Ίσως νομίζεις πως τα ξέρεις όλα για τον Αλέξανδρο Αβρανά: 37χρονος σκηνοθέτης απ’ τη Λάρισα, με πτυχίο γλυπτικής απ’ την Καλών Τεχνών της Αθήνας και μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο, μετά τον θρίαμβό του στο φεστιβάλ Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβρη με το Miss Violence, ο Αβρανάς έγινε πρόσωπο της χρονιάς, κυριολεκτικά -μέχρι και σε αφίσες στο μετρό τον έβλεπες, σε καμπάνια ποτού. Κι εγώ, όταν τον συνάντησα, μου φάνηκε ίδιος με πέντε χρόνια πριν, όταν με την πρώτη του ταινία, το Without, είχε μαζέψει 7 Κρατικά Βραβεία Ποιότητας, μόνο και μόνο για να μην βγει ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Πρόσχαρος, ανοιχτός, έτοιμος να μιλήσει για οτιδήποτε, μ’ αυτήν την εκφορά-πολυβόλο του ανθρώπου που όχι μόνο έχει πολλά να πει, αλλά κι όρεξη να το κάνει. Μόνο το τσουλούφι του έχει αλλάξει λίγο, που έχει ασπρίσει, και το βλέμμα του, που έχει βαρύνει. Όχι απ’ τα πέντε χρόνια που έχουν περάσει, αλλά απ’ το τι έχουμε σ’ αυτό το διάστημα περάσει.

Πράγματα που έχουν φέρει έντονα στο προσκήνιο την κοφτερή πολιτική του ματιά, και η οποία είναι έκδηλη στη φετινή του δουλειά, στο θέατρο Βασιλάκου. Εκεί που έχει ανεβάσει το Gagarin Way, το πρώτο έργο του Σκοτσέζου Γκρέγκορι Μπεργκ, για δυο προλετάριους που βάζουν σκοπό να αφυπνίσουν τα επαναστατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας τους, απαγάγοντας κι εκτελώντας τον επιθεωρητή της πολυεθνικής στην οποία εργάζονται. Ένα έργο που μιλά για τις αναχρονιστικές παρωπίδες του κομματικού φανατισμού, την εξιδανίκευση του παρελθόντος και την επιλεκτική ανάγνωση της Ιστορίας, όπως και για τον αφελή ρομαντισμό της μεσαίας τάξης, την τυφλή φύση της βίας, και τη Λερναία Ύδρα της παγκόσμιας οικονομίας, όπου «ποτέ δεν ξέρεις, ποιο μουνί σε κυβερνά». Για όλα αυτά, δηλαδή, που απασχολούν και τον ίδιο τον Αβρανά.

«Τρία χρόνια το συζητούσαμε το έργο», μου λέει, όταν τον συναντάω στο Παγκράτι, σκυμμένο πάνω απ’ το επόμενό του σενάριο. «Το Gagarin Way είναι γραμμένο σε βαριά σκοτσέζικη διάλεκτο, και μας δυσκόλευε με τον Κώστα Περούλη, τον συνσεναριογράφο του Miss Violence, γιατί δεν ξέραμε ότι υπήρχε ήδη η μετάφραση του Αλέξανδρου Μπαλαμώτη. Όταν έπεσε στα χέρια μου, από άλλη μεριά, έκατσαν οι συγκυρίες», εξηγεί, για ένα έργο που προσέγγισε ως «μια πολύ καλή πλατφόρμα για έναρξη συζητήσεων, μιας και δεν παίρνει το μέρος είτε των μεν, είτε των δε, αλλά ξεκαθαρίζει κάπως το τοπίο για το τέλος των πολιτικών ιδεολογιών».

14L1011864

Αυτό όμως είναι μια θέση από μόνο του. Ναι, εννοώ δεν παίρνει θέση, με τη λογική ότι δεν υποστηρίζει το κατεστημένο, όπως δεν υποστηρίζει και την αριστερά. Γι’ αυτό η λύση έρχεται από τη βία, το οποίο είναι κάτι πολύ υπαρκτό και στην εποχή μας, όπου η βία είναι όχι απλώς σε έξαρση, αλλά έχει ξεφύγει πια, σε πάρα πολλά επίπεδα. Από τη Χρυσή Αυγή, που είναι το ένα άκρο, μέχρι την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, που οδηγούνται από αγανάκτηση.

Ίσως το πιο ενδιαφέρον στο έργο, είναι το ότι, ενώ παρακολουθούμε τη σύγκρουση δυο ιδεολογιών, η λύση της βίας, προκύπτει απ’ τον άνθρωπο που δεν έχει κανενός είδους πολιτική ταυτότητα. Ακριβώς, ο άνθρωπος που δεν έχει ιδεολογία, κι ο οποίος, απ’ την άλλη, είναι κι ένας άνθρωπος που φαίνεται να έχει μια πλήρη συναισθηματική απονέκρωση. Στο κείμενο, υπήρχε ένα κομμάτι, το οποίο το δραματοποίησα, το έκανα δράση δηλαδή, στο οποίο εξηγείται ότι ο άνθρωπος αυτός, έχει δοκιμάσει διάφορα σαδομαζό πράγματα, τα οποία όμως τελικά δεν του έφταναν. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή φτάνει και λέει ότι τώρα πια «θέλησα να δοκιμάσω τη βία που έχει στόχο», εννοώντας την πολιτικοποιημένη βία, την τρομοκρατία. Αυτός όμως, είναι ένας άνθρωπος που ούτως ή άλλως ηδονίζεται με τη βία, γιατί η βία τον κάνει να αισθάνεται και του δίνει και την αίσθηση της εξουσίας που νιώθει ότι δεν έχει, ζώντας σε μια κοινωνία, στην οποία όλοι είμαστε κάπως έρμαια των καταστάσεων.

Η έλλειψη ιδεολογικοποίησης, συνδέεται άμεσα με την συναισθηματική αφασία. Η βία, όμως, είναι απόρροια του απολιτίκ; Όχι, αυτό θα ήταν πολύ εύκολο, και πολύ γενικό. Το να ασκείς βία, είναι μια προσωπική απόφαση. Νομίζω όλοι έχουμε τη βία μέσα μας, το θέμα είναι το κατά πόσο αποφασίζεις να την ασκήσεις, ή όχι. Επίσης, η βία έχει να κάνει και με την έλλειψη παιδείας, αν και εδώ, υπάρχει μια αντίφαση στο έργο. Ο χαρακτήρας του Έντι, επειδή είναι ο αγαπημένος του συγγραφέα, είναι κάπως σαν το alter ego του ας πούμε, παραφαίνεται διαβασμένος για το κοινωνικό του επίπεδο. Είναι ένας εργάτης, που δεν έχει σπουδάσει τίποτα, παρά μόνο ότι έχει πιάσει στα χέρια του από μια δανειστική βιβλιοθήκη και είναι πολύ ενημερωμένος, για πράγματα που δεν θα τα ήξερε ένας απλός εργάτης. Και κάπου εκεί ήταν και το πρόβλημα του έργου. Εμείς δηλαδή κόψαμε γύρω στις 27 σελίδες απ’ το έργο, ακριβώς γιατί ο Μπέργκ είχε φτιάξει έναν χαρακτήρα, τον οποίο γούσταρε πολύ και είχε βάλει απάνω του ό,τι είχε κι ο ίδιος μέσα στο κεφάλι του, και τον έκανε έναν πάρα πολύ έξυπνο κι αβανταδόρικο χαρακτήρα, ενώ την ίδια ώρα είχε τον αριστερό, για παράδειγμα, να βγαίνει πολύ πιο ναΐφ απ’ όσο τον κάναμε εμείς στην παράσταση, είχε τον επιθεωρητή της εταιρείας εντελώς μασίφ εκπρόσωπο του καπιταλισμού, γιατί, εντάξει, είναι ένα κομμάτι που ο Μπεργκ το γνωρίζει πάρα πολύ καλά –καθ’ ότι είχε σπουδάσει οικονομολόγος, κι είχε φάει κι όλη τη φασίνα της εργατίας μετά, μέχρι να ασχοληθεί με το θέατρο- κι ύστερα είχε και τον χαρακτήρα του σεκιουριτά, τον οποίο τον χρησιμοποιεί σαν μπαλαντέρ, όποτε θέλει να προχωρήσει τη δραματουργία.

14L1011877

Μιας κι αναφέρθηκες στον χαρακτήρα-μπαλαντέρ, είναι επίσης κομβικό για το έργο, ότι εκτός από κλοτσοσκούφι των δυο εργατών, καταλήγει και να δαιμονοποιείται τρόπον τινά απ’ την εργατική τάξη, ενώ κι ο ίδιος, ένας υπάλληλος είναι -αν και σεκιουριτάς, δηλαδή το μαντρόσκυλο της πολυεθνικής. Ναι, τον δαιμονοποιούν κατ’ αρχήν γιατί ο Έντι βρίσκει κάποιον να βασανίσει, που είναι αυτό που τον ηδονίζει. Ο Γκάρι, απ’ την άλλη, ο αριστερός, προσπαθεί μέχρι τελευταία στιγμή να τον προστατέψει κατά κάποιο τρόπο. Όμως, ο λόγος που δαιμονοποιείται ο χαρακτήρας, στην πραγματικότητα, είναι επειδή εκφράζει αυτήν την αφελή πεποίθηση μιας μάζας ανθρώπων, για τον τρίτο δρόμο του Τόνι Μπλερ. Ότι δεν χρειάζεται να είσαι ή έτσι, ή αλλιώς, αλλά ότι μπορείς να συνδυάσεις και τα δύο και να πάρεις ό,τι θες. Αυτός ο τρίτος δρόμος, είναι το ωραίο παραμυθάκι που μας κάναν να πιστεύουμε, ότι το σύστημα μας παρέχει τα πάντα και μπορούμε να καταφέρουμε οτιδήποτε, και γι’ αυτό παθαίνουμε κατάθλιψη στα 30, ας πούμε. Αυτός ο σεκιουριτάς, είναι ο μελλοντικός εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης, που πάλλεται μεταξύ της μικροαστικής και της ανώτερης αστικής τάξης, κι αυτή η μεσαία τάξη, είναι που, με βάση την Ιστορία, έχει καταστρέψει κι όλες τις επαναστάσεις. Η Γαλλική επανάσταση, εκφυλίστηκε γιατί η ανώτερη τάξη λάδωσε τη μεσαία τάξη και την πήρε με το μέρος της, αντί να πάει με τους μικροαστούς, που ήταν τόσο καιρό μαζί. Είναι δηλαδή, και αστικά αν το δεις, αυτό το μπαλαντέρ που πάντα διαιωνίζει το πρόβλημα. Γι’ αυτό κι όταν λέει ο Γκάρι «δεν είναι αυτός ο εχθρός», ο Έντι του απαντάει «είσαι σίγουρος;».

Το έργο είναι σκοτσέζικο, αλλά η ιστορία θα μπορούσε απαράλλαχτη να εκτυλίσσεται και στον Κεραμεικό, ας πούμε, που είναι το θέατρο… Ακριβώς, γι’ αυτό κι έχει μεταφραστεί και σε 20 γλώσσες. Η επιτυχία του είναι ότι εκφράζει μια πολιτική κατάσταση, που δεν περιορίζεται σ’ έναν τόπο, είναι παγκόσμια.

…τόσο μάλιστα που θα μπορούσαν να μιλάνε για το Πέραμα, αντί για το Μάντσεστερ. Όμως το διατήρησες εκεί, σε αντίθεση με την ιστορία του Miss Violence, που τη μετέφερες στην Ελλάδα. Κοίτα, κι ο Άμλετ, ας πούμε, διαδραματίζεται στη Δανία και θα μπορούσε να συμβαίνει οπουδήποτε, αλλά το να τον μεταφέρεις στην Αθήνα, θα ήταν μια υπεραπλούστευση. Επιπλέον, το έργο όπως είναι, συμβολίζει κάτι μεγαλύτερο απ’ ότι αν το βάλεις σε μια σημερινή κατάσταση, που αύριο πιθανώς να την έχουμε ξεχάσει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που συναντήσαμε στο Gagarin Way, ήταν τα Σκοτσέζικα. Η διάλεκτος στην οποία είναι γραμμένο το έργο, είναι μια διάλεκτος που από μόνη της φέρει ταξικό φορτίο. Στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη γενικότερα, σπάνια συναντάς τη διάλεκτο ως ταξικό σύμβολο. Αυτό στη δική μας περίπτωση το προσεγγίσαμε μέσω της βωμολοχίας, η οποία υπήρχε ούτως ή άλλως στο έργο, αλλά σ’ εμάς, ένας εκπρόσωπος της ανώτερης τάξης, ας πούμε, δεν μιλάει τόσο χυδαία. Το Miss Violence απ’ την άλλη, είναι εξίσου παγκόσμια ιστορία. Προσεγγίζει ένα φαινόμενο ενδοοικογενειακής βίας, κι άσκησης εξουσίας απ’ τον πατέρα και τη μητέρα, το οποίο λειτουργεί στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αμερική, στον Καναδά… παντού. Το μόνο που έκανα εγώ, ήταν να προσδιορίσω το περιβάλλον γύρω απ’ την ιστορία. Αυτό που έχουμε δηλαδή στην Ελλάδα, είναι αυτό το περιβάλλον της αδιαφορίας, του φόβου και της ευθυνοφοβίας, απ’ τους γείτονες για παράδειγμα, όπως επίσης και το σκληρό εργασιακό περιβάλλον στο οποίο προσπαθεί να σταθεί ο πατέρας. Αυτά προσάρμοσα στην ιστορία, η οποία κατά τα άλλα είναι ίδια παντού και γι’ αυτό είναι κι αναγνωρίσιμη.

Στην επόμενη σελίδα: η κωματώδης κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας και γιατί δε βγαίνουν σήμερα πολιτικές ταινίες στην Ελλάδα.