Αυτή δε θα είναι μία αντικειμενική καταγραφή της πραγματικότητας. Έχοντας βγάλει αυτό από τη μέση, πάω παρακάτω:
Η ζωή μου άλλαξε για πάντα στις 3 Νοεμβρίου του 1988, το βράδυ που οι Last Drive άνοιξαν για τους Dream Syndicate. Είχα στριμωχτεί στα αριστερά της σκηνής, για να δω τον Paul B. Cutler, τον Καλιφορνέζο θεό της κιθάρας. Δε χρειάστηκε να βγουν οι Syndicate για να γυρίσει ο κόσμος μου ανάποδα. Με την πρώτη μπότα-ταμπούρο του Χρήστου Μιχαλάτου στο «Joe Esposito’s Gun» ήξερα. Ντυμένοι στα μαύρα, με ίσες δόσεις τσαμπουκά, άγνοιας κινδύνου και μετεφηβικής αυτοπεποίθησης, οι Drive έπαιξαν στα ίσα τους headliners. Λίγο αργότερα, αυτιά και μάτια ήταν καρφωμένα στους Αμερικάνους, αλλά το μυαλό και η καρδιά είχε μείνει στους δικούς μας.
Δύσκολο, αλλά: σκεφτείτε μια εποχή χωρίς ίντερνετ, χωρίς “ελεύθερη” τηλεόραση και ραδιόφωνο, μια εποχή που αν δεν ήξερες αγγλικά ή δεν είχες φράγκα, η μόνη σου ενημέρωση προερχόταν από τις εκπομπές του Χρήστου Δασκαλόπουλου (και όχι του Πετρίδη) και τα δύο όλα κι όλα μουσικά έντυπα ευρείας κυκλοφορίας, τα οποία αντιμετώπιζαν την εγχώρια σκηνή επιφυλακτικά (και αυτός είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός που μπορώ να σκεφτώ). Σε αυτό το περιβάλλον, οι Drive λειτούργησαν ως καταλύτης. Χωρίς ενδοσκοπική διάθεση ή ανασφάλεια, οι Drive έκαναν πράγματα, γκρεμίζοντας τα τείχη του ροκ εν ρολ ακαδημαϊσμού. Τώρα τα πράγματα συνέβαιναν δίπλα μας, ανάμεσά μας, μαζί με μας. Και αυτή ήταν μία από τις ειδοποιούς διαφορές τους με τους σύγχρονούς τους. Σημαντικά γκρουπ υπήρξαν πολλά και πριν τους Drive. Όμως αυτή ήταν η μπάντα που ανοίχτηκε συνειδητά στον κόσμο, άπλωσε τον καμβά των αναφορών της και τον έκανε κοινό κτήμα των ακροατών της, και πάνω σε αυτόν μπήκαν οι βάσεις μίας κοινότητας που έδρασε γύρω τους, με ένα εύρος εκφραστικών μέσων (fanzines, groups, εκδηλώσεις κοινωνικής συμπαράστασης, DIY festivals κ.λπ.) ακόμα και όταν το γκρουπ είχε πάψει να είναι ενεργό.
Οι Drive είχαν την οξυδέρκεια και ευαισθησία να χτίσουν γύρω τους μία σκηνή, υιοθετώντας ένα από τα κύρια punk ζητούμενα, αυτό δηλαδή της αυτοοργάνωσης, της συλλογικής δράσης και της αλληλεγγύης που μόνο μέσω αυτής μπορούν να δημιουργήσουν οι μονάδες – ρωτήστε ένα από τα δεκάδες γκρουπ που στήριξαν οι Drive. Από τους The Trembles, μέχρι τους Rockin’ Bones, τους Cosmic Teds, τους Honeydive και φυσικά τους Deus X Machina, μία ολόκληρη σκηνή στήθηκε, ανδρώθηκε και δημιούργησε αρπάζοντας το χέρι που τους έτειναν οι Drive (παρακαταθήκη που σήμερα τιμούν μπάντες σαν τους Bazooka και τους Acid Baby Jesus).
Οι Drive λειτούργησαν ως καταλύτης. Χωρίς ενδοσκοπική διάθεση ή ανασφάλεια, έκαναν πράγματα, γκρεμίζοντας τα τείχη του ροκ εν ρολ ακαδημαϊσμού.
Το να μαθαίνεις ότι οι Drive μπαίνουν στο van και γυρνάνε την Ευρώπη ήταν μία σπίθα που πυροδοτούσε σε κάθε μουσικό την πίστη στον εαυτό του. Οι ιστορίες, οι θρίαμβοι, αλλά ακόμα και τα πακετώματα (οι μύθοι γράφονται και από αυτά) ήταν οι εικόνες της δικής μας larger than life μυθολογίας, που ταυτόχρονα ήταν προσιτή όσο ένα τηλεφώνημα, απόσταση ικανή για να σε κάνει να πιστέψεις ότι «ναι, διάολε, τελικά γίνεται». Στα υπόγεια οι μπάντες διασκεύαζαν “Have Mercy”, τα αυτοσχέδια shirts με το εξώφυλλο του Fuckhead Entropy ήταν το κλείσιμο του ματιού που αντάλλασσαν τυχαίοι περαστικοί στο δρόμο, και κάποιοι έχουν να διηγούνται για τη μέρα που μπήκαν σε ένα δισκάδικο στο Μόναχο και στην κορυφή της ντάνας με τις προτεινόμενες καινούργιες κυκλοφορίες είδαν τη γερμανική κόπια του Heatwave.
Κάθε φορά που η μπάντα συνέπραττε με εικονικές μορφές, σαν τον Mick Blood των Lime Spiders, τους Dead Moon, τον Peter Zaremba ή τον Paul Cutler (παρεμπιπτόντως, 20 χρόνια μετά, και ακόμα ψάχνουμε τον δίσκο που θα ξεπεράσει την παραγωγή του Blood Nirvana), η κοινότητα των μουσικών ένιωθε ένα αδιόρατο τσίμπημα ζήλειας (φθόνο όμως ποτέ), από αυτά που σε πεισμώνουν δημιουργικά, αλλά και συλλογική δικαίωση. Ταυτόχρονα, τα στυλιστικά άλματα των Drive από κυκλοφορία σε κυκλοφορία (σπάνια συναντάς μουσικούς που με κάθε άλμπουμ ξαναχτίζουν από το μηδέν τη σχέση τους με το κοινό, και αφήστε τον Καλοφωλιά να λέει ότι πάντα έπαιζαν punk) μπορεί να έθεταν διλήμματα στους πιουρίστες δισκοκριτικούς, αλλά για όσους κινούνταν στους ίδιους χώρους αποτελούσαν μία αδιαπραγμάτευτη δήλωση ότι το ταξίδι δεν έχει τελειώσει, ότι σε αυτό το ότι σε αυτό το παραμύθι δεν υπάρχουν εγγυήσεις και δεδομένα, παρά μόνο συνεχής κίνηση.
Αυτό που έκαναν οι Drive, όπως το έκαναν, ήταν πλήρες σε όλες τις εκφάνσεις του. Από τα liner notes των εξωφύλλων τους, μέχρι το πώς διαχειρίζονταν τις συνεντεύξεις και το πώς στήνονταν στη σκηνή, αποτέλεσαν ένα πλήρες σύμπαν, που έδινε απαντήσεις αλλά ταυτόχρονα σου πρόσφερε ερεθίσματα να κοιτάξεις και πέρα από αυτό. Eισήγαγαν τη γλώσσα, τους κώδικες, αλλά πάνω από όλα το underground attitude σε ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου, που μετεωριζόταν σε μία αδιάφορη έως ενοχλητική πραγματικότητα. Για αυτό και υπήρξαν το αόρατο νήμα, η σταθερά εκείνη που ένωσε όσους δεν είχαν τσιμπήσει από τη νόθα ευδαιμονία των δεκαετιών του ’80 και ’90.
Οι Drive μας έμαθαν αυτά που δεν διδάσκονται από τις εγκυκλοπαίδειες του Rolling Stone και τα rockumentaries: γάμα τα έξυπνα ακόρντα, τα σωστά ντυσίματα, τα περίεργα κουρέματα, τις άψογες, εργαστηριακές παραγωγές. Στο ροκ εν ρολ ή το κάνεις ή δεν το κάνεις. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπάρχει.
* Ο Τάσος Νικογιάννης παλιότερα έπαιζε κιθάρα στους Make Believe (μιας από τις καλύτερες μπάντες της “μεγάλης των 90s εγχώριας αγγλόφωνης σκηνής”) και πιο πρόσφατα στους Mechanimal. Στη σκηνή του Gagarin 205 θα ανέβει μαζί με τους Last Drive το Σάββατο 21/12.