Αξίζει κάποια μέρα να βγείτε για μια μπίρα με τον Άρη Μπινιάρη ώστε να σας διηγηθεί την ιστορία του. Πώς οικοδόμησε όλη αυτή τη σχέση με το θέατρο. Πώς διάβαζε στο Αθηνόραμα για την τεράστια επιτυχία της πρώτης του παράστασης (Θείο Τραγί) την ώρα που δούλευε εργάτης στα φωτοβολταϊκά. Ή πως πέρναγε από τον κόσμο της «κουλτούρας» σε αυτόν της βιοπάλης ως ψήστης σε μεγάλη αλυσίδα φούρνων. «Το έκανα αυτό γιατί δεν μπορούσα αφενός να εξαρτιέμαι από το θέατρο και για να διατηρήσω τις ελευθερίες μου», το εξηγεί όλο μέσες άκρες. Αυτές τις μέρες, όμως, ασχολείται με τις Βάκχες που παίζονται ήδη στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μιλήσαμε λίγο πριν την πρεμιέρα για τη σχέση των τωρινών με τους αρχαίους Έλληνες, για το έργο φυσικά και για την μουσική φόρμα που χρησιμοποιεί στη δουλειά του, όπου το μουσικό στοιχείο παίζει πρωταρχικό ρόλο.
Τι τρέχει μέσα στο μυαλό, μια μέρα πριν από την πρεμιέρα; Υπάρχουν δημιουργικά άγχη, αγωνίες, προσμονή, το να το αποδεχθεί ο κόσμος θα μας ικανοποιήσει πάρα πολύ. Κυρίως να μην πάνε χαμένοι οι κόποι μας.
Πώς και είναι 75 λεπτά η παράσταση απ’ τη στιγμή που αν δεν κάνεις τρεισήμισι ώρες δε θεωρείσαι πλέον δημιουργός; Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό ανάλογα με το τι κάνεις να είναι και η διάρκεια. Εμάς τώρα είναι ένα θέαμα, με ισχυρές εντάσεις και δέκα ηθοποιούς πάνω στη σκηνή όλη την ώρα. Αν ήταν παραπάνω μπορεί να μπούκωνε. Οπότε βρήκα αυτό που ήταν να ειπωθεί, στον χρόνο που είναι να ειπωθεί. Θεωρώ ότι ο χρόνος στο θέατρο και στη ζωή γενικά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πολυτέλεια οπότε είναι καλό να τον αξιοποιούμε στον βαθμό που χρειάζεται. Ο σύγχρονος θεατής έχει μάθει σε πολύ γρήγορες ταχύτητες, λόγω κινηματογράφου, τηλεόρασης και φυσικά λόγω ίντερνετ. Οπότε είναι ζητούμενο να τον συντονίσεις σ’ έναν πιο γρήγορο ρυθμό.
Ταιριάζει και στις Βάκχες. Ειδικά σε αυτό που κάνουμε που είναι η αναπαράσταση του κανονικού έργου. Σαν μια παραβολή.
«Χριστιανικά» την εννοείς την παραβολή; Όχι. Η ιδέα είναι ότι βρισκόμαστε σε ένα θέατρο κλειστό, όπου προστάτης του είναι ο θεός Διόνυσος, που είναι και ο πρωταγωνιστής της παράστασης στην οποία παίζουμε. Κάναμε μια σύνδεση ότι βρισκόμαστε στον οίκο του θεού, σ’ έναν ιερό χώρο, οπότε δε θα δει ο θεατής ανοίγοντας τη σκηνή την αναπαράσταση του θηβαϊκού τοπίου, αλλά θα δει έναν «δικό μας ιερό χώρο», που θ’ αναπαραστήσουμε μέσα από μία τελετή μουσικοθεατρική, την ιστορία για τα πάθη του θεού αυτού, όπου είναι η ιστορία των Βακχών. Δηλαδή, όπως στην εκκλησία ή σε άλλες θρησκείες, μέσα στον χώρο του Θεού ο ιερέας ως μύστης αφηγείται τα πάθη του Θεού, έτσι κι εμείς μέσα στο θέατρο, στον οίκο του Διονύσου που είναι το θέατρο, αφηγούμαστε μία ιστορία σε σχέση μ’ αυτόν.
Πάντως στις Βάκχες μπορείς να βρεις αρκετά στοιχεία χριστιανικά με την έλευση ενός νέου θεού με τη μορφή του Διονύσου. Βέβαια. Εμείς όμως δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με τον χριστιανισμό, εστιάσαμε στο ότι το νέο που φέρνει αυτός ο θεός δεν είναι και τόσο νέο, αλλά κάτι που είναι ξεχασμένο και έρχεται να ξαναμπεί στις ζωές των ανθρώπων. Ότι αυτό που φέρει αυτός ο Θεός είναι η επαφή με τα ένστικτα τα οποία είναι ζωογόνα, άρα μας φέρνουν σε επαφή με την πρωταρχική χαρά των πραγμάτων, με την ηδονή που συνεπάγεται τον έρωτα, την ερωτική πράξη, και μέσα απ’ αυτό προκύπτουν οι νέες γεννήσεις.
Επειδή έχεις ασχοληθεί με το αρχαίο δράμα, πιστεύεις ότι ήταν συντηρητικοί ή όχι οι αρχαίοι με την έννοια που το εννοούμε σήμερα; Όχι απλά δεν ήταν, αλλά και οι ποιητές οι ίδιοι είχαν τέτοια τόλμη που και για ‘μένα ο βασικός λόγος που συνεχίζω να ασχολούμαι με το αρχαίο δράμα είναι ακριβώς αυτός, το ότι θέλω να συντονιστώ μέσα από τα έργα τους με αυτή τη τόλμη που είχαν. Δηλαδή, στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονταν την παράδοση ή τους μύθους, δεν είχαν το άβατο που συναντάμε σήμερα που για παράδειγμα ό,τι είναι αρχαιοελληνικό δεν πρέπει ν’ αναθεωρείται ή απαγορεύεται να συνδιαλέγεσαι μαζί του.
Πάντως εσύ προσπαθείς με τον τρόπο σου ν’ ανανεώσεις τον τρόπο που παρουσιάζεται η τραγωδία. Μπορεί να πει κανείς ότι είσαι κατά μια έννοια ανανεωτής. Τώρα όπως καταλαβαίνεις αυτό δεν απαντιέται. Τι να σου πω; Μπορώ να σου απαντήσω ως θεατής ότι μ’ ενδιαφέρει να βλέπω παραστάσεις και έχω δει δείγματα συναδέλφων, που έχουν πραγματικά την τόλμη να δοκιμάσουν, να συσχετιστούν οι ίδιοι με αυτό που φέρει ως νόημα το έργο.
Εσένα πώς σου ήρθε η ιδέα να τα κάνεις όλα συναυλία; Έχεις φοβηθεί μπας και εγκλωβιστείς στη φόρμα σου; Από τότε που ξεκίνησα να κάνω θέατρο, η μουσική έπαιζε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στις παραστάσεις. Επειδή άκουγα πάρα πολλή, και συνεχίζω ν’ ακούω, αποκωδικοποιούσα το θέατρο κυρίως μέσα από την ακοή. Πάντα μια παράσταση ηχούσε στα αυτιά μου ρυθμικά με δυναμικές, με εντάσεις, σαν ένα ενιαίο μουσικό κομμάτι. Μετά το «Θείο Τραγί», όλο αυτό έγινε πολύ πιο καθαρό και συνειδητό.
Στο «Θείο Τραγί» δηλαδή πώς σου ήρθε; Ένα βράδυ ακούγοντας Screaming Jay Hawkins. Αρχικά είχα αρχίσει να την κάνω μόνος μου την παράσταση ως solo performance και μετά ακούγοντας ένα φοβερό κομμάτι, συνειδητοποίησα ότι μπορεί να βγει αυτή η παράσταση με μια μπάντα. Από κει και πέρα είδα ότι αυτό είναι συνεπές δραματουργικά με το περιεχόμενο και άρχισε να κολλάει με τις άλλες παραστάσεις που έκανα. Ας πούμε στους «Πέρσες», είχε το συναυλιακό, αλλά δεν ήταν ροκ. Συνέχιζε, όμως, να υπάρχει αυτή η δυναμική. Όταν μου μιλάνε για μέθοδο ή κάτι τέτοιο, με τρομάζει λίγο όλο αυτό. Διακρίνω κάτι θνησιγενές. Δεν υπάρχει μια αγωνία καθιέρωσης ως φόρμα, απλά, μου ταιριάζει με αυτά που γίνονται. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσα να ασχοληθώ με μπαγλαμά, μπουζούκι ή ποντιακή λύρα.
Πάντως αν κάποιος κάνει κάτι καλά, πιστεύεις ότι πρέπει να προσπαθεί να το τελειοποιήσει ή υπάρχει ο τρόμος της μανιέρας; Άμα κάτι λειτουργεί δεν χρειάζεται να το αλλάξεις. Για μένα έχει πάντα να κάνει και με το έργο. Στις «Βάκχες» έπαιρνε να βάλουμε ροκ μουσική. Στους «Πέρσες» αντλήσαμε από την σούφικη παράδοση. Είμαι πιο πολύ στο τι θες να κάνεις την στιγμή που θες να το κάνεις και τι σου ταιριάζει πιο πολύ με την παράσταση. Αλλά, γενικά κι εγώ είμαι της άποψης ότι αν κάτι λειτουργεί, δεν χρειάζεται να μπεις στην παγίδα ότι πρέπει σώνει και ντε να αλλάξει κάτι.
Διαβάζοντας λίγο το βιογραφικό σου, που είναι και εκτενές, κάνει μεγάλη εντύπωση σε κάποιον ότι έχεις παλέψει πολύ στο θέατρο του δρόμου, ρίσκαρες πολύ και φαίνεται ότι οι κόποι ενός ανθρώπου πάνω σε ένα αντικείμενο σε έφεραν σε έναν μεγάλο οργανισμό, όπως είναι η Στέγη. Πού πιστεύεις ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση; Το να μπορείς στον δρόμο να πεις στον περαστικό δες εδώ τι κάνω τη στιγμή που πάει στο μανάβικο ή στην καφετέρια ή το να μπεις κάπου που να λένε «κοίτα αυτός κάνει Στέγη», είναι καλός, άρα υπάρχουν, αν θες, και πιο ψηλές προσδοκίες από τον καλλιτέχνη; Προσπαθώ πάντα να κοιτάω τι είναι για μένα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή πρόκληση. Μπορεί μετά από κάποια χρόνια πρόκληση να είναι το να κάνω πάλι θέατρο δρόμου. Όταν έκανα θέατρο δρόμου με γοήτευε πάρα πολύ η διαδικασία του να βγαίνουμε έξω, να μην είναι δεδομένο ότι ο θεατής θα έρθει να σε δει, ότι θα κάτσει να σε παρακολουθήσει και ότι θα πληρώσει στο τέλος. Αυτό με γοήτευε πάρα πολύ. Το θεωρούσα προκλητικό και δουλέψαμε πάρα πολύ με μια ομάδα για να πετύχουμε κάποια πράγματα, σε όλες τις μορφές του θεάτρου δρόμου.
Θα πρέπει αυτός που θα περάσει και θα τύχει να δει ένα πεντάλεπτο θα πρέπει να του αρέσει. Τώρα που το συζητάς, μου έρχεται η πρώτη ερώτηση που μου έκανες για τον χρόνο. Μου έχει μείνει αυτό ότι όντας μέσα στον εσωτερικό χώρο, να υπάρχει μια διαχείριση χώρου για να τον κρατήσει τον άλλο όλη την ώρα σε μια ζωντάνια.
Τί έχεις κρατήσεις πια από αυτή την εμπειρία και τι έχεις πετάξει από την εμπειρία του θεάτρου δρόμου; Έχω κρατήσει την διαχείριση του χρόνου, την ετοιμότητα, την πίστη στα ερμηνευτικά εργαλεία του performer. Φωνή, κίνηση, ρυθμός, τραγούδι, χορός, τα πάντα. Έχω κρατήσει την αμεσότητα που υπήρχε. Ήταν ταυτόχρονα για μένα και η εκπαίδευσή μου, μην πηγαίνοντας στην δραματική σχολή. Τα ταξίδια που γίνονταν, το ότι φτιάχναμε δικές μας παραστάσεις, δεν κάναμε έργα. Αυτό που άφησα, ήταν ότι κάποια στιγμή αυτό όλο άρχισε να έχει μια διάχυση, μια πολύ μεγάλη κούραση και μια αβεβαιότητα. Το να πρέπει μονίμως να εξαρτάσαι από το τι θα γίνει, από την τύχη. Στην ηλικία που το έκανα ήταν για μένα το καλύτερο πράγμα που μπορούσε να γίνει εκείνη την στιγμή. Δεν σου κρύβω ότι μέσα από ένα άλλο πλαίσιο με γοητεύει. Ποτέ δεν ξέρεις μήπως ξαναγυρίσω αλλά να έχει ένα πιο σίγουρο πλαίσιο.
Τώρα πως σου φαίνεται που συνεργάζεσαι με ανθρώπους που έχουν υπηρετήσει για χρόνια το ελληνικό θέατρο όπως η Καραμπέτη, ο Λούλης και η Σαουλίδου; Μετά το «1821» ένιωσα την ανάγκη ν’ ανοίξει λίγο η δουλειά με άλλους ηθοποιούς και με άλλους συντελεστές. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του ανοίγματος, βρήκα ως αφορμή τις προτάσεις που είχα κάνει στον ΘΟΚ, στο Φεστιβάλ Αθηνών και στη Στέγη για να γνωρίσω κόσμο. Με ανθρώπους που ήδη εκτιμούσα τη δουλειά τους χωρίς να τους γνωρίζω προσωπικά.
Σαν λαός έχουμε σχέση με αυτόν που περιγράφουν οι αρχαίες τραγωδίες; Καμία σχέση. Αν σκεφτείς το γεγονός ότι όταν έγινε η περσική εισβολή πήραν τα όπλα και πήγαν να τους περιμένουν στην ακρογιαλιά. Νομίζω, ότι, δυστυχώς δεν έχουμε καμία σχέση.
Ήμασταν άλλο μέγεθος τότε όμως. Ήταν διαφορετική η θέση μας στον τότε κόσμο. Εγώ και υπαρξιακά αν θες δεν μπορώ να μη ζηλέψω τη στιγμή που ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο, που όταν κάτι έρχεται να σε ισοπεδώσει, εσύ στέκεσαι απέναντι για ν’ αναμετρηθείς μαζί του. Εγώ εστιάζω στη θέση, συμβολικά, στο αρχέτυπο του πολεμιστή που οριοθετεί ένα χώρο, όχι με την έννοια της απομόνωσης αλλά της ύπαρξης. Με αυτή την έννοια το λέω ότι απέχουμε πάρα πολύ. Παρόλα αυτά νομίζω ότι ο κόσμος σήμερα αν του επικοινωνήσεις απλά τους τραγικούς, θα ταυτιστεί με αυτές τις περιπτώσεις. Οι συνδέσεις που πια ψάχνουμε. Μέσα επίσης από όλα αυτά τα έργα έχει κάνει αρκετές συνδέσεις και η ψυχανάλυση αναλύοντας αυτά τα αρχέτυπα. Έτσι, αντιμετωπίζω και εγώ τις τραγωδίες, ως ένα ψυχικό πεδίο όπου εμφανίζονται τα πρόσωπα ως ψυχικά δυναμικά και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.