Η επιδαυρική Ορέστεια του Γιάννη Χουβαρδά (8-9/7, στο αρχαίο θέατρο), μια μεγάλη στιγμή για τον σκηνοθέτη, εκτός από μεγάλο στοίχημα, που έρχεται σε μια εποχή ωριμότητας, αποτολμά πολλές μετατοπίσεις. Το ότι μοναδική σωζώμενη αρχαία τριλογία (Αγαμέμνων-Χοηφόροι-Ευμενίδες) μεταφέρεται στη δεκαετία του ’40, μια οικεία σε όλους εποχή, όπως επισημαίνει η Κλυταιμνήστρα Καριοφυλλιά Καραμπέτη, με 12 ηθοποιούς να επωμίζονται όλους τους ρόλους, μπαινοβγαίνοντας και στο Χορό, δεν είναι κάτι ασύνηθες. Το έχουμε ξαναδεί σε αρχαίο δράμα. Η τόλμη έγκειται αλλού.
Ποιος θα περίμενε, για παράδειγμα, ότι ο Νίκος Κουρής, Ορέστης μέχρι χτες, θα υποδυόταν σήμερα κιόλας τον Αγαμέμνονα (είναι σαφώς νεότερος ηλικιακά από αυτό που έχουμε συνηθίσει για το ρόλο σε αυτή τη χώρα, αλλά και πάλι, εδώ πρόκειται για παράσταση του Γ. Χουβαρδά!), επωμιζόμενος, συγχρόνως, και δυο γυναικείους ρόλους: της Τροφού, εκτός από μια Ερινύα του εξ ολοκλήρου ανδρικού εδώ Χορού των Ευμενίδων, του τρίτου, δηλαδή, μέρους της αισχυλικής τριλογίας! «Θεωρητικά, ο Αγαμέμνονας ήρθε νωρίς αλλά στην παράσταση λειτουργεί,είναι κάτι πολύ οργανικό στην ανάγνωση του Γιάννη, όπου όλοι κολλάμε μέσα σε διάφορους ρόλους. Το ότι κάνω ειδικά την Τροφό είναι βεβαίως μετατόπιση μεγάλη, όπως και το ότι συμμετέχω στο Χορό των Ερινυών».
Δεν προεξοφλεί ότι η παράσταση συνιστά μια νέα πρόταση για ένα άκρως ταλαιπωρημένο είδος και από τους παραδοσιακούς και από τους μεταμοντέρνους. «Ο Γιάννης είναι όμως κάποιος που έχει βρει τη δική του γλώσσα, τη δική του σκηνοθετική γραφή. Το θέμα είναι αν αυτό θα λειτουργήσει και σε αυτό το είδος», παρατηρεί ο πρωταγωνιστής του. «Η ανάγνωσή του έχει, πιστεύω, ενδιαφέρον και στην όψη και στο περιεχόμενο».
Η διασκευή (την υπογράφει o σκηνοθέτης) έχει συμπυκνώσει τις τρεις τραγωδίες με το δράμα των Ατρειδών στο χρόνο ρεκόρ των 2,5 ωρών! «Η διασκευή ισούται με την σκηνοθεσία», διευκρινίζει ο Κουρής. «Έχει φύγει ένα μέρος της ποίησης της τριλογίας, από τη σύμπτυξη, αφού λείπουν στίχοι, αλλά έχει γίνει καλή δουλειά στην πυκνότητα. Είναι απολύτως εύληπτο αυτό που τελικά φτάνει στο κοινό».
Είναι ένας από τους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της γενιάς του στο αρχαίο δράμα και δη στην αρχαία τραγωδία, σε παραστάσεις μιας μεγάλης σειράς πρωτοκλασάτων σκηνοθετών (συζητάμε αργότερα πόσο επιμένει η απουσία του Λευτέρη Βογιατζή, που όριζε τον πήχη,ο οποίος σήμερα έχει χαθεί, και πώς ό,τι και να συζητάμε ουδείς αναπληρώνει το κενό του). «Νιώθω κάθε φορά πολύ τυχερός και το ίδιο άσχετος και ενεός. Με αγωνία για πώς μπορεί να γίνει ένας ρόλος», λέει αφοπλιστικά. «Δεν ξέρω πώς θα γίνει πειστικό και ζωντανό αυτό που κάνουμε. Η τραγωδία είναι μια μεγάλη περιπέτεια και κάτι πολύ δύσκολο για να λειτουργήσει στ’ αλήθεια. Το όνειρό μου αυτό είναι όμως ένα: να λειτουργήσει. Η εμπειρία σε βοηθά, συγχρόνως όμως σε εγκλωβίζει. Λες «ξέρω πέντε πράγματα”, όχι παραπάνω. Αλλά και πάλι, τι να τα κάνεις, αφού δεν λειτουργούν; Πάντα είναι ένα στοίχημα».
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ξανασυναντά ένα ρόλο γνωστό, την Κλυταιμνήστρα, που είχε υποδυθεί στον Αγαμέμνονα της Νικαίτης Κοντούρη τώρα στο Ολον, όπως επισημαίνει, στην τριλογία. «Είναι πιο ολοκληρωμένος ο ρόλος και είναι βεβαίως και η νέα μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Είναι άλλη η σκηνοθετική ματιά και για να έχουμε 2,5 ώρες παράσταση έχει κοπεί πολύ κείμενο».
Εκτιμά «απεριόριστα» το γεγονός ότι η δράση τοποθετείται στο ’40: «Έτσι μπορεί να επικοινωνηθεί με το σημερινό θεατή ένα έργο υψηλής ποίησης. Το ’40 φέρει κάτι βαθιά οικείο και αναγνωρίσιμο». Η δική της Κλυταιμνήστρα παίρνει απόσταση από τη γνωστή πολεμοχαρή λέαινα. «Είναι χαμηλών τόνων, με μεγάλη εσωτερικότητα, γειωμένη, σαν τις γιαγιάδες μας τις αφοσιωμένες με γλυκιά υποταγή στο σύζυγό τους. Είναι μια νοικοκυρά. Και μετά το φόνο είναι πολύ ευάλωτη, εύθραυστη». Ακόμη και στις Ευμενίδες ο σκηνοθέτης την θέλει επί σκηνής: «Είναι παρούσα ως φάντασμα, αφού υπάρχει διαρκώς στο μυαλό του Ορέστη».
Ο Αγαμέμνων τοποθετείται στο ’40, οι Χοηφόροι φτάνουν μέχρι το ’50 , τέλος, οι Ευμενίδες ως έργο υπερβατικό είναι απολύτως άχρονες. Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη παραπέμπει στον εσωτερικό χώρο ενός παλατιού, με τους καναπέδες, το πικ απ και τα τραπεζάκια πάνω από τα σπαράγματα ενός παρκέ, που όμως αφήνει ελεύθερα μεγάλα σημεία της χωμάτινης Ορχήστρας.
Οι Ερινύες αποκτούν την μορφή της Κλυταιμνήστρας μετά το φόνο. «Η παράσταση δεν είναι ακραία φορμαλιστική», υπογραμμίζει η Καραμπέτη. «Αφηγείται την ιστορία. Κι εγώ προχωρώ, αισθάνομαι ότι ξεφεύγω από το αναμενόμενο». Δεν είναι σίγουρη για το αποτέλεσμα, παρότι την Επίδαυρο και την τραγωδία την γνωρίζει όσο λίγοι ηθοποιοί μας. «Δεν έχεις τίποτα δεδομένο στο τσεπάκι».
Τα πράγματα δεν ήρθαν απότομα στην καριέρα της. Ξεκίνησε ως μέλος του Χορού της τραγωδίας στο Εθνικό το ’84 αργά και σταθερά. Συνέχισε στο Χορό και τις επόμενες χρονιές ως το ‘90 με τους Βατράχους. Το ’95 της ανατίθεται ο πρώτος μεγάλος ρόλος, η Αντιγόνη από τον Βολανάκη. Το ‘96 είναι η Ελένη του Γιάννη Χουβαρδά. Φέτος, 20 χρόνια μετά, συναντιόνται με τον σκηνοθέτη ξανά για μια παράσταση αρχαίου κειμένου. Θα περίμενες ότι σήμερα αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της. «Το αντίθετο. Δεν παύεις να έχεις αγωνία, παρόλη την οικειότητα που έχεις αναπτύξει με αυτά τα κείμενα, αγωνία για το αν τελικά αυτό που κάνεις θα αρέσει. Ο κόσμος περιμένει από σένα περισσότερα από ό,τι από ένα νέο».
Όλη τη περίοδο των προβών και τώρα, δυο μέρες πριν απ΄την πρεμιέρα, δεν απομονώθηκε στιγμή από τον ζόφο που την περιβάλλει: «Δεν νοείται ο καλλιτέχνης ξεκομμένος από τη ζωή, δεν έχει νόημα. Δημιουργεί, πρέπει να δημιουργήσει στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Δική μας δουλειά είναι να αρθρώσουμε ένα πολιτικό λόγο και να πούμε κάτι στο κοινό. Αυτά τα κείμενα μιλάνε για όλα τα επίκαιρα θέματα: το πολιτικό χάος, την οργή του λαού, την τυραννία…»
Πολλοί από τους ηθοποιούς (πλην του Μαρκουλάκη που θα είναι βασικά ο Ορέστης) κρατάνε δυο μεγάλους ρόλους. Η Στεφανία Γουλιώτη είναι και η Ηλέκτρα και η Αθηνά. Η Αλκηστις Πουλοπούλου και Κασσάνδρα και Πυθία. Ο Πυλάδης στις Χοηφόρες και Απόλλων στις Ευμενίδες Νίκος Ψαρράς ευελπιστεί με την παράσταση στο προχώρημα της παραστασιολογίας του αρχαίου δράματος. «Το μέλημα όλων μας είναι να μην είναι μια απλή αναβίωση του ‘50», λέει. «Είναι μια πρόταση, μια νέα πρόταση, 12 άτομα να μπαινοβγαίνουν σε όλους τους ρόλους, κουβαλώντας ψήγματα του ενός ρόλου στον άλλο».
Δωδέκατη εμφάνισή του στην Επίδαυρο, και ανήκει επίσης σε εκείνους που δεν αισθάνονται ότι έχουν κατακτημένο το παραμικρό. «Πάντα η αγωνία είναι πώς θα εκφέρω αυτά τα ποιητικά λόγια και δεν θα ακουστώ γραφικός ή λίγος. Δεν γίνεται να αποδοθούν ψυχολογικά, θα το μίκραιναν το αρχαίο δράμα πολύ…».