chevalier

Chevalier *****

Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Αθηνά Τσαγγάρη
Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Κέντρος, Πάνος Κορώνης, Βαγγέλης Μουρίκης
Διάρκεια: 99’
Μια βλάβη στο πλοιάριο που επιβαίνουν αναγκάζει την αντροπαρέα να περιμένει για τη χείρα βοηθείας από τη στεριά. Προκειμένου να κάνουν την αναμονή λιγότερο αφόρητη, οι έξι άντρες αποφασίζουν να σπαταλήσουν το χρόνο τους σε ένα πολύπλοκο παιχνίδι που αρχικά αποδεικνύεται απλώς ενδιαφέρον και κάπως εθιστικό. Στη συνέχεια, όταν τα πράγματα σοβαρέψουν, η κατάσταση θα αρχίσει να ξεφεύγει προς το πιο έκρυθμο και η θέληση για την ανάδειξη του «καλύτερου» θα οδηγήσει σε ακραία γεγονότα. Αν αναμειγνύαμε τις Φθηνές Ανατριχίλες και λίγο από το Battle Royale με έντονη σάτιρα και την υφολογία του ελληνικού κινηματογράφου της τελευταίας πενταετίας, θα καταλήγαμε σε αυτό το καυστικό, βίαιο και εν μέρει άναρχο σύνολο που αφήνει την Τσαγγάρη να αναπτυχθεί ως δημιουργός και να δομήσει τον ανδρικό (και, γιατί όχι, ανθρώπινο) εγωισμό όπως αυτή θέλει. Και με ανατριχιαστική ακρίβεια.

Στο δίλημμα Κυνόδοντας και Attenberg που είχε τεθεί χαριτολογώντας όταν κυκλοφόρησαν αυτές οι δύο ταινίες, τασσόμουν μακράν με το δεύτερο. Όχι επειδή ήθελα να φανώ μύστης στους συνομιλητές μου, αλλά επειδή θεωρούσα (και ακόμα θεωρώ) πως η συγκεκριμένη φόρμα έδεσε καλύτερα στο ευρύτερο εννοιολογικό φάσμα που αποτέλεσε την πηγή προβληματισμού της Αθηνάς Τσαγγάρη. Το «λανθιμικό περίεργο» στην ταινία της πήρε μια περισσότερο γαλλική τροπή, φέροντας έντονες nouvelle vague οσμές, έχοντας κάποια διαλείμματα για να εξερευνήσουν το αλλοπρόσαλλο όπως αυτό εκφράστηκε από την πρωτοπόρο Vera Chytilova. Δεν ήταν μια ταινία που προσπαθούσε να προσεγγίσει μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, αλλά να μιλήσει για θέματα ευρύτερα και πιο αφηρημένα, που δύσκολα μπορούν να αποτυπωθούν και, μάλιστα, με επιτυχία. Οπότε, προφανώς, περίμενα να δω την εξέλιξή της σε αυτή την περιβόητη ταινία που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λονδίνου.

Θα ξεκινήσω από το απόλυτα προφανές. Αν και η τεχνοτροπία της δείχνει να μην έχει διαφύγει πλήρως από την weird φόρμα, εδώ αποκτά έναν ξεκάθαρα διαφορετικό χαρακτήρα. Τέλος οι ρομποτικοί άνθρωποι, εδώ όσο συμβολικοί/υπερβολικοί κι ας είναι οι χαρακτήρες μιλούν και κινούνται σαν άνθρωποι, ακόμα και όταν βυθίζονται στους γεμάτους αλλοφροσύνη διαλόγους τους. Δεν ξέρω αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πιο ρεαλιστικοί, πάντως παρά τις ακραίες τους συμπεριφορές, θυμίζουν πραγματικά μεσήλικα άτομα. Άτομα που καταλαμβάνονται από εμμονές, προσπαθούν να αποδείξουν στον περίγυρο και στους εαυτούς τους την υπεροχή τους, που η προνομιούχα ζωή τους, τους επιτρέπει να επαναφέρουν το νόμο της ζούγκλας γιατί, πολύ απλά, έχουν τη δυνατότητα. Γιατί να παίξουν κάτι άλλο όταν μπορούν με άνεση να ξεφύγουν σε «γκρίζα ύδατα»;

Με αυτούς τους χαρακτήρες για άλλη μια φορά η Τσαγγάρη επιλέγει να μεταφράσει ρευστές έννοιες σε φιλμικές σεκάνς. Τις έννοιες του καλύτερου, της επιβεβαίωσης, του γνώθι σαυτόν, της ανασφάλειας, του χρόνου που περνά και κάνει να αναρωτιέσαι τι άφησες πίσω και τι έχεις ακόμα για να το κανακεύεσαι. Την ψευδαίσθηση του ότι ο άλλος είναι κατώτερος που (ακραία αλλά σαρδόνια πετυχημένα) στα πλαίσια του ανδρικού φύλου μπορεί να πάρει τιτάνιες ανταγωνιστικές διαστάσεις. Και ναι, μην αναρωτιέστε, το ποιος έχει το μεγαλύτερο μόριο είναι παρόν ως θέμα ανάμεσα στα κριτήρια που θα ορίσουν αυτόν τον «καλύτερο». Οι χαρακτήρες, σαν άλλοι παίκτες ενός τελειωμένου reality show, τρέχουν να κρίνουν τους υπόλοιπους για τα σφάλματά τους, να χτυπήσουν εκεί που θα πονέσει, να συνάψουν λυκοφιλίες για να προδώσουν τον «συνεργάτη» τους όταν η νίκη μοιάζει βέβαιη. Και, όσο θλιβερό και αν είναι, δε σταματά στιγμή να διέπεται από έντονο σαρκασμό που ενίοτε προκαλεί γέλιο. Γιατί, τελικά, πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που καλείται να αποδείξει τα μη αναγκαία;

Όσο το σενάριο προχωρά και η πορεία του αναδεικνύεται όλο και περισσότερο αλλοπρόσαλλη, τόσο πιο εύκολο είναι να γίνουν ταυτίσεις με τους συμβολικούς χαρακτήρες του Buñuel. Καθένας τους εκπροσωπεί και από μια πτυχή του να είσαι άντρας, ή και άνθρωπος γενικότερα. Το σύμπαν δεν είναι μίσανδρο, αλλά κωμικοτραγικό. Γελάς και σοκάρεσαι με τη φαρσοκωμωδία που οι ίδιοι προκάλεσαν αλλά ξέρεις ότι αν αφαιρέσεις την όποια φιλμική υπερβολή, τα όσα βλέπεις μέχρι ενός βαθμού (αν όχι ολοκληρωτικά) ισχύουν. Και ταιριάζει πολύ περισσότερο αυτό το «κινηματογραφικό» παίξιμο των ηθοποιών, εφόσον οι πράξεις τους είναι ήδη απομακρυσμένες από οποιαδήποτε λογική. Ειδάλλως ο δρόμος της αισθητικής υπερβολής παντού εκτός από το μονοπάτι της σοφίας θα οδηγούσε. Αναπόφευκτα, για μια ακόμα φορά, θα απορήσουμε ωστόσο πως θα ακούγονταν αυτοί οι διάλογοι παιγμένοι από αγγλόφωνους ηθοποιούς (ως προς το ερμηνευτικό κομμάτι τους κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει, όλοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποδεικνύονται ταιριαστοί στον κόσμο που κατοικούν), αλλά δε θέλουμε κανένα remake, πρέπει να μείνει ως έχει.

Αν ο Λάνθιμος φέτος αποτελεί τον αγγλόφωνο εκπρόσωπο του εγχώριου (αλλά όχι ελληνικού) κινηματογράφου στο εξωτερικό, η Τσαγγάρη αποτελεί το ελληνόφωνο αντίστοιχό του, μαζί με τον Αλέξη Αλεξίου του Τετάρτη 04:45. Και ίσως μια πιο «διασκεδαστική», προς αποφυγήν του «προσιτή», εκδοχή αυτού του παράξενου ιδιωματισμού που εμφανίζεται στο κινηματογραφικό λεξικό. Μια φαντεζί διερεύνηση του τι σημαίνει «μικρότητα» και «ταυτότητα».


Άσφαλτος (Asphalte) ***1/2**

Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Samuel Benchetrit
Πρωταγωνιστούν: Isabelle Huppert, Gustave Kervern, Valeria Bruni Tedeschi
Διάρκεια: 100’

Οι κάτοικοι μιας εργατικής πολυκατοικίας σε κάποιο παραμελημένο γαλλικό προάστιο ζουν τις μικρές καθημερινές τους βινιέτες, με τα απρόοπτα και τα συναισθήματά τους να βγαίνουν με διαφορετικούς τρόπους. Τρεις ιστορίες γύρω από τη ζωή, τον έρωτα και την ανάγκη της ανθρώπινης επαφής περιγράφονται μέσα από τα μάτια έξι εκ των κατοίκων, ενός φωτογράφου σε αναπηρικό καροτσάκι που ερωτεύεται μια νοσοκόμα, ενός μοναχικού έφηβου που γνωρίζεται με μια περίεργη γυναίκα και ενός Αμερικάνου αστροναύτη που προσγειώνεται στην ταράτσα και συζεί προσωρινά με μια ηλικιωμένη Ινδή, χωρίς δυνατότητα γλωσσικής επικοινωνίας. Με σκηνοθεσία που θυμίζει έντονα Roy Andersson, με περισσότερα κατς και σαφώς μεγαλύτερο συναίσθημα, ο Samuel Benchetrit πλησιάζει το παράλογο της ζωής των πρωταγωνιστών του και το αναδεικνύει με πειστικό ύφος, θαμπά χρώματα και, πάνω απ’ όλα, μεγάλο ποιοτικό ενδιαφέρον για τον σινεφίλ θεατή.



99 Σπίτια (99 Homes) ***1/2**

ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ramin Bahrani
Πρωταγωνιστούν: Andrew Garfield, Michael Shannon, Laura Dern
Διάρκεια: 112’

Ο Dennis, ένας εργένης που ζει με την ηλικιωμένη μητέρα του και τον ανήλικο γιο του, εκδιώκεται από το σπίτι του από τον Ric Carver, έναν «τζογαδόρο» του επιχειρηματικού κόσμου. Προκειμένου να μπορέσει να τα φέρει εις πέρας, ο Dennis αναγκάζεται να δουλέψει για τον ίδιο άνθρωπο που αποτελεί την πηγή του προβλήματός του και εκείνος με τη σειρά του τον παρασύρει εκτός της τροχιάς που αρχικά είχε. Χωρίς να το καταλαβαίνει, καταλήγει να βρίσκεται υπόλογος της θέσης αυτού που μέχρι πρότινος μισούσε, κάτι που θα αποδειχθεί βαρύ ως προς το τίμημά του. Ο παρών κοινωνικός προβληματισμός του Ramin Bahrani, σε συνδυασμό με τη ρεαλιστική σκηνοθεσία του, την εκπληκτική ερμηνεία του Andrew Garfield και τον αποπνικτικά βίαιο ρυθμό του, δημιουργεί μια ταινία συνειδητοποιημένη και προσβάσιμη. Η οποία, όμως, έχει ένα βασικό ελάττωμα: παρά το ξεκάθαρο μίσος του προς το συγκεκριμένο επιχειρηματικό κατεστημένο, δεν καταλήγει σε μια ξεκάθαρη απάντηση ως προς το που πρέπει να τοποθετηθεί το άτομο μέσα στον χάρτη. Δείχνει, δηλαδή, τις επιπτώσεις, αλλά μένει κάπως μετέωρος ως προς τα αντίποινα της συνολικής πολεμικής του. Τέχνη για προβληματισμό, όχι για παραδειγματισμό, και πάνω απ’ όλα, στρωτή και προσβάσιμη.



The Hunger Games: Η Επανάσταση – Μέρος 2 (The Hunger Games: Mockingjay – Part 2) ***1/2**

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Francis Lawrence
Πρωταγωνιστούν: Jennifer Lawrence, Josh Hutcherson, Julianne Moore
Διάρκεια: 136’

Η επανάσταση κατά της τυραννικής Capitol έχει ξεσπάσει και η Katniss μαζί με τους συντρόφους της αναλαμβάνουν κεντρικούς ρόλους στον βίαιο και καθόλου βέβαιο αγώνα. Τελικό σημείο της αποστολής που θα φέρει την αλλαγή στον κόσμο της Panem, η εξόντωση του υπευθύνου για όλη αυτήν την κατάσταση, του Προέδρου Snow. Η μοίρα τους, ωστόσο, θα έχει την χαρμόσυνη κατάληξη που όλοι επιθυμούν; Ένα από τα μεγαλύτερα franchises των τελευταίων χρόνων κλείνει με τον τρόπο που του αξίζει, θεαματικά και ταυτόχρονα συγκινητικά. Ίσως μεγάλο μέρος του ενήλικου κοινού να έχει χάσει το ενδιαφέρον του, λέγοντας πως δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από εφηβικό blockbuster, αλλά όσοι καταφέρουν να αγκαλιάσουν τη σημασία του υπερθεάματος (και μερικοί να εμπνευστούν, έστω και επιδερμικά, για τους δικούς του αγώνες), θα είναι αυτοί που θα την απολαύσουν όπως πρέπει και θα αναζητήσουν την επόμενη μεγάλη παραγωγή αντίστοιχου βεληνεκούς που θα τους έχει σε αναμονή για τη συνέχειά της τον επόμενο χρόνο. Και ας ανήκουν σε νεότερες ηλικιακές ομάδες.



Η Γέφυρα των Κατασκόπων (Bridge of Spies) *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Steven Spielberg
Πρωταγωνιστούν: Tom Hanks, Amy Ryan, Alan Alda
Διάρκεια: 141’

Ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος μαίνεται αδιάκοπος ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, ο δικηγόρος James Donovan προσλαμβάνεται από τη CIA για να προσφέρει τη βοήθειά του σε ένα ζήτημα εθνικού επιπέδου. Ένας Αμερικάνος πιλότος βρίσκεται εγκλωβισμένος στη Σοβιετική Ένωση, χωρίς να μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, οπότε ο Donovan θα βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις, θέτοντας σε κίνδυνο μέχρι και τη ζωή του. Ο Spielberg μαστορικά σκηνοθετεί την εποχή στην οποία η ταινία του διαδραματίζεται, όπως μόνο αυτός ξέρει, απεικονίζοντας το όλο κλίμα ξενοφοβίας με πειθώ. Επίσης, δε χρειάζεται να αναφερθούμε στο τιτάνιο εκτόπισμα του Tom Hanks που από μόνο του αρκεί για να «ανεβάσει» σημαντικά την ταινία. Αλλά σε πολιτικό επίπεδο παραμένουμε αναποφάσιστοι ως προς το αν πρόκειται περί ακριβούς τοιχογραφίας της εποχής που πραγματεύεται ή αν πρόκειται για μεγάλο κατάλοιπο μιας διάθεσης που αρχίζει να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Ωστόσο, σε μερικά σημεία απεικονίζει την αμερικάνικη παράνοια με τέτοιο τρόπο (πόσες φορές ακούγεται η λέξη «προδότης» και με πόση απάνθρωπη σιχασιά) που σχεδόν βεβαιωνόμαστε πως δεν τοποθετείται υπέρ της συγκεκριμένης πολιτικής, αλλά ίσως μια πιο προσεκτική δεύτερη θέαση με αφοσίωση στα υπόλοιπα κομμάτια της –τιτάνια διάρκεια γαρ- αποδείξει το αντίθετο.