Ο Δημήτρης Χατζής, γιος τυπογράφου και ποιητή, εργάστηκε από τα πρώτα του χρόνια στο τυπογραφείο του πατέρα του στα Γιάννενα και αργότερα ήταν στοιχειοθέτης στο παράνομο τυπογραφείο του Μενεμενή στην Καλλιθέα στον καιρό της Κατοχής. Αρθρογραφούσε ταχτικά σε αγωνιστικά έντυπα κι εφημερίδες υπογράφοντας Δ. Χ. ή Τ[άκης] Χ[ατζής] ή Χ. σκέτο ή Δ. Από αυτά τα άγνωστα και σχεδόν ανυπόγραφα κείμενά του είναι και τούτο. Για ακόμα έναν αφανή ήρωα του σύγχρονου ελληνισμού. Για το τυπογραφείο της Αντίστασης υπάρχει αφιέρωμα της Αριστούλας Ελληνούδη εδώ και άρθρο της Μάρης Θεοδοσοπούλου εδώ.
[…] Από το ‘να μέρος τα μέτρα των κατακτητών κι από τ’ άλλο οι ανάγκες του κινήματος που δυνάμωνε, έβαζαν πιο επιτακτικά το ζήτημα της ίδρυσης πραγματικά παράνομων τυπογραφείων. Δύο από τους πρωτεργάτες της δουλειάς αυτής, ο Πέτρος Κέντρος και ο Κώστας Βιδάλης, είναι τώρα νεκροί, ο πρώτος από φυσικό θάνατο, ο δεύτερος θύμα της μεταπελευθερωτικής φασιστικής βαρβαρότητας. Ο Βιδάλης προμήθεψε στην οργάνωση μια «Βικτώρια», δηλαδή ένα όρθιο πιεστήριο και τ’ αναγκαία τυπογραφικά στοιχεία και όργανα. Η «Βικτώρια» μεταφέρθηκε πάνω σε μια καρότσα και στήθηκε σε κανονικό παράνομο τυπογραφείο. Αυτό το τυπογραφείο με τη «Βικτώριά» του ήτανε τόσο καλά οργανωμένο ώστε σ’ ένα μπλόκο που γίνηκε σε κείνη τη συνοικία, οι γερμανοτσολιάδες μπήκανε μέσα στο οίκημα, στάθηκαν, μίλησαν με τους ανθρώπους και… φύγανε. Μήτε να το φανταστούνε δε μπορούσανε πως σε κείνο το μέρος, μπορούσε να ‘ναι ένα από τα καλύτερα οργανωμένα τυπογραφεία του αγώνα, που στάθηκε ως το τέλος φρούριο άπαρτο του παράνομου τύπου. Σ’ αυτό έβγαινε από το καλοκαίρι του 1942 η «Ελεύθερη Ελλάδα», τυπωνότανε κάποτε και το «Εμπρός» και καμιά φορά κι άλλα επείγοντα έντυπα του ΕΑΜ. […] Σ’ αυτό το μεταξύ —εκτός από τα τυπογραφεία του ΚΚΕ που λειτουργούσανε πια κανονικά και βγάζανε ταχτικά το «Ριζοσπάστη» και τα άλλα έντυπα του ΚΚΕ— άλλοι αγωνιστές, σε άλλη γειτονιά της Αθήνας, είχανε στήσει για λογαριασμό των εντύπων του ΕΑΜ τον «Αράπη». Έχουνε μιλήσει —έχουνε γράψει δηλαδή— κι άλλοι γι’ αυτό το περίφημο πιεστήριο, μα νομίζω πως κάτι ακόμα μπορώ να προσθέσω. Ο «Αράπης» ήταν ένα «επίπεδο» πιεστήριο, αρκετά μεγάλο — μπορούσε δηλαδή να τυπώνει οκτώ σελίδες βιβλίου μαζί. Ήτανε ένα πιεστήριο που είχε όλα τα καλά και όλα τα κακά που μπορεί να φανταστεί ένας άνθρωπος.
Πρωτοστήθηκε από ηρωικούς αλλά εντελώς άπειρους ανθρώπους, τόσο άβολα και τόσο άτεχνα, τόσο επικίνδυνα που νομίζω πως όλος ο κόσμος στη γειτονιά ήξερε την ύπαρξή του. Καλός αγωνιστής, καλός συνωμότης ο «Αράπης» σταμάτησε να δουλεύει. Με τίποτα δε μπορούσαν να τον βάλουν μπροστά, όσο που τον μεταφέρανε σε κανονικά οργανωμένο παράνομο τυπογραφείο, σαν καλοκάθισε στην φωλιά του, το ‘δειξε τι πολύτιμο πιεστήριο ήταν αυτό. Άρχισε μια παραγωγή απίστευτα μεγάλη και πολύ καθαρή, δούλευε ρολογάκι, δε σκορπούσε πια τα μελάνια, δεν έκανε κανένα θόρυβο, δούλευε για τον αγώνα, για τον παράνομο τύπο, μέρα και νύχτα. Έναν καιρό αυτός την τύπωνε — δανεικά και την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», κανονικό περιοδικό με 32 σελίδες.
Έτσι πήγαν τα πράματα ως το τέλος του 1942 με τη «Βικτώρια» και τον «Αράπη». Με τη μεταφορά της ηγεσίας του αγώνα στο βουνό, χρειάστηκε φυσικά να μεταφερθούν εκεί και τυπογραφεία. Και προκρίθηκε ο «Αράπης». Πώς όμως να μεταφερθεί ένα τέτοιο μεγάλο πράμα, πώς να τους περάσει τους δρόμους της Αθήνας, πώς να φορτωθεί στο τρένο; Λύθηκε, ξηλώθηκε, κάθε του κομμάτι τυλίχτηκε και ξανατυλίχτηκε σε χαρτιά. Ένα κάρο απ’ το Μενίδι θα ‘κανε τη μεταφορά απ’ το παράνομο τυπογραφείο σε μια μάντρα. Ο καροτσέρης έδωσε το κάρο — μα την τελευταία στιγμή φοβήθηκε να πάει μαζί. Οι δυο συναγωνιστές του παράνομου τυπογραφείου απομείνανε μοναχοί τους. Το κακό δεν ήτανε και μεγάλο με τον καροτσέρη που τους εγκατέλειψε — μόνο που δεν είχαν ιδέα από τέτοιες δουλειές. Φορτώσανε τον «Αράπη» μα το βάρος έπεσε πισώβαρα και τ’ άλογο σηκώθηκε στον αέρα. Λιγάκι τα διορθώσανε, μα η ώρα περνούσε πια, στη μάντρα τούς περιμένανε, στη γειτονιά μπορούσε να γίνει φασαρία — ξεκινήσανε. Το κακότυχο τ’ άλογο πνιγότανε κάθε λίγο από το βάρος που ‘πεφτε πίσω, σηκωνόταν στα πισινά του ποδάρια α ξαλαφρώσει. Ύστερα σταμάτησε στη μέση του δρόμου κι αγκομαχούσε. Μαζεύτηκε κόσμος και φώναζε — δώσαν ένα χέρι και ξεφορτώσαν το κάρο, το ξαναφορτώσαν:
― Από πού έρχεστε, μωρέ παιδιά;
― Βομβαρδισμένοι απ’ τον Πειραιά…
― Και τι ζητάτε από δω;
Τρέχα-γύρευε… τι ζητούσαν!… Ο «Αράπης» απάνω στο κάρο λούφαζε μέσα στα χαρτιά του. Μα τα βάσανα δε λέγανε να τελειώσουν. Λίγους δρόμους παρακάτω τ’ άλογο γλίστρησε στην άσφαλτο κι έπεσε κάτω. Πάλι μαζώχτηκε κόσμος. Φωνάζανε στον «καροτσέρη» να λύσει γρήγορα τα χάμουρα — τι να λύσει ο φουκαράς που μήτε τη λέξη δεν ήξερε; Ξαναπέσαν οι άνθρωποι πάνω, λευτερώσανε τ’ άλογο που πνιγόταν, το ξανάδεσαν κι οι «βομβαρδισμένοι» τραβήξανε παρακάτω κι από κει και πέρα δεν ξανάγινε κακό ως τη μάντρα. Κατά το μεσημέρι το κάρο και τ’ άλογο παραδόθηκαν στον καροτσέρη που ‘χε αρχίσει και τα ‘κλαιγε. Ο «Αράπης» έμεινε κάμποσες μέρες στη μάντρα κι έτρωγε χορταράκι. Η μεταφορά του ως εκεί ήτανε το πρώτο μέρος — και το ευκολότερο. Πώς θα φορτωνότανε στο σιδηρόδρομο, πώς θα μπορούσε να μπει στην αποθήκη των ΣΕΚ; Οι Γερμανοί φυλάγανε μέρα και νύχτα. Όλοι οι τρόποι εξετάστηκαν, κόσμος ανακατεύτηκε —περισσότερος απ’ ό,τι επιτρέπεται, λύση λογική δε βρέθηκε. Ο Βιδάλης αποφάσισε — κι η μεταφορά γίνηκε στην αποθήκη του σταθμού μέρα μεσημέρι μ’ αυτοκίνητο. Δυστυχώς δεν ξέρω τ’ όνομα του σοφέρ — ένας ακόμα ήρωας που τον σκέπασε η ανωνυμία. Φορτώθηκε στ’ αυτοκίνητο ο «Αράπης», καβάλησε πάνω ο Βιδάλης μαζί μ’ έναν άλλον — και τράβηξαν στα όλα. Φτάνοντας κοντά στην πόρτα του σταθμού τ’ αυτοκίνητο άρχισε να κορνάρει δαιμονισμένα, χωρίς να κόψει την ταχύτητα, ο Βιδάλης σηκώθηκε ορθός και πατώντας πάνω στα κομμάτια του «Αράπη», χειρονομούσε στο Γερμανό φρουρό ν’ ανοίξει γρήγορα τη σιδερένια πόρτα του σταθμού. Ήτανε τόσο μεγάλοπ το θράσος αυτής της επιχείρησης, που ο Γερμανός φρουρός άνοιξε την πόρτα και όποιος θέλει το πιστεύει — χαιρέτησε κιόλας καθώς τ’ αυτοκίνητο περνούσε μπροστά του, ενώ ένα σωρό κούτες τσιγάρα πέφτανε στην αγκαλιά του — φοβεροί μαυραγορίτες ετούτοι, θα σκέφτηκε. Μέσα απ’ την αυλή οι εαμίτες σιδηροδρομικοί κοιτούσαν κι η καρδιά τους είχε πιαστεί. Αρπάξανε τα δέματα, τα χώσανε γρήγορα στα βαγόνια, ο «Αράπης» εφοδιάστηκε με φορτωτική κανονική, με παραλήπτη (ανύπαρκτος) στη Λαμία — σε λίγες μέρες φορτώθηκε, μεταφέρθηκε, ξεφορτώθηκε στη Λαμία. […] Ο «Αράπης» έφτασε τέλος στην ελεύθερη Σπερχειάδα, βγήκε απ’ τις φασκιές του, έλαμψαν τα μπρούτζα του και τ’ ατσάλια του. Ο κόσμος μαζώχτηκε γύρω. Μ’ αυτό το μηχάνημα, λέγανε, θα τυπωθούν τα λεφτά του ΕΑΜ.
Απ’ τη Σπερχειάδα στο Καρπενήσι κι απ’ το Καρπενήσι και πέρα, ο «Αράπης» φορτώθηκε στα μεγάλα ιταλικά μουλάρια του ορειβατικού πυροβολικού, πέρασε το Μέγδοβα με ολόκληρη τιμητική συνοδεία ανταρτών κι έφτασε στη Βίνιανη, μαζί με τους υπουργούς της ΠΕΕΑ και τους άλλους αρχηγούς του αγώνα. Επειδής όμως η Βίνιανη γέμισε κόσμο, ο «Αράπης» ήταν απ’ τους πρώτους που «αποσυμφορήθηκε». Μαζί μ’ όλο το προσωπικό του τυπογραφείου μεταφέρθηκε σ’ ένα διπλανό μικτό χωριό, την Κουφάλα. Φαίνεται ωστόσο πως δεν τ’ άρεσε η αποσυμφόρηση γιατί στην Κουφάλα αρνήθηκε πάλι να δουλέψει. Μάλιστα ο Βιδάλης τον απειλούσε πως θα του σπάσει τα πλευρά και θα τα πετάξει στο ποτάμι. Μάταια ο καρβούνης έπαιρνε τη βίτσα του και πήγαινε ως την Κουφάλα —δυο ώρες δρόμο— να παρασταθεί στο τύπωμα, μήπως με το κύρος του τον καταφέρει να δουλέψει. Μάταια τον λύνανε και τον δένανε οι τυπογράφοι. Ή παρεξηγήθηκε με την αποσυμφόρηση ή σαν Αθηναίος, που ‘χε συνηθίσει στη σκοτεινιά των παράνομων τυπογραφείων δεν μπορούσε να εγκλιματιστεί στον καθαρόν αέρα των βουνών. Το τυπογραφείο στην Κουφάλα δούλευε πολύ καλά, μα η εκτύπωση γινόταν σ’ άλλο πιεστήριο… […] Ο «Αράπης» δεν εγκαταλείφθηκε στην Κουφάλα. Με την απελευθέρωση μεταφέρθηκε πάλι στην Αθήνα. Και φαίνεται πως αυτό του χρειαζόταν γιατί στις μέρες του Δεκέμβρη ξαναδούλεψε παλικαρίσια, λεβέντικα και ξανάβγαζε κάθε πρωί την «Ελεύθερη Ελλάδα» του.
Κάποιος θέλει να με ρωτήσει; Και τι απόγινε ο «Αράπης»;
…Δεν ήρθε η ώρα να πάρει κι ο «Αράπης» τη θέση του σ’ ένα μουσείο της εθνικής αντίστασης — και να βάλουμε κι εμείς ένα φύλλο δάφνης που το χρωστάμε ακόμα στους τάφους εκείνων που τον κουβάλησαν, τον δούλεψαν, τον υπόφεραν, τον βλαστήμησαν και τον καμάρωσαν, τέσσερα χρόνια στην υπηρεσία του δοξασμένου μας παράνομου τύπου της εθνικής αντίστασης.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πυρσός (δίμηνο εικονογραφημένο εκπολιτιστικό μορφωτικό περιοδικό, Ανατολική Γερμανία-Δρέσδη, 1961-1968), τεύχος 5/Σεπτέμβριος 1961 και αναδημοσιευμένο στο Νίκος Γουλανδρής, Βιβλιογραφικό μελέτημα (1930-1989) Δημήτρη Χατζή, Εκδόσεις Γνώση 1991.
Φωτογραφίες από το λεύκωμα: Σπύρος Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά, ΑΘήνα 1996.