρακλή που μιλάνε για τα non-binary άτομα.
Η Άλκηστις του Ευριπίδη επιλέγει να θυσιαστεί για τον άντρα της και ο Ηρακλής, φέρνοντάς την πίσω στη ζωή, την ακυρώνει, ακυρώνει την αυτοεξουσία της. Θα πει μια φεμινίστρια «Μα τι αυτοεξουσία είναι η θυσία;». Είναι μια στρεβλή ανάκληση και ενσωμάτωση των επιθυμιών του καπιταλισμού και της πατριαρχίας, άρα δεν είναι μια πραγματική επιθυμία. Για παράδειγμα, οι γυναίκες του αραβικού κόσμου που φοράνε μπούρκα, λένε «Είναι επιλογή μου να φορέσω μπούρκα». Γιατί μέσα σ’ ένα πλαίσιο μικρότερης ελευθερίας, υπάρχει αυτοεξουσία, δεν μπορεις να την αρνηθείς. Υπάρχει μια διπλή ακύρωση, αφενός το ότι ως γυναίκα καταπιεσμένη, επιλέγω την αυτοθυσία μου, την ονομάζω αγάπη και την επιλέγω ως αυτή. Αφετερου, έρχεται από τον Ηρακλή, τη φέρνει πίσω στη ζωή και εκεί υπάρχει αυτή η τρομερή σιωπή, που είναι συγκλονιστική. Έχει προδοθεί διπλά και δε μιλάει. Στην δική μου εκδοχή, μιλάει, αρθρώνει λόγο και υπάρχουν κάποια τηλέφωνα που είναι μοιρασμένα στο κοινό, γιατί υπάρχει κι ένα τηλέφωνο στο σπίτι της Άλκηστης που το σηκώνει κατά καιρούς. Είναι μια σύγχρονη Άλκηστις, η οποία αυτοκτονεί, δεν την παίρνουν μαγικά κι εξαφανίζεται όπως στον Ευριπίδη. Υπάρχει και μια χορωδία στη σκηνή, γιατί είναι μουσικό θέατρο και γίνεται ένα ηχοτοπίο που αποτελείται από τις απαντήσεις του κοινού. Η τέχνη θα ήθελα να είναι ανοιχτή, σε διαφορετικά υποκείμενα, να υπάρχει πολυφωνία.
Πόσο εύκολο είναι να ξαναγράψεις ένα έργο με φεμινιστική, αντιεξουσιαστική, αντιφασιστική οπτική και πόσο χωράνε όλες αυτές οι οπτικές στο θέατρο; Ή πόσο θα έπρεπε να χωράνε; Ζούμε σ’ ένα κόσμο που όλες μας οι βεβαιότητες καταρρέουν, βλέπουμε τα προβλήματα σε επίπεδο οικολογικό, πολιτικό, δυνάμεις φασισμού παντού. Θεωρώ ότι το να παραμένουμε σε κάποια οικεία γλώσσα, σε επίπεδο περιεχομένου αλλά και σε επίπεδο φόρμας στην τέχνη, είναι απλά ανεπίκαιρο τουλάχιστον και φοβικό. Η τέχνη είναι αυτή που μας εξοικειώνει με το ανοίκειο, συλλογικά. Μ’ αυτήν την έννοια έχει ένα θεραπευτικό χαρακτήρα. Οι ιδεολογίες ή οι τάσεις της εποχής δεν μπορεί να αρθρώνονται μέσα από την επικαιρότητα πρόδηλα και μονοσήμαντα, δηλαδή, είναι πάρα πολύ ωραίο να δημιουργούνται πολυεπίπεδες σχέσεις του θεατή με αυτό το αντικείμενο. Ένα πρόβλημα της εποχής είναι το εύκολο, κατηγοριοποιήσιμο έργο. Ο χώρος του θεάτρου είναι όσο μεγάλος είναι κι ο κόσμος -με όλα τα επίπεδα που έχει, την ποιητική, την μεταφυσική, την πολιτική διάσταση, την αθλητική, την έμφυλη. Η μεγάλη δυσκολία είναι εκεί που έρχομαι αντιμέτωπη με τα δικά μου κολλήματα, με τα δικά μου όρια, με τα δικά μου μπλοκαρίσματα. Γιατί μέσω της δουλειάς βλέπεις και τους δικούς σου περιορισμούς και τις δικές σου αντιφάσεις κι εκεί όσο πιο αληθινά στέκεσαι στις αντιφάσεις σου, εκεί ανακαλύπτεις ότι δεν είσαι από την πλευρά του σωσμένου. Ένας άνθρωπος με όλα τα ασύμπτωτα κι όλες τις αντιφάσεις κι εκεί είναι όλο το ζουμί. Να μπορέσεις κι αυτό να το φέρεις στην επιφάνεια, να μην είναι άσπρο-μαύρο.
Ο χώρος του θεάτρου είναι όσο μεγάλος είναι κι ο κόσμος.
Επίσης, με ενδιαφέρει πολύ ο αρχαίος μύθος. Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι και τραγωδίες δημιουργούν μια απόσταση ανάμεσα στον σημερινό θεατή και τη σημερινή εποχή, καθώς ζούμε σε μια πάρα πολύ μη ποιητική εποχή και έρχεται με μια άλλη γλώσσα.
Με οδηγείς σε μια άλλη ερώτηση, για την Ελλάδα, όπου, νομίζω, δεν υπάρχει χρονιά που να μην παίξει αρχαίο ελληνικό έργο. Αυτό αφενός έχει να κάνει με την σημασία των έργων και το πόσα πράγματα μπορείς να πεις μέσω αυτών, αλλά μήπως δείχνει και κάτι άλλο για το σήμερα και τα έργα που ανεβαίνουν; Μήπως δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι εκ νέου; Καταρχάς, εγώ γράφω έργα που φέρουν την δική μου υπογραφή, αλλά έχουν αυτό ως αναφορά. Δεν διαβάζω μια αρχαία τραγωδία, σκηνοθετώντας την με την δική μου ματιά, αλλά ξαναγράφω το έργο. Για να υπάρξει η σύγχρονη γραφή, μια παράδοση σχολής σύγχρονης γραφής, αν μιλάμε για την Ελλάδα, πρέπει να υποστηριχθούν σοβαρά οι συγγραφείς, ώστε να έχουν τον χρόνο και τη δυνατότητα να γράφουν και να δοκιμάζουν το έργο τους. Αυτό έχω να καταθέσω από την εμπειρία μου στο εξωτερικό. Δηλαδή το ότι έχω ένα συμβόλαιο εδώ και ένα χρόνο με το Εθνικό Θέατρο της Σουηδίας, οπότε έγραφα και κάναμε αναγνώσεις έχοντας ήδη ένα συμβόλαιο που με κάλυπτε για τα προς το ζην. Γιατί κι αυτό είναι πολύ πολύ σημαντικό, γιατί έχω την δυνατότητα να κάνω την έρευνά μου, να ακούω τους ηθοποιούς να διαβάζουν το έργο μου, να συνομιλούμε. Ήμουν σε μια δημιουργική όσμωση εδώ και ένα χρόνο. Τα πράγματα δεν γίνονται γρήγορα κι επίσης, δεν γίνονται αποκομμένα από την ίδια την διαδικασία που έχει δημιουργήσει το έργο. Υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα σε πολλούς καταπληκτικούς συγγραφείς που υπάρχουν στην Ελλάδα και γράφουν σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια μεγάλη σχολή θα πρέπει να υπάρξει και από την πολιτεία μια μέριμνα. Αλλιώς, πώς θα γίνει;
Μίλησες πριν για κόκκινες γραμμές, διαφορετικές σε κάθε χώρα. Θες να μας πεις λεπτομέρειες για την περίπτωση της Σουηδίας; Επίσης, υπάρχουν κοινοί τόποι στο σουηδικό θέατρο και στο ελληνικό θέατρο ή στο σουηδικό κοινό και στο ελληνικό κοινό; Είναι νομίζω πιθανόν να κινείται στα όρια της κόκκινης γραμμής όλη η παράσταση με τους Σουηδούς, γιατί, ναι μεν με τον φεμινισμό ή με το θέμα του φύλου είναι πολύ προχωρημένες κοινωνίες, αλλά το μεγάλο ταμπού είναι ο θάνατος και το πρώτο μέρος του έργου αφορά στον θάνατο. Όλος ο κόσμος έχει περάσει απ’ τον φόβο με τον Covid-19, ή ήρθε αντιμέτωπος με την περατότητα της ανθρώπινης ζωής. Δεν είμαστε απαλλαγμένοι από τον θάνατο, επειδή έχουμε νοσοκομεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Εμείς είμαστε πιο ανοιχτή κοινωνία στην Ελλάδα, εκεί δεν συζητιέται το θέμα, είναι ταμπού ο θάνατος, επομένως είναι πολύ σπουδαίο αυτό. Όπως η γυναίκα είναι μια εξαίρεση για τον καπιταλισμό, κι ο θάνατος είναι μια εξαίρεση, οπότε βαδίζει πάνω σ’ αυτές τις δύο γραμμές και είναι πολύ μεγάλη πρόκληση για μένα να δω τις αντιδράσεις.
Όπως η γυναίκα είναι μια εξαίρεση για τον καπιταλισμό, κι ο θάνατος είναι μια εξαίρεση.
Βλέπω ότι είμαστε αποκλεισμένοι από αυτές τις περιοχές του εαυτού μας. Ζούμε διαρκώς κάτω από την πίεση της ευτυχίας ή του να είμαστε πετυχημένοι. Είναι σημαντικό να μιλάμε για τον πόνο και συλλογικά, ακριβώς επειδή έχουμε καλύψει αυτές τις περιοχές, τις έχουμε καπακώσει, έχουμε χτίσει πόλεις πάνω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στο συλλογικό τραύμα του εγκλεισμού που ακόμη βιώνουμε, τον φόβου του θανάτου. Πρέπει να τα φέρουμε στο κέντρο του έργου πλέον. Πρέπει να σπάσουμε αυτό το στεγανό της ευτυχίας, αυτήν την πίεση, την καταπίεση ότι πρέπει να είμαστε ευτυχείς, ή τα έργα μας να αφορούν αυτό το θέμα ή οι δράσεις μας στη ζωή μας να αφορούν σ’ αυτό. Μόνο έτσι, θα πάμε σε περιοχές με άλλες γλώσσες, πιο αμφίσημες.
Προτιμάς στις παραστάσεις σου την πολυμεσική διάσταση, να χρησιμοποιείς διάφορα οπτικοακουστικά μέσα. Γιατί διαλέγεις αυτόν τον δρόμο κι όχι κάτι πιο λιτό; Νομίζω ότι η πιο εκλογικευμένη πρόσληψη του κόσμου δεν μου ταιριάζει εμένα προσωπικά. Ίσως είναι μια πιο θηλυκή πρόσληψη, πιο παραθετική. Με ενδιαφέρει πολύ να έχω παράλληλες ροές ερεθισμάτων, που κατά κάποιο τρόπο αντιστοιχούν βαθύτερα μέσα μου στον τρόπο που εγώ αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Δεν τον αντιλαμβάνονται εξηγώντας τον, τον αντιλαμβάνονται πιο αισθητηριακά και πιο ολιστικά. Εξ’ ου και η πολυμεσικότητα, είναι όλο ζωντανό, δηλαδή η μουσική είναι ζωντανή, όλα γίνονται εκείνη την ώρα. Υπάρχει η δική μου ανάγκη για παρουσία και διακειμενικότητα. Όλα συνυφαίνονται. Και να πω και κάτι πολύ κοινότυπο, το θέατρο πρέπει να προχωρήσει σε μια άλλη γλώσσα, δηλαδή δεν γίνεται να ανταγωνίζεται το Νetflix, έχει χάσει. Έχουμε τη δυνατότητα και τα μέσα να ανακαλύψουμε γλώσσες που να φέρουν στο θέατρο και νέους ανθρώπους, νέο κοινό. Να μην πεθάνει μαζί με το παλιό θέατρο.
Ως Ελληνίδα δημιουργός που διαπρέπει στο εξωτερικό, πόσο εύκολα ή δύσκολα βλέπεις τα πράγματα και ποιες είναι οι προκλήσεις σήμερα; Είναι τεράστιες οι προκλήσεις. Δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί δεν είναι οργανωμένο, δεν υπάρχει στήριξη από την πολιτεία γι’ αυτό. Οι συνάδελφοι, ας πούμε, από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βγαίνουν στο εξωτερικό, υπάρχει ένα ολόκληρο κύκλωμα ανθρώπων που εργάζονται από την πολιτεία για να στηρίξουν τον σύγχρονο πολιτισμό και την εξαγωγή σύγχρονου πολιτισμού προς τα έξω. Εμείς τα κάνουμε μόνοι μας. Επειδή εγώ προσωπικά πάντοτε ήμουν μέσα-έξω στην Ελλάδα, έχω ζήσει πολλά χρόνια της ζωής μου στο εξωτερικό, δεν νομίζω ότι ανήκω σε κάποια παρέα εδώ κι έβλεπα πάντα ότι θεσμικά ήταν πολύ κλειστά τα πράγματα στην Ελλάδα, κινούνταν με τέτοιους όρους. Έξω, απ’ ότι έβλεπα στα 20 μου, είναι πιο αξιοκρατικά τα πράγματα και δεν στηρίζονταν τόσο σε προσωπικές γνωριμίες. Υπάρχει το πολιτιστικό management ως όρος, οι curators, οπότε υπάρχει ένα διακύβευμα από ανθρώπους οι οποίοι αναζητούν. Φυσικά, υπάρχει ατζέντα, πάντα, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που αναζητούν μια γλώσσα πρωτοποριακή. Εκεί ακριβώς, υπάρχει η πίστη, ένα άτυπο συμβόλαιο με ανθρώπους που παρακολουθούν την δουλειά σου, παρακολουθείς εσύ αυτά που προτείνουν εκείνοι, ένα δίκτυο ανθρώπων συναντιούνται. Η δική μας γενιά που ταξιδεύει, έχει κι αυτή τη δυνατότητα να συναντιέται με καλλιτέχνες ή με ερευνητές που ασχολούνται με αντικείμενα που μας ενδιαφέρουν πολύ. Αυτήν την αναζήτηση δεν θέλω να τη χάσω. Γιατί κάνω έρευνα που θέλω να συνεχίσει να γίνεται με όρους ταξιδιού, χωρίς να έχω στο μυαλό μου την τελική εικόνα. Στην Ελλάδα την τελική εικόνα την έχεις, ξέρεις περίπου τι πρέπει να γίνει. Εμένα με απελευθερώνει το γεγονός ότι δεν έχω καμία τελική εικόνα. Δεν ξέρω δηλαδή αυτό που θα δημιουργήσω ποιον μπορεί να ενδιαφέρει κι αυτό είναι πολύ γόνιμο.
Πώς νιώθεις που ανέλαβες να γράψεις αυτό το έργο για το Βασιλικό Θέατρο της Σουηδίας; Πολύ ωραία ερώτηση είναι αυτή. Αφενός υπάρχει ένα κομμάτι μέσα μου, επειδή είμαι Ελληνίδα και φέρω αυτή τη γλώσσα και υπάρχει μια συνέχεια μέσα μου -από άλλους καλλιτέχνες, από Έλληνες διανοητές, από το γεγονός ότι έχω διαβάσει τα αντικείμενα όταν ήμουν μικρή, έχω πρόσβαση στο πρωτότυπο. Υπάρχει, αφετέρου, κι ένα ψήγμα ευθύνης, κάτι που με τσιγκλάει, που μου λέει ναι δεν είσαι ακριβώς ίδια. Παρόλα αυτά, είμαι, γιατί υπάρχουν κι άνθρωποι που μιλάνε μέσα από μένα.
Η προσωπική μου ιστορία περνάει μέσα από την Ελλάδα, μέσα από τη σχέση μου με την πατριαρχία εδώ, με το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στη Μεσόγειο. Αυτό που με σώζει βεβαίως, είναι ότι βασίζεται και σε μία πολύ προσωπική ιστορία, δική μου. Έχει σχέση με τη μητέρα μου και με τη σχέση που έχω με τη μητέρα μου, οπότε έχει κάτι πολύ προσωπικό. Και πάλι όμως, αυτό περνάει μέσα από την Ελλάδα, μέσα από τη σχέση μου με την πατριαρχία εδώ, με το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα στη Μεσόγειο. Πάω να συναντηθώ με άλλους ανθρώπους που φέρουν τις δικές τους συνέχειες, τις δικές τους γραμμές αίματος, τις δικές τους αντιλήψεις. Έτσι θέλω να το σκέφτομαι κι αυτό θα τους πω τώρα που θα συναντηθούμε γύρω από το τραπέζι. Όσο πιο διαφορετικός είσαι σ’ ένα περιβάλλον, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνεις πόσες γραμμές μιλούν μέσα από εσένα και ταυτόχρονα με πόσους συναντιέσαι. Κάπου προσπαθείς να συναντηθείς.
Οι γυναίκες εκπαίδευαν τις επόμενες γυναίκες να ερωτεύονται απόλυτα, χάνοντας τον εαυτό τους, χάνοντας την αυταξία τους, μέσα στην αντρική δύναμη.
Αυτό που με πονάει και συνέχεια προσπαθώ να καταλάβω είναι πώς η αγάπη και η αυτοθυσία ταυτίζεται με την θηλυκότητα. Δηλαδή, αγάπη, αυτοθυσία και θηλυκότητα ως σύνολο, παραδοσιακά μεταφέρονται από γυναίκα σε γυναίκα. Με τον τρόπο τους, όχι ίσως με λόγια. Με την στάση τους απέναντι στο σύντροφό τους, οι γυναίκες εκπαίδευαν τις επόμενες γυναίκες να ερωτεύονται απόλυτα, χάνοντας τον εαυτό τους, ουσιαστικά χάνοντας την αυταξία τους. Χάνονται μέσα στην αντρική δύναμη. Όσο πιο πολύ συμβαίνει αυτό, τόσο πιο ερωτευμένες είναι, τόσο πιο πολύ αγαπούν. Η λέξη αυτοθυσία μπορεί να μη λέγεται και σίγουρα δεν την αναφέρω με κάποιο χριστιανικό τρόπο, όμως την έχω ζήσει στο ευρύτερο οικογενειακό μου περιβάλλον και στη σχέση της μαμάς μου με τον μπαμπά μου.
Και παλεύω κι εγώ ως γυναίκα να το καταλάβω. Να καταλάβω μέσα μου τα κόκκινα σημαιάκια που μου λένε «Ωπ! Τώρα δεν αγαπάς, γιατί δεν κάνεις πίσω; Είσαι εγωίστρια, γιατί;». Εννοώ ότι σ’ ένα μεγάλο βαθμό, η εκπλήρωση του εαυτού και η αυτεπίγνωση μεταφράζονται ως εγωιστικό γινάτι. Αυτό είναι πρόβλημα κι είναι μεγάλο θέμα όταν εμείς οι ίδιες το ενσωματώνουμε.