Α Ν Τ Ι Κ Ρ Υ Σ Τ Ο Ν Κ Η Π Ο
του Τέλλου Άγρα
Τί νύχτα ημερινή στον κόσμο! Από λιθάρι
λιθάρι, μες στο δρόμο, να ’βγω να ξεκρίνω…
Βιολέτα μοναχή, στο δρόμο, το φεγγάρι.
Κι αγέρι σιγανό φυσά από μαντολίνο.
(Κι είναι σαν τ’ όργανο, που ημέρα-μεσημέρι
τα σπιτικά πουλιά στα κλουβιά ξετρελαίνει·
γυμνή καρδιά είναι τούτο που χτυπά, όχι χέρι!
Γυμνή καρδιά, απ’ το στίχο μας για πάντα ξένη.)
Κι ακρινά στον αντρέ, χλωρός κάθεται τοίχος,
από φύλλα, από αγκάθια, τοίχος και φεγγάρι
–βέργες πίσω άπ’ τις βέργες, κι όλο βέργες, δίχως
Σειρά και ξεπλεγμό, κλωνάρι, άλλο κλωνάρι,
κορμός κρύβει κορμό, κι άλλος πιο πίσω στέκει,
κλωνιά, ριχτά έναν κύκλο, από κορμό τριγύρω, ξερά κλαδιά αγκαλιές, μύτες χλωρές παρέκει,
κι αγκάθια, και φεγγάρι, γιασεμιά, και μύρο….
Να, η πύκνα ομίλησε, με τ’ αγεριού τα χνώτα,
Στα πίσω του αλλουνού σπιτιού, ο κισσός σαλεύει
–αγκάλη που έζωσεν αγαπημένα νώτα,
κι αχείλι, όπου σ’ αυτί και σε λαιμό κατέβη…
Μοναχός μου –κι οι γλάστρες στα πεζούλια απάνω
κι η στενή τούτη η πλάνη, αντίκρυ μου, η χλομή,
–μια να την κατοικώ και μια να τηνε χάνω,
να χάνομαι απ’ αγάπη κι από γιασεμί…