2
Λίγο μετά τις δώδεκα ο Βαλάντερ ξεκίνησε να πάει στο αστυνομικό τμήμα. Όταν βγήκε στον δρόμο, έμεινε λίγο αναποφάσιστος αν θα έπρεπε να πάρει ή όχι το αυτοκίνητο. Αλλά άρχισαν να τον πλημμυρίζουν αμέσως οι τύψεις. Περπατούσε ελάχιστα. Εκτός αυτού ήταν σίγουρο πως η Λίντα θα στεκόταν στο παράθυρο και θα τον κοιτούσε. Αν έπαιρνε το αυτοκίνητο, θα του τα έψελνε. Άρχισε να περπατάει. Είμαστε σαν ζευγάρι παντρεμένο εδώ και χρόνια, σκέφτηκε.Ήείμαστε σαν ένας μεσήλικος αστυνομικός με μια υπερβολικά νεαρή σύζυγο. Παλιά ήμουν παντρεμένος με τη μητέρα της. Τώρα είναι σαν να ζούμε έναν παράξενο έγγαμο βίο, εγώ και η κόρη μου. Ευπρεπώς. Πάντα, ωστόσο, στο πλαίσιο ενός αμοιβαίου και μονίμως αυξανόμενου εκνευρισμού. Ο Μάρτινσον καθόταν στο γραφείο του όταν ο Βαλάντερ ανέβηκε στο ερημικό κτίριο της αστυνομίας. Όσο ο Μάρτινσον ολοκλήρωνε μια τηλεφωνική συνομιλία που φαινόταν να αφορά κάποιο εξαφανισμένο τρακτέρ, ο Βαλάντερ έριξε μια ματιά σε κάποιο καινούργιο διάταγμα που είχε έρθει από την Εθνική Αστυνομική Διοίκηση και ήταν πάνω στο γραφείο.
Αφορούσε τη χρήση σπρέι πιπεριού. Είχε χρησιμοποιηθεί πειραματικά στη νότια Σουηδία τον τελευταίο καιρό και, σύμφωνα με την αξιολόγηση που είχε γίνει, το όπλο αυτό απεδείχθη εξαιρετικό εργαλείο στην καταστολή βίαιων ατόμων. Ο Βαλάντερ ένιωσε ξαφνικά πολύ γερασμένος.Ήταν σχεδόν ανίκανος στη σκοποβολή και πάντα φοβόταν να εμπλακεί σε καταστάσεις όπου θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει αληθινά πυρά. Αυτό είχε συμβεί^ είχε πυροβολήσει και σκοτώσει έναν άντρα σε αυτοάμυνα πριν από αρκετά χρόνια. Ωστόσο δεν του άρεσε η ιδέα να διευρύνει το προσωπικό του. οπλοστάσιο με αυτά τα μικρά επιθετικά σπρέι. Γερνάω όλο και περισσότερο, ακόμα και σε σχέση με τον ίδιο μου τον εαυτό, σκέφτηκε. Γερασμένος για μένα τον ίδιο και γερασμένος για το επάγγελμά μου. Ο Μάρτινσον κοπάνησε το ακουστικό στη συσκευή και έσπρωξε πέρα την καρέκλα. Ο Βαλάντερ θυμήθηκε ξαφνικά τον νεαρό άντρα που είχε πρωτοξεκινήσει δουλειά στην αστυνομία του Ίσταντ πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ήδη τότε ο Μάρτινσον αμφέβαλλε αν έκανε για αστυνομικός. Σε αρκετές περιπτώσεις, στα χρόνια που πέρασαν, είχε αποφασίσει να φύγει από την αστυνομία. Αλλά πάντοτε έμενε. Τώρα δεν ήταν πια τόσο νέος. Ωστόσο δεν είχε πάρει κιλά όπως ο Βαλάντερ, αντιθέτως, είχε αδυνατίσει. Η μεγαλύτερη αλλαγή στον Μάρτινσον ήταν πως είχαν χαθεί τα πυκνά καστανά μαλλιά του και είχε αποκτήσει φαλάκρα με τα χρόνια. Ο Μάρτινσον τού έδωσε μια αρμαθιά κλειδιά. Ο Βαλάντερ πρόσεξε πως πολλά από τα κλειδιά ήταν παλαιού τύπου.
«Είναι ένας ξάδελφος της γυναίκας μου», είπε ο Μάρτινσον. «Είναι πολύ ηλικιωμένος, το σπίτι μένει άδειο, έφερνε αντιρρήσεις μέχρι την τελευταία στιγμή και δεν ήθελε να το πουλήσει. Αλλά τώρα τον έβαλαν σε γηροκομείο και συνειδητοποίησε ότι δε θα βγει ποτέ ζωντανός από εκεί μέσα.Μου ζήτησε πριν από καιρό να φροντίσω για την πώληση του σπιτιού. Είναι ώρα τώρα. Και σκέφτηκα αμέσως εσένα». Ο Μάρτινσον έδειξε τη φθαρμένη και ξεχαρβαλωμένη καρέκλα επισκεπτών. Ο Βαλάντερ κάθισε. «Σκέφτηκα εσένα για πολλούς λόγους», συνέχισε ο Μάρτινσον. «Από τη μια γνωρίζω ότι θέλεις ένα σπίτι στην εξοχή. Και από την άλλη παίζει ρόλο πού βρίσκεται το σπίτι».Ο Βαλάντερ περίμενε τη συνέχεια. Σκέφτηκε ότι ο Μάρτινσον είχε το κακό συνήθειο να πλατειάζει, να κάνει περίπλοκο αυτό που έπρεπε να είναι απλό στην εξήγησή του.
«Το σπίτι βρίσκεται στη Βρετσβέγκεν της κοινότητας Λέντερουπ», συνέχισε ο Μάρτινσον. Ο Βαλάντερ ήξερε τι έλεγε οΜάρτινσον. «Ποιο σπίτι είναι;» «Αυτός που το πουλάει λέγεται Καρλ Έρικσον». Ο Βαλάντερ σκέφτηκε για λίγο. «Ήταν αυτός που είχε ένα σιδηρουργείο δίπλα στο βενζινάδικο κάποτε;»
«Ακριβώς».
Ο Βαλάντερ σηκώθηκε και πήρε τα κλειδιά. «Πέρασα αρκετές φορές από αυτό το σπίτι. Ίσως να βρίσκεται πολύ κοντά στο μέρος όπου έμενε ο πατέρας μου για να το ευχαριστηθώ».
«Πήγαινε και ρίξε μια ματιά».
«Τι ζητάει γι’ αυτό;»
«Το θέμα της τιμής το άφησε σ’ εμένα. Αλλά επειδή τα χρήματα θα πάνε στη γυναίκα μου, πρέπει να ζητήσω μια τιμή κοντά στην αξία πώλησης της αγοράς».
Ο Βαλάντερ σταμάτησε στην πόρτα.Ξαφνικά δίστασε. «Δεν μπορείς δηλαδή να μου δώσεις μια τιμή κατά προσέγγιση; Δε νομίζω ότι έχει νόημα να πάωεκεί πέρα και να δωένα σπίτι που ούτε στο όνειρό μου δε θα μπορούσα να αγοράσω». «Πήγαινε, σου λέω», επέμεινε ο Μάρτινσον. «Βγαίνεις οικονομικά. Αν θέλεις».
Το τρίτο και τελευταίο μέρος στην επόμενη σελίδα