#Oscarsowhite
Η απουσία μαύρων ηθοποιών από τις υποψηφιότητες
Ακόμα και αν δεχόταν κανείς την (τουλάχιστον ανεπαρκή) εξήγηση ότι (και) φέτος δεν έτυχε να γραφτεί ρόλος άξιος υποψηφιότητας για μαύρο ηθοποιό, και ότι αυτά τα πράγματα απλώς τυχαίνουν, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει το whitewashing όλων αυτών των ετών. Χρόνια τώρα, λευκοί ηθοποιοί επιλέγονται για ρόλους μαύρων και ασιατών σαν να μην τρέχει τίποτα. Κάποιοι είπαν ότι θα μποϊκοτάρουν την φετινή ξέξασπρη απονομή, αλλά, φυσικά, επειδή το χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις, οι περισσότεροι δηλώνουν πως θα παρευρεθούν (εκτός αν βρεθούμε προ εκπλήξεως). Ηθοποιοί και δημιουργοί που μέχρι πρότινος κατατάσσονταν στη συνείδηση του κοινού στους «προοδευτικούς» και διακήρυσσαν πως σέβονται τη διαφορετικότητα, βγαίνουν από τον δρόμο τους για να δικαιολογήσουν την Ακαδημία: Helen Mirren, αδελφοί Cohen, Meryl Streep, Rooney Mara, άλλοι αμήχανοι, άλλοι απρόθυμοι και άλλοι λαλίστατοι, βιάστηκαν να στηρίξουν, εν μέρει, το σύστημα. Γιατί, γενικά, έτσι γίνεται.
Πώς το Carol μίλησε στην καρδιά μου
https://www.youtube.com/watch?v=EH3zcuRQXNo
Ήπιων τόνων ερμηνείες, αργοί ρυθμοί και μια ιστορία που εστίασε στην αγάπη, και όχι το σκάνδαλο. Ναι, μπορεί η σχέση μεταξύ δύο γυναικών στη δεκαετία του 50 να “έπρεπε” να ξεσηκώσει, ρεαλιστικά, πιο έντονες αντιδράσεις και να κάνει άλλου είδους σούσουρο από αυτό που περιέγραψε η ταινία, αλλά τι σημασία έχει; Εδώ το βάρος ήταν αλλού: δύο ηθοποιοί απέδωσαν ένα μεγάλο, lifechanging όσο λίγα, πάθος, επιστρατεύοντας εσωτερικές ερμηνείες, χωρίς ψήγμα πομπώδους υστερίας και οσκαρικών ξεσπασμάτων, χωρίς μεταμορφώσεις, χωρίς απώλεια κιλών και δραματικές εξάρσεις, χωρίς δηλαδή να βγάλουν από το καπέλο τους τα τρικς εκείνα που αγαπούν τα βραβεία. Η ιστορία του ανθρώπου που απαρνιέται τη ζωή του, η υπέρβαση όταν ο άνθρωπος αυτός είναι μια γυναίκα κυκλωμένη από τη συντήρηση, το ταμπού της μητρότητας και όλα αυτά δοσμένα μαλακά, απαλά, διακριτικά, συνθέτουν μια υπέροχη ταινία.
Το θεματάκι με τη Jlaw
Οι insiders εκλαμβάνουν την, από διακριτική μέχρι ανύπαρκτη, παρουσία της Jennifer Lawrence στη φετινή κούρσα για το αγαλματάκι ως οικονομία δυνάμεων, γιατί μόνο κάποιο θαύμα θα το στερήσει από την Brie Larsson – βαθύτερες αναλύσεις, όμως, υπονοούν πως η χαλαρή διεκδίκηση και οι χαμηλοί τόνοι που κρατά φέτος η JLaw έχουν να κάνουν με το αμφιλεγόμενο της υποψηφιότητάς της, που, ίσως, της δόθηκε λόγω κεκτημένης ταχύτητας. Το Joy ήταν μια ταινία περιορισμένων αξιώσεων και η κριτική γενικά δεν έπεσε στα γόνατα με την ερμηνεία του κοριτσιού της διπλανής πόρτας, το οποίο έχει ήδη αρχίσει να διακρίνει τις ρωγμές στο στάτους της American Sweetheart που μονοπωλούσε. Προσωπικά, το πλασάρισμά της και το lifestyle κενό που προσπαθούσε να γεμίσει μού ήταν κουραστικά από την αρχή – το κορίτσι που τα λέει έξω από τα δόντια, που σκοντάφτει στις τελετές επειδή, ως αγοροκόριτσο, δεν μπορεί τα τακούνια, που της ξεφεύγουν μερικές βρισιές και που κάνει σημαία το πόσο άβολα αισθάνεται δεν με έπεισε ποτέ. Βρίσκω δεν την υπερπροσπάθεια μιας όμορφης γυναίκας, με στρατιές stylists, κομμωτών και makeup artists πίσω της, να δηλώσει πως είναι κάτι άλλο, κάπως προσβλητική, και για τη νοημοσύνη μου και για τη γυναικεία φύση – γιατί πού ακριβώς είναι το μεμπτό με τα πολύ κοριτσένια κορίτσια; Ακριβώς, πουθενά.
Το «δίκαιο Όσκαρ» του Leonardo
Το καυτό ερώτημα: είναι όντως αυτή η καλύτερη ταινία του Leo ή του το χρωστούν από άλλες ατυχείς προσπάθειες, όπως ο Λύκος ή το Departed; Ταυτόχρονα, διάφορα άλλα περιφερειακά ερωτήματα ξεπετάγονται ένθεν κακείθεν, όπως το αν θα το πάρει επειδή πραγματικά η ερμηνεία του ήταν η καλύτερη, ή επειδή «οι συνθήκες των γυρισμάτων ήταν δύσκολες» ή επειδή η ταινία είναι «arthouse torture porn που αποσκοπεί στο σοκ» ή επειδή ο Inarritu κάνει μεγαλόστομο σινεμά που δίνει προβάδισμα στους ηθοποιούς του λόγω δραματουργικής φλυαρίας. Θα δούμε.
Τα αγόρια που θα δακρύσουν για τον Sly
Αν ο Stallone το σηκώσει, μεγάλοι άντρες θα κλάψουν σαν πεντάχρονα κοριτσάκια. Αν ο Stallone δεν το σηκώσει, μεγάλοι άντρες θα κλάψουν σαν πεντάχρονα κοριτσάκια. Εδώ έχουμε μια σημειολογία ακριβώς αντίθετη από αυτή του Di Caprio: είναι ο σταρ που κατά γενική ομολογία δεν στερείται υποκριτικής δεινότητας, ο αγαπημένος των κοριτσιών και του Χόλιγουντ, ο αμετανόητος εργένης που αγαπάει τα νεότερα (και ξανθά) μοντέλα και είναι διστακτικός με τη δέσμευση, το party boy με τις οικολογικές ανησυχίες, ένα case study επιτυχίας τού σελιλόιντ. Ο Sly, με το τσαλακωμένο πρόσωπο που λίγοι απενοχοποίησαν όταν έπρεπε – ε ο Sly είναι κάτι άλλο: παίζει μια ζωή σε ταινίες που θα γεμίσουν τον λογαριασμό του λεφτά, αλλά δεν θα εγγυηθούν την αναγνώριση από το industry, ταινίες που θα αρέσουν στα αγόρια αλλά σπανίως θα τον φέρουν κοντά στο αγαλματάκι, και αν τον φέρουν, όλοι θα κουνήσουν το κεφάλι με ευγενική συγκατάβαση όταν το χάσει από κάποιον περισσότερο «ηθοποιό». Σε αυτή την κούρσα, ο Sylvester Stallone είναι η ενσάρκωση των εποχών της αθωότητας, ένα ευπρόσδεκτο outsider, ένας εκπρόσωπος της εφηβείας στις αίθουσες, μιας εφηβείας που ίσως για κάποιους να μην ήταν και τόσο σινεφίλ, μπορούσε όμως να είναι συναρπαστική. Αν φέτος πάρει το Όσκαρ για το Creed, μια ταινία με μποξ, 40 χρόνια μετά την υποψηφιότητά του για το Rocky, αυτό μάλιστα, θα είναι μια κάποια δικαίωση.