—
Α Ν Α Δ Υ Ε Σ Α Ι
του Ε.Χ. Γονατά
—
Αναδύεσαι. Τα σκοινιά που σε βαστούσαν στο βράχο τα ‘φαγε το κύμα, η προσευχή του κάβουρα και οι στεναγμοί των πνιγμένων. Ταξιδεύεις στις θάλασσες. Ο άνεμος σου δίνει κάθε τόσο μια, θέλοντας να σε καταποντίσει. Χάνεσαι· σε λίγο πάλι αναδύεσαι μέσ’ από τ’ αφρολούλουδα.
Έρχεσαι συχνά όταν είναι γαλήνη κάτου απ’ τα παράθυρά μου. Δε μπόρεσα όμως ποτέ να ξεχωρίσω καλά τη μορφή σου. Αλλά έρχεσαι και με τη θύελλα.
Είσαι νησί από ελαφρόπετρα ή μήπως ναυάγιο από ανάμνηση;