t1

Ο Ρόμπερτ Τάουν, του οποίου το Τεκίλα Σανράιζ γιορτάζει 25 χρόνια τη Δευτέρα, δεν είναι ένας απλός γραφιάς. Γνωστός κυρίως για τη δουλειά του στο σενάριο του Τσάιναταουν (1974), το μνημειώδες αστυνομικό θρίλερ του Ρομάν Πολάνσκι, ο Ρόμπερτ Τάουν είναι ένας απ’ τους παραγωγικότερους γραφιάδες που έχουν περάσει απ’ την τενεκεδούπολη του Χόλιγουντ. Τα σεναριογραφικά του credits μπορεί να μην είναι τόσο βαρύγδουπα (εκτός απ’ το Τσάιναταουν και το άτυχο sequel του, μόνο οι δυο πρώτες Επικίνδυνες Αποστολές του Τομ Κρουζ μπορούν να θεωρηθούν μεγάλα σουξέ), όμως η δουλειά που έχει κάνει σε χτένισμα, βελτίωση και ξαναγράψιμο σεναρίων άλλων, είναι τεράστια.

Απ’ το κλασικό Μπόνι και Κλάιντ (1967) στην Υπόθεση Πάραλαξ (1974), από τον Νονό (1972) στο 8 Εκατομμύρια Τρόποι να Πεθάνεις (1986) κι απ’ το Ανθρωποκυνηγητό (1976) στο Φράντικ (1988), ο Ρόμπερτ Τάουν δούλεψε με μερικούς απ’ τους μεγαλύτερους, επιδραστικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του, και βοήθησε να καθοριστεί η εικόνα του κυνηγημένου αντιήρωα, ο συναισθηματισμός του κοινωνικού απόκληρου κι ο τρόπος που μεταλλάχθηκε στις δεκαετίες, η πεζοδρομιακής αιχμηράδας χρήση της γλώσσας στις ατάκες που εκτοξεύονται σαν από περίστροφα και χτυπάνε πιο βαθιά κι από τις σφαίρες.

Μετά την επιτυχία του στα σενάρια και τις ταινίες άλλων, όπως ήταν φυσικό, θέλησε να κάνει και μερικές δικές του. Στην πρώτη του, το Personal Best (1982), για ένα μάτσο αθλήτριες που τρώνε τα συκώτια τους για να μπορέσουν να μπουν στην αμερικανική ομάδα στίβου για τους θερινούς Ολυμπιακούς του ‘80 στη Μόσχα και μετά τρώνε το πακέτο του μποϋκοτάζ απ’ τη χώρα τους, δεν θα σου έκανα καν αναφορά, αν δεν ήταν γι’ αυτήν την απίστευτη ελληνική μετάφραση του τίτλου ως Κάψα στα Κορμιά. Αυτή η μετάλλαξη του πρώτου σόλο (μελο)δράματος του Τάουν σε σοφτ πορνό προς άγρα πελατών, που συνηθιζόταν τότε απ’ την ελληνική διανομή, αξίζει μιας μνείας από μόνη της.

Όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες, πλασαρισμένη ως έντονο αστυνομικό θρίλερ με μπόλικη δράση και μεγάλα ονόματα, το κοινό πέταξε τη σκούφια του γεμίζοντας τα ταμεία με πάνω από $100 εκατομμύρια σε εισπράξεις, αλλά η κριτική δεν ήταν και τόσο ενθουσιώδης.

Εντάξει, υπάρχει κι ένας άλλος λόγος να την αναφέρει κανείς, μιας και όταν ο Τάουν είχε τελειώσει τα γυρίσματα για την Κάψα, η Warner Bros, που έκανε την παραγωγή, τον άφησε ξεκρέμαστο στο post production, με αποτέλεσμα με τον παραγωγό του, τον Τομ Μάουντ, να καταφέρουν να αποσπάσουν απ’ την εταιρεία έναν διακανονισμό όπου ο Τάουν θα βολευόταν με 2μιση εκατομμύρια δολάρια και η εταιρεία θα αναλάμβανε την παραγωγή της επόμενης ταινίας που θα έγραφε, παραχωρώντας του και την σκηνοθεσία. Η επόμενη ταινία που έγραψε λοιπόν, ήταν το Τεκίλα Σανράιζ. Όχι και το πιο εύκολο πρότζεκτ.

Ένα μείγμα ρομάντζου, δράματος και μυστηρίου, ένα αστυνομικό θρίλερ με στοιχεία ερωτικού δράματος και αλληλοαποκλειόμενων τριγώνων πάθους και φιλίας, το Τεκίλα Σανράιζ ήταν η ιστορία του Νικ και του Μακ, ενός μπάτσου κι ενός ναρκέμπορου, δυο παλιόφιλων απ’ το σχολείο, που έρχονται ξανά αντιμέτωποι, όταν ο πρώτος ανεβαίνει στην ιεραρχία κι αναλαμβάνει να καθαρίσει την πόλη του απ’ τα ναρκωτικά, κι ο δεύτερος, παρ’ ότι θεωρητικά συνταξιοδοτημένος, τραβιέται πάλι μέσα στο παιχνίδι, γιατί όπως γίνεται συνήθως στα νουάρ, τα πλοκάμια του υποκόσμου δεν σε αφήνουν να ξεφύγεις εύκολα. Και μέσα σ’ όλο αυτό, η Τζο Αν, μια θελκτική ιδιοκτήτρια πετυχημένου εστιατορίου, να ανακατεύει συνεχώς δυναμικές κι ισορροπίες, σα να ήταν μια απ’ τις μακαρονάδες που σερβίρει.

Πρακτικά γραμμένο για να φέρει στη μεγάλη οθόνη έναν μεγάλο κινηματογραφικό αστέρα κι ένα μεγάλο εξωκινηματογραφικό όνομα, στα πλαίσια του gimmick που διευρύνει κατά το δυνατόν περισσότερο το κοινό που μπορεί να μαζέψει η ταινία, το Τεκίλα Σανράιζ είχε για μοντέλο του Νικ, τον τότε προπονητή των LA Lakers, τον Πάτ Ράιλι. Έναν τύπο που ντυνόταν με ακριβά κοστούμια και κολλούσε τα μαλλιά του στο κρανίο, γεμίζοντας authority το γήπεδο κι αδιαφιλονίκητη φινέτσα. Στον δε ρόλο του Μακ, ο Τάουν ονειρευόταν την σκληροτράχηλη μουτσούνα του Χάρισον Φόρντ.

t2

Η χολιγουντιανή ιστορία έγραψε ότι Ράιλι δεν ενδιαφερόταν να γίνει σταρ του σινεμά, ενώ ο Χάρισον Φορντ, που είχε ενδιαφερθεί για το πρότζεκτ όταν του το είχε αναφέρει ο Τάουν στα γυρίσματα του Φράντικ, τελικά αποσύρθηκε, εκφράζοντας προσωπικές επιφυλάξεις για τον χαρακτήρα του ναρκέμπορα. Πιθανόν τις ίδιες επιφυλάξεις που ένιωσε κι η Warner κι αποσύρθηκε (ξανά) απ’ την παραγωγή, όταν συνειδητοποίησε ότι ο Τάουν ήθελε έναν πρώην κακοποιό να αναδεικνύεται ο καλός της υπόθεσης, και τα κεφάλια του νόμου (FBI και εισαγγελία), να είναι οι αντίπαλοι.

Έτσι, κι αφού πέσαν στο τραπέζι ονόματα σαν των Νικ Νόλτε και Τζεφ Μπρίτζες (κολλητών εκείνη την εποχή) ή και του Άλεκ Μπάλντουιν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η ταινία κατέληξε να έχει στο τρίο των ερμηνειών της την Μισέλ Πφάιφερ, με την πιο 090 φωνή της καριέρας της να ανεβάζει σε άλλο επίπεδο τις υποκλοπές συνομιλιών που έστηναν οι διωκτικές αρχές, τον Μελ Γκίμπσον, που είχε ήδη τσακίσει ταμεία με το πρώτο Φονικό Όπλο (1987), κι είχε δει ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβάται τους διφορούμενους χαρακτήρες και τον Κερτ Ράσελ να μη χαλιέται καθόλου με τα ακριβά κοστούμια του ρόλου του, που έλεγε ότι «είχε ακριβώς το σωστό λουκ, γιατί εξέφραζε μια αλαζονική αυτοπεποίθηση, χωρίς να γίνεται προσβλητικός».

Όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες, πλασαρισμένη ως έντονο αστυνομικό θρίλερ με μπόλικη δράση και μεγάλα ονόματα, το κοινό πέταξε τη σκούφια του γεμίζοντας τα ταμεία με πάνω από $100 εκατομμύρια σε εισπράξεις (νούμερο που την έκανε μια απ’ τις επικερδέστερες επιτυχίες της εποχής, μιας και κόστισε οριακά πάνω από $20 μύρια για να φτιαχτεί), αλλά η κριτική δεν ήταν και τόσο ενθουσιώδης. Προφανώς με ηθοποιούς γνωστούς για τους ριψοκίνδυνους ρόλους τους (ο Κερτ Ράσελ είχε φτιάξει το όνομά του με τον χαρακτήρα του Σνέικ Πίλσκεν και ο Μελ Γκίμπσον ήταν ο Μαντ Μαξ, για όνομα του Θεού), και τον Ρόμπερτ Τάουν να παίζει ακριβώς στο κινηματογραφικό είδος για το οποίο ήταν γνωστός ότι μπορούσε να κάνει παπάδες, μάλλον περιμέναν κάτι πολύ πιο σκοτεινό να κρύβεται πίσω απ’ τα ηλιόλουστα πλάνα της Καλιφόρνια, που είχε στήσει για τον Τάουν ο δ/ντης φωτογραφίας του, Κόνραντ Χωλ.

Ένα μείγμα ρομάντζου, δράματος και μυστηρίου, ένα αστυνομικό θρίλερ με στοιχεία ερωτικού δράματος και αλληλοαποκλειόμενων τριγώνων πάθους και φιλίας.

Σίγουρα, το Τεκίλα Σανράιζ έχει μερικά υπέροχα πράγματα να έχεις να θυμάσαι, ακόμη κι αν δεν προχωρήσεις και πολύ πιο κάτω απ’ την πρώτη της ανάγνωση. Για παράδειγμα, ο Κερτ Ράσελ έχει με την Μισέλ Πφάιφερ μια σκηνή πρώτου φιλιού, που ακόμη κι ο πιο μάτσο απ’ τους άντρες δικαιούται να ονειρεύεται να ζήσει, χωρίς να τον παρεξηγήσεις για ρομαντικό φλωράκο. Το να βλέπεις, δε, την Πφάιφερ, να σερβίρει παιδικό πάρτι σε beach house με τον ήλιο ντάλα, φορώντας ατσαλάκωτη ταγερούμπα από ύφασμα καναπεδί, ως απόλυτη 80s κυριούλα, έχει το δικό του camp value.

Στον δε Γκίμπσον, ο Τάουν στήνει ίσως το καλύτερο καδράρισμα που έχουν κάνει ποτέ στον ηθοποιό, όταν Μακ και Τζο Αν κάνουν το πρώτο ξεκαθάρισμα της σχέσης τους, μ’ ένα πράσινο κομμάτι ύφασμα κρεμασμένο λίγα μέτρα πίσω απ’ το κεφάλι του ηθοποιού, να κάνει τα γαλαζοπράσινα μάτια του να λαμπυρίζουν σαν πετράδια. Μια από ‘κείνες τις σκηνές, που σε κάνουν να αναπολείς τις εποχές που οι σκηνοθέτες αγαπούσαν αρκετά τους αστέρες τους, για να αναδεικνύουν το σεξ απίλ τους, χωρίς απαραίτητα να τους δείχνουν να επιδεικνύουν το άτριχο και γυαλιστερό γυμνασμένο στέρνο τους σε αργή κίνηση, ας πούμε.

Όχι ότι δεν έχει και το μερίδιό της από σάρκα η ταινία: Γκίμπσον και Πφάιφερ μοιράζονται εκείνη την αξέχαστη αχνιστή ερωτική σκηνή, στο τζακούζι που είχε στηθεί τσάτρα-πάτρα στα γυρίσματα, και δεν είχε χλωριωθεί σωστά, με αποτέλεσμα οι δυο ηθοποιοί μαζί με τους ντουμπλέρ τους, να γεμίζουν εξανθήματα και να μπλοκάρουν την παραγωγή μέχρι να συνέλθουν! Άσε δε για το απίστευτο support απ’ τον Ραούλ Τζούλια, που κρατάει κομβικό ρόλο στην ταινία, και όχι μόνο κλέβει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του Ράσελ στην ελαχιστομικρότατη πρώτη σκηνή που μοιράζονται, αλλά καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή σου απ’ τον μαγνητισμό του Γκίμπσον, καλύτερα απ’ ότι το κάνει κι η ίδια η Πφάιφερ.

t3

Αυτό όμως που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ταινία, είναι ακριβώς το πώς το σενάριο του Τάουν, ενώ σε μπάζει στην αστυνομική ιστορία του αφήνοντας υποσχέσεις για νεονουάρ ηθικές αναμετρήσεις σκληροτράχηλων αντρών σε λαβυρινθώδεις ανατροπές χαρακτηρολογίας και πλοκής, πριν το καταλάβεις, σού αποκαλύπτει ότι στην καρδιά της ιστορίας του κρύβει ένα μελιστάλαχτο ρομάντζο. Κι όπως η πλοκή περιστρέφεται και ανατρέπεται και κάνει τούμπες γύρω και πάνω απ’ τον εαυτό της, έτσι κι η θεματική της ταινίας αλλάζει απροειδοποίητα και το Τεκίλα Σανράιζ μετατρέπεται από buddy movie σε ρομάντζο, σε αστυνομικό μυστήριο και πίσω σε μελόδραμα με σουρεάλ πινελιές και μελαγχολικές αποχρώσεις.

Γυρισμένο σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό ενός εστιατορίου, επικεντρωμένο σε έναν αντιήρωα που παλεύει να διατηρήσει την αποστασιοποίηση του από έναν πόλεμο που γίνεται γύρω του, ενώ την ίδια ώρα προσπαθεί να κερδίσει την στοργή μιας σαγηνευτικής ξανθιάς που έχει δώσει την καρδιά της σε έναν τρίτο, το Τεκίλα Σανράιζ έχει περισσότερες από μία ομοιότητες με ένα άλλο, πολύ συγκεκριμένο, εικονικό νουάρ: «Ο Ρόμπερτ ήθελε μια ρομαντική ταινία, κι εγώ φυσικά ήθελα να του την δώσω. Ο Ρόμπερτ είναι καταπληκτικός αφηγητής. Σου παρουσιάζει μια συγκεκριμένη ιστορία κι ένα πλαίσιο, βάζει σε κίνηση τους δημιουργικούς σου χυμούς και σε αφήνει να του το επιστρέψεις όλο αυτό με τις κατάλληλες εικόνες. Κατάλαβα ότι αυτό που ήθελε, ήταν μια ταινία στους τόνους της Καζαμπλάνκα», είχε πει αργότερα ο Κονραντ Χωλ, που κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ για τη δουλειά του σ’ αυτήν την ταινία.

Όπως στην Καζαμπλάνκα, αυτό που προχωράει την ταινία, είναι κάτι παραπάνω απ’ την αστυνομική ιστορία, τις συνεχείς τις ανατροπές μέχρι να φτάσεις στο φινάλε, και τους επαναπροσδιορισμούς των σχέσεων των αντρών πρωταγωνιστών κι ανταγωνιστών –αν και η αγνή ομορφιά της σκηνής τους στις κούνιες, με το κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα πίσω τους, να μετατρέπει τους δυο άντρες σε κατάμαυρες σιλουέτες, και τα κρυμμένα χαρακτηριστικά τους να τούς επιτρέψουν να αποκαλύψουν την αλήθεια των χαρακτήρων τους, αυτή η σκηνή είναι ικανή από μόνη της, να σε βάλει να ξαναδείς την ταινία με του που θα την τελειώσεις.

Όλο το σενάριο του Τάουν, μια πολύ πιο φινετσάτη κατασκευή απ’ ότι σε αφήνουν να συνειδητοποιήσεις οι διάφορες αφηγηματικές συμβάσεις που αποδέχεται για να εξασφαλίσει την βιωσιμότητα της ταινίας του, όλη του η ιστορία είναι στημένη γύρω απ’ τις συνεχείς εναλλαγές του κέντρου βάρους των τριγώνων των σχέσεων των ηρώων του. Ο Νικ κι ο Μακ, ο Μακ κι η Τζο Αν, η Τζο Αν κι ο Νικ, και πάλι απ’ την αρχή. Μια διαρκής εναλλαγή παρτενέρ σ’ ένα ερωτικό βαλς, στις περιστροφές του οποίου μπλέκονται τα νήματα της πλοκής, δημιουργώντας αυτό το περίτεχνο κουβάρι ενός σεναρίου, που όσο περισσότερο ασχολείσαι μαζί του, τόσο περισσότερα πράγματα ανακαλύπτεις. Σαν ένα κοκτέηλ, που αλλάζει χρώματα και γεύσεις ενώ το πίνεις, χωρίς να χάνει την ικανότητά του να σε κοπανήσει στο δόξα πατρί όταν φτάσεις στην τελευταία του γουλιά. Ή, απλώς, να σου χαρίσει εκείνο το γλυκό μπαζ, που θα θέλεις να επισκεφτείς ξανά και ξανά. Κάπως σαν τα 80s τα ίδια, δηλαδή.