Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής, από το λεύκωμα Με τους αντάρτες στα βουνά, Αθήνα 1996

Φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής, από το λεύκωμα Με τους αντάρτες στα βουνά, Αθήνα 1996

Αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι —

Με τιμή δέχτηκα την πρόσκληση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, μέσω του προέδρου της κ. Αναστάσιου Στέφου, να παρευρεθώ σε αυτή τη φιλολογική εκδήλωση μνήμης για τον Δημήτρη Χατζή. Ευχαριστώ όσους την πρότειναν, όσους την υλοποίησαν και όλους όσοι τον τιμούν σήμερα εδώ με την παρουσία τους.

Οι πολιτείες αγαπούν τις επετείους, οι ποιητές όχι. Μολοντούτο, σήμερα, τριάντα δύο χρόνια από τον θάνατό του κι εκατό από τη γέννησή του, η ζωή, οι ιδέες και το έργο του Δημήτρη Χατζή ξανασυναντούν τον σύγχρονο κόσμο μας, στο περιθώριο της μιντιακής επικαιρότητας και της ακοίμητης κρατικής δυσπιστίας. Βαθύρριζες και ανθεκτικές, μαχητικές και ανυποχώρητες απέναντι στην ανελευθερία, τη μιζέρια και την υποκρισία των καιρών.

00000079

Μια ζωή σύντομη σχετικά, 1913-1981, σχεδόν παράλληλη με τον “σύντομο εικοστό αιώνα” —κατά τον ορισμό του Eric Hobsbawm—, που όμως συντέθηκε με τον ελληνικό ιστορικό αιώνα: Κατοχή και Αντίσταση, Εμφύλιος, εξορία, μεταπολίτευση. Ερχόταν απευθείας από τη φωτιά της Αντίστασης — όχι από τη γενιά του ’30, όπου τον τοποθέτησε πρόσφατα η έκθεση στην οικία Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Ερχόταν από τον πυρήνα της ιστορίας, όχι από τον αφρό της. Ερχόταν από την βαθύτερη ήττα της ιστορίας, αυτήν που στο βωμό της θυσιάστηκε μια νεοελληνική γενιά ως ανθός, και η τρομερή σκιά της —“αγγελικό και μαύρο φως”— κατοχυρώθηκε ως ονομασία προέλευσης: ήττα του αγώνα αλλά και ποίηση της ήττας, και, με τον Χατζή, και πεζογραφία της ήττας. Ένας κόσμος που αρχίζει ηρωικά και αισιόδοξα, πορεία μιας γενιάς προς το φως με τους δρόμους κομμένους, ναρκοθετημένους, περνά απ’ το τέλος μιας “πόλης των ιδεών”, και ξανά στην εξορία, τη λύπη, την αντίσταση κάποιας άσβεστης ελπίδας —“Φωτιά”-“Θητεία”, “Τέλος της μικρής μας πόλης”-“Ανυπεράσπιστοι”, “Διπλό Βιβλίο”-“Σπουδές”. Και, όπως έγινε με τον Αϊ-Γιώργη στο διήγημα εκείνο των “Ανυπεράσπιστων”  “Η Ιφιγένεια έφυγε — η απολύτρωση δεν ήρθε. Ποτέ δε θα ‘ρχότανε. Πέρασε ο Αϊ-Γιώργης εκεί —θα περνούσε κάποτε— έγινε φως, πολύ φως. Και τίποτα —τίποτα που δεν είχανε φταίξει— τους αστραπόκαψε.”

Δημοσιογράφος, αγωνιστής, φιλόλογος, λογοτέχνης και δάσκαλος, λιτά κατέθεσε την ουσία του υπαρξιακού και πνευματικού του προτάγματος, που πάντα θα με συγκινεί και θα με κατευθύνει, έναν άνθρωπο της άλλης γενιάς — “Στη ζωή μου είχα δύο δασκάλους, την ιστορία και τη λύπη”.

Δεν θα μιλήσω για το λογοτεχνικό του έργο, που η αποτίμησή του ακουμπά σε δεινότερα χέρια.

Θ’ αναφερθώ όμως, πολύ σύντομα, σε μια πτυχή του έργου του που πολύ αγάπησε και που δεν αναδείχτηκε αρκετά ως σήμερα: στην αναζήτησή του του “Προσώπου του νέου ελληνισμού”. Οι βασικοί άξονες αυτής της αναζήτησης περιέχονται στο ομώνυμο βιβλίο με διαλέξεις και δοκίμια που κυκλοφόρησε το 2005.

Μεγάλο μέρος του έργου και της ζωής του ο Δημήτρης Χατζής αφιέρωσε στην έρευνα και τη στήριξη της νεοελληνικής αυτογνωσίας, της νεοελληνικής ιστορικής συνείδησης.

Αναζήτησε ένα νέο τρόπο σύνδεσης της ιστορίας με την ιδεολογία και την κοινωνία — δύσκολο να ορισθεί μέσα στο οξύ κλίμα πολιτικής αντιπαράθεσης και θεσμικής αβεβαιότητας στα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν ο Χατζής γυρνά στην Ελλάδα μετά από είκοσι πέντε χρόνια πολιτικής και ιδεολογικής εξορίας. Μέρες του ’75, που τόσο θυμίζουν τις μέρες μας.

Αυτό το έργο του για τη φυσιογνωμία του νέου ελληνισμού αποτελεί, νομίζω, σημαντικό μέρος της ιστοριογραφίας της λογοτεχνίας μας και της ιστορίας του αριστερού λόγου στη χώρα μας και θεμελιώνεται, κατά τον ίδιο, πάνω στην ιστορική διαπίστωση που η ελληνική αστική τάξη στη σχεδόν δύο αιώνων πορεία της, δεν πραγματοποίησε σε αυτή τη χώρα τη δημοκρατική αναμόρφωση στην ουσία της, δεν έκανε τη δημοκρατική αλλαγή. Αυτή η ιστορική διαπίστωση στηρίζεται, κατά τον Χατζή, στην πεποίθηση πως δεν θα πραγματοποιήσει τη δημοκρατική αλλαγή ποτέ πια η αστική τάξη. Το καθήκον αυτό μένει τώρα να το εκπληρώσουν, υποστηρίζει, οι ζωντανές, διψασμένες και απροσκύνητες δυνάμεις αυτού του τόπου, οι νέες του δυνάμεις, όσο κι αν αυτές είναι αδιαμόρφωτες ακόμα, ακαθοδήγητες, σκορπισμένες σε διάφορους σημερινούς πολιτικούς σχηματισμούς ή στο περιθώριο.

pop_voudapest

Η σχέση του Δημήτρη Χατζή μ’ αυτές τις νέες δυνάμεις της εποχής του σφυρηλατήθηκε και μέσα από τους αγώνες του για την παιδεία. Στην παιδεία που της αφιέρωσε απέραντο χρόνο, ελπίδες, ψυχή και πνευματικές δυνάμεις. Δάσκαλος ο ίδιος, δίδαξε φιλολογία και γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Etvös Loránd της Βουδαπέστης, όμως δίδαξε και στην Ελλάδα με τον γυρισμό του σαν επισκέπτης καθηγητής το 1976 στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Η πρώτη περίοδος, της Ουγγαρίας, υπήρξε ήρεμη και δημιουργική, περίοδος εν εξορία. Η δεύτερη περίοδος στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, υπήρξε άδικα σύντομη, μια εποχή όλο δύναμη, σχέδια, ελπίδες, με διάρκεια μικρότερη του ακαδημαϊκού έτους, που διακόπηκε βίαια από τον ακαδημαϊκό σκοταδισμό και τη βάναυση πολιτική παρέμβαση ενός ελάχιστα δημοκρατικού —δυστυχώς ως σήμερα— κράτους. Μια νοσηρή διαπλοκή υφάνθηκε τότε ανάμεσα στο παρωχημένο ακαδημαϊκό κατεστημένο και το ιδεολογικά φοβικό υπουργείο παιδείας, που έστειλε τον Χατζή στο σπίτι του παρά τις έντονες κοινωνικές και φοιτητικές αντιδράσεις, με το ακατάλυτο επιχείρημα της μη ολοκλήρωσης της στρατιωτικής του θητείας —σε καιρό εμφυλίου— και την ακαδημαϊκή προτροπή προς τον τότε υπουργό παιδείας Γ. Ράλλη: “να μη ρίξουμε τον λύκο στα πρόβατα”.

Και λοιπόν, τριάντα επτά χρόνια μετά, η παιδεία αποτελεί και σήμερα, όπως και τότε, την αιχμή του δόρατος στους αγώνες ανάμεσα σε κοινωνία και κράτος. Για την πρώτη, την κοινωνία, είναι ο sine qua non λόγος της δημοκρατικής διαδικασίας και ολοκλήρωσης. Για το δεύτερο, το κράτος, είναι το ανεκτίμητο λάφυρο της πνευματικής χειραγώγησης και υποταγής. Ως σήμερα, αυτή η διελκυστίνδα, με τη μέγιστη ευθύνη του ακαδημαϊκού κόσμου, καλά κρατεί. Όσο για το ελληνικό πανεπιστήμιο, αν εξαιρέσει κανείς μια προσπάθεια γνήσιας ανατροπής που έγινε το 1982 και που στη συνέχεια αυτοεγκλωβίστηκε στους ίδιους της τους μηχανισμούς εξουσίας και διαχείρισης, η υποκρισία των “ριζικών ανατροπών” μέσω διαδοχικών νόμων που αλληλοαναιρούνται (με πρόσφατη θεσμική εκτροπή την ακύρωση του “νόμου Διαμαντοπούλου” —και μάλιστα στα πιο δημοκρατικά του σημεία— από τον “νόμο Αρβανιτόπουλου”, που έριξε γέφυρες προς τις ηγεσίες των πανεπιστημίων επαναφέροντας τα ακλόνητα “κεκτημένα” τους, αφήνοντας ανέγγιχτη την πατροπαράδοτη τάξη πραγμάτων και την νομή της εξουσίας σε μια θλιβερή αντιστοιχία με το όχι και τόσο μακρινό 1976. Έτσι, το ελληνικό πανεπιστήμιο, μέσα από τις αθεράπευτες ως σήμερα παθογένειές του, μοιάζει να αντιγράφει το ελληνικό κράτος σε όψεις αυθαιρεσίας, αντιδημοκρατικότητας, και ακύρωσης της πνευματικής ελευθερίας. (Οι εξαιρέσεις, θα έκαναν τον Δημήτρη Χατζή ευτυχισμένο).

Δημοσιευμένο στο αφιέρωμα στο Δημήτρη Χατζή του περιοδικού Φιλολογική της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, τεύχος 123, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 2013.