Οι εικόνες είναι από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Μεγάλος Ερωτικός», μέρος της οποίας περιέχεται στο Παρασκήνιο του Λάκη Παπαστάθη «Μάνος Χατζιδάκις: 18 κινούμενες εικόνες»
«Ο Χατζιδάκις ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα μετά τον Γκάτσο στην Αθήνα, το 1975. Είχα φτάσει μεσημέρι στην Αθήνα και ο Νίκος κανόνισε να πάνε το βράδυ στου Φλόκα. Δεν καθόταν στο συνηθισμένο τραπέζι, σε αυτό που θα καθόμασταν όλοι μαζί αργότερα, αλλά σε κάποιο άλλο σημείο στο μαγαζί. Όπως στρίψαμε και τον είδα πίσω απ’ την κολώνα, αναφωνώ “αμάν, ο Χατζιδάκις!” και μένω ακίνητη, κόκκαλο. Εγώ τότε ήμουν ένα χωριατοκόριτσο που βρήκα στην Αθήνα ανθρώπους που θαύμαζα», αφηγείται η Αγαθή Δημητρούκα. Γελάει. Στη φωνή της ακούς την έκπληξη εκείνης της πρώτης συνάντησης και πιστεύεις πως, αν ήσουν στην θέση της, και εσύ κάπως έτσι θα αντιδρούσες. Κι ας μην ήσουν ένα κορίτσι της επαρχίας που βρέθηκε στο κέντρο της ελληνικής διανόησης, κι ας μην συνδέθηκες με τον Νίκο Γκάτσο.
Η Αγαθή Δημητρούκα το 1975 γνώρισε από κοντά τον Μάνο Χατζιδάκι, τον οποίο, ασυναίσθητα, ήξερε ήδη από παιδί. «Παρόλο που μεγάλωσα με τα δημοτικά τραγούδια και τα ηρωικά του Μεσολογγιού, το πρώτο τραγούδι που μου έχει εντυπωθεί ήταν το “Γαρύφαλλο στ’ αυτί”. Το είχα ακούσει σ’ ένα πάρκο μιας πόλης και νόμιζα ακόμη τότε, όπως έβλεπα το ηχείο-χωνί στο δέντρο, ότι και τα τραγούδια είναι φρούτα και έρχονται από τα δέντρα. Είχα μόλις κλείσει τα τέσσερα. Τότε νόμιζα ότι τα τραγούδια δεν γράφονται από ανθρώπους. Έφτασα σε σημείο να γνωρίσω όχι μόνο τον άνθρωπο που είχε γράψει εκείνο το τραγούδι που μου είχε μείνει, αλλά και να συνεργαστώ μαζί του, να μάθω να γράφω κι εγώ στίχους. Αν αυτό δεν είναι μαγεία, τι είναι;»
Ο Χατζιδάκις σεβόταν τους συνεργάτες του, ενίσχυε και ενθάρρυνε τους νεότερους και γι’ αυτό υπήρχε αυτή η δημιουργικότητα γύρω του. Όλοι κάνανε πράγματα καλά, όχι πρόχειρα, έβαζαν την ψυχή τους. Αυτό κατάφερε ο Χατζιδάκις, να βάζουμε την ψυχή μας σ’ αυτό που κάνουμε
Μιλάει για την συνεργασία τους και θυμάται γεγονότα και περιστατικά, λες και δεν έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που ο Χατζιδάκις πέθανε. «Οι νεότεροι συνθέτες είναι μέσα στην καχυποψία, φοβούνται να σου δώσουν μια ολόκληρη μελωδία με οδηγίες, γιατί φοβούνται μήπως την δώσεις σε κάποιον άλλο. Σου δίνουν την μισή και λένε συνέχισε εσύ παρακάτω. Ο Χατζιδάκις, σε μένα που ήμουν άπειρη, αλλά και στον Γκάτσο που ήταν εμπειρότατος, μας έδινε κανονικά την μελωδία, είτε ηχογραφημένη στο στούντιο, είτε παιγμένη στο πιάνο. Μας την έδινε με ψεύτικα, ασύντακτα λόγια, απλά για να δούμε πώς πειράζονται και πώς ομοιοκαταληκτούν οι στίχοι. Καμιά φορά μας ζητούσε θέματα. Θυμάμαι τι συνέβη με τις “Μπαλάντες της οδού Αθηνάς” και το “Μυστήριο της 4ης πρωινής”. Ήταν στίχοι που τους είχα ήδη γράψει. Το ίδιο με την “Αρχαία Βία Προγονική”. Τον ρώτησα “κύριε Χατζιδάκι, μήπως σας κάνει;”. “Βεβαίως παιδί μου”, μου λέει, “θα σε πείραζε να αλλάξω λίγο το ρεφρέν, να κάνω τον στίχο “πως γινόμαστε ευθύς”;». “Μου φαίνεται λίγο κωνσταντινουπολίτικο το ευθύς, αλλά δεν πειράζει, ό,τι θέλετε”. Είχα γράψει κι ένα τραγούδι το οποίο δεν του άρεσε, το θεωρούσε πιο λόγιο. Ήθελε στιχάκια σαν αυτά που υπήρχαν στα παλιά ημερολόγια και έτσι έγινε “Η πόρτα του Παράδεισου”. Το δέχτηκα, γιατί είχε δίκιο». Τι γινόταν όμως τις φορές που δεν είχε; «Τις διαφωνίες μας ακολουθούσε πάντα μια συζήτηση. Δεν υπήρξε ποτέ κανένας αγώνας κατς. Ήταν πάντα σαφής σε αυτό που ήθελε και σ’ αυτό που φανταζόταν, αλλά αν του προτείναμε κάτι που ποιητικά, στο αίσθημα, ήταν σωστό, το δεχόταν. Ο Χατζιδάκις σεβόταν τους συνεργάτες του, ενίσχυε και ενθάρρυνε τους νεότερους και γι’ αυτό υπήρχε αυτή η δημιουργικότητα γύρω του. Όλοι κάνανε πράγματα καλά, όχι πρόχειρα, έβαζαν την ψυχή τους. Αυτό κατάφερε ο Χατζιδάκις, να βάζουμε την ψυχή μας σ’ αυτό που κάνουμε.». Αν στις διορθώσεις του υπήρχε αλαζονεία, η Δημητρούκα δεν την είδε ποτέ. «Πολλές φορές σήμερα περιμένουν από μένα να φερθώ με οίηση, αλλά δεν έχω μάθει έτσι. Από τον Χατζιδάκι έμαθα να σέβομαι τους συνεργάτες μου», επαναλαμβάνει και δεν γίνεται παρά να την πιστέψεις.
Το δέσιμό της με τον συνθέτη είναι βαθύ και προσωπικό, ίσως περισσότερο απ’ όσο φαντάζεται κανείς. «Έζησα πολλά χρόνια με τον Γκάτσο. Το ’91 τον ένιωσα να γερνάει απότομα και βρέθηκα σε ένα δίλημμα, αν θα μπορούσα να αντέξω τα γηρατειά. Φανταζόμουν μια δεκαετία ενός ανθρώπου γερασμένου που πιθανόν να έχανε το μυαλό του. Εφόσον εγώ είχα θαυμάσει το μυαλό, δεν άντεχα την πιθανότητα της απώλειας. Σε αυτήν την εσωτερική μου πάλη είπα πως αν έφευγα θα ήταν προδοσία, λιποταξία. Ο Γκάτσος δεν έζησε βέβαια πολύ, ούτε το μυαλό του “έφυγε”. Όμως είχα μπει σε μια διαδικασία πένθους. Αυτό που μετά τον Γκάτσο με μάγεψε ήταν η συνεργασία με τον Χατζιδάκι. Με κάλεσε σπίτι του στις 16 Αυγούστου του ’92 και μου ανακοίνωσε πως, πλέον, εκτός κι αν έπαιρνε από βιβλία ποιήματα να μελοποιήσει, αν ήθελε στίχους θα ζητούσε μόνο από μένα. Τότε μου ανέθεσε το Internot. Με αυτήν την τεράστια προσφορά άρχισα να ξανακάνω όνειρα. Δεν μπορούμε να ζούμε χωρίς όνειρα, έχουμε ανάγκη οι άνθρωποι να κοιτάμε μακριά και ψηλά. Με τον θάνατο του Χατζιδάκι, τέλειωσαν απότομα. Οι άνθρωποι μετά με πλησίαζαν δήθεν για μένα, αλλά ήθελαν κάτι του Γκάτσου. Πέρασα μια δεκαετία στην οποία προσπάθησα πολύ για να σταθώ στα πόδια μου».
Μέχρι και πριν αρκετά χρόνια έλεγα “ο κύριος Χατζιδάκις” και με πειράζανε, γιατί δεν λες κύριο έναν άνθρωπο που δεν βρίσκεται εν ζωή. Απαντούσα “Κύριος, όπως λέμε τον Θεό”
Ο Χατζιδάκις έδωσε στην Δημητρούκα ώθηση να ξεκινήσει απ’ την αρχή. «Όταν ένας συνθέτης έχει όραμα, οι στόχοι είναι πολύ ψηλοί. Αυτό σου δίνει και δύναμη και θάρρος και αυτοπεποίθηση. Ο Χατζιδάκις ήταν ένας σπουδαίος πόλος που σε τράβαγε και σε μαγνήτιζε, αλλά δεν σε διέλυε. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν τόσο έντονη για μένα, που αν γινόταν κάτι και αφαιρούνταν οι στίχοι μου από τις μελωδίες του και αυτές έβγαιναν με άλλους στίχους, δεν θα με πείραζε πολύ. Αυτά που ήταν να νιώσω στην δημιουργία, τα ένιωσα. Δεν μπορεί να τα πάρει κανείς». Όλα τα χρόνια της γνωριμίας τους, του μιλούσε στον πληθυντικό. «Μέχρι και πριν αρκετά χρόνια έλεγα “ο κύριος Χατζιδάκις” και με πειράζανε, γιατί δεν λες κύριο έναν άνθρωπο που δεν βρίσκεται εν ζωή. Απαντούσα “Κύριος, όπως λέμε τον Θεό”».
Τα χρόνια περνούν και ούτε Χατζιδάκιδες, ούτε Γκάτσοι εμφανίζονται. Ίσως οι μαγικοί άνθρωποι σβήστηκαν μαζί με την εποχή τους. «Δεν μπορούμε πια να βρούμε την μαγεία στους άλλους, γιατί έχουμε χάσει τον εαυτό μας. Παρασυρόμαστε. Οι άνθρωποι εύκολα ρίχνουν στους άλλους την ευθύνη, ψάχνουν έναν σωτήρα να τους σώσει. Ο Γκάτσος μιλούσε μέσα από το έργο του και ο Χατζιδάκις με τα κείμενά του και τις εκπομπές στο ραδιόφωνο. Έβλεπαν και οι δύο μακριά, αλλά τότε, που όλα ήταν εύκολα, τους λοιδορούσαν. Τώρα ευτυχώς που δεν ζουν. Πέθαναν εγκαίρως για να μην ζήσουν αυτήν την κατάντια για την οποία έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου».