I
Πω, πω, τι κρύο κάνει…
επάγωσαν οι μάσκες στις βιτρίνες∙
ένα τριμμένο ντόμινο πώς να ζεστάνει
την καρδιά μου την άδεια σαν κι εκείνες;
Είχα μι’ αγάπη που πάει να σβήσει –
δε θα μπορούσε ακόμα να κρατήσει;
Αύριο θά ’χουμε Άνοιξη κι Απρίλη
κι εμείς δε θά ’μαστε ούτε φίλοι…
Ήταν γραφτό της όμως να πεθάνει
μέσα στην παγωμένη Αποκριά,
έτσι απ’ το κρύο, όπως μια γριά
που δεν υπάρχει τίποτε να τη ζεστάνει…
ΙΙ
Όλο βροχές Αποκριές,
ντόμινα μαύρα σα γριές,
και φθισικοί πιερότοι,
γεροντοκόρη νιότη.
Στους δρόμους πανηγύρι,
κι από το κοιμητήρι
φωνάζουν οι καμπάνες
τις πονεμένες μάνες.
Αχ, η ζωή είναι λίγη
κι είν’ η χαρά μεγάλη