«Μερικές φορές βλέπω στον ύπνο μου πως το σώμα μου είναι σαν δαντέλα, φτιαγμένο επιδέξια με βελονάκι, καλοδουλεμένο σεμέν, τόσο λεπτό…. Και μπαίνει το φως και το διαπερνά… Και μετά μπαίνει ο χρόνος στο σώμα και το χαλάει…», λένε η Σταυρούλα Σιάμου και η Αγγελική Στελλάτου -ποια ακριβώς δεν έχει σημασία- στην παράσταση Shifting Time, όπου μοιράζονται επί σκηνής μια συναρπαστική κοινή αφήγηση που θα μπορούσε να είναι μυθιστορηματική, όσο και απολύτως αληθινή, για τη στενή σχέση τους με την τέχνη του χορού.
Όπως μπαίνεις στην αίθουσα, τις ακούς να συζητούν, είναι ήδη στη σκηνή, η σιωπή δεν τους ταιριάζει, μοιράζονται τα άγχη τους κι αυτό θα τις χαλαρώσει. Σαράντα χρόνια μετά, και πάντα το ίδιο. Τόσα χρόνια, και πάλι μαζί. Σαν κύκλοι που χάνονται και συναντιούνται συχνά, και πλέκονται όταν το χρειάζονται. «Οι ζωές των χορευτών είναι σαν αυτοκινητάκια που κινούνται σε έναν αυτοκινητόδρομο» μου λέει ο Γιάννης Νικολαΐδης, ο χορογράφος της παράστασης. «Απομακρύνονται, ξανασυναντούνται και πάλι ξαναχάνονται».
Δύο σχοινιά σφηνωμένα στον τοίχο. Τραβούν, μαγνητίζουν, καθοδηγούν τα δύο κορμιά που χορεύουν ανάμεσα τους. Τα φροντίζουν, τα προστατεύουν επίσης. Τους επιτρέπουν να εξηγούν, να διηγούνται τις δικές τους ιστορίες. Μία, δύο, τρεις, παραπάνω. Η ομορφιά, η μνήμη, η φθορά, η ευαισθησία για τον άνθρωπο, η νεότητα, η σωματική αντοχή, η δύναμη της επιμονής, ο χρόνος που περνά και πίσω δεν κοιτά – πάντα τέτοιος. Κι ένα ζαρκάδι που μπαινοβγαίνει στους μονολόγους/διαλόγους, με τη χάρη και τη σιγουριά μιας παιδικής ανάμνησης!
Κλέβω από την παράσταση λέξεις: «Το ζαρκάδι είναι ένα ζώο σε γενικές γραμμές μονογαμικό, την εποχή του ζευγαρώματος λαμβάνει χώρα ένα τρελό κυνηγητό γύρω από ένα δέντρο, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται χαρακτηριστικοί κύκλοι στο έδαφος. Είναι για το καλό του δέντρου, αφού, μόλις τελειώσει το πανηγυράκι, το έδαφος γύρω από το δέντρο έχει σκαφτεί τόσο πολύ που το δέντρο αναπνέει. Αν δεν υπάρχει δέντρο, το θηλυκό κρύβεται στην πυκνή βλάστηση και σφυρίζει στο αρσενικό να έρθει, έτσι απλά γίνονται τα πράγματα στον ελαφόκοσμο, ούτε ανάγκη για επίδειξη, ούτε υποσχέσεις, ούτε κεράσματα».
Στην Πλύφα, στο θεατρικό «δωμάτιο» εκεί στο βάθος της αυλής, ο χορογράφος Γιάννης Νικολαΐδης, όταν δεν σχεδιάζει στο μπλε του τετράδιο του σημειώσεις και διορθώσεις σε μια ακόμη πρόβα πριν την πρεμιέρα, ψιθυρίζει συνωμοτικά και διηγείται ιστορίες πίσω από τις ιστορίες:
«Το ζαρκάδι είναι ένα μέρος της αφήγησης της Αγγελικής. Το κείμενο, στο μεγαλύτερο μέρος του, είναι προσωπικές εμπειρίες των δύο κυριών και έχει μονταριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει κοινή αφήγηση, ώστε να μη μπορείς να καταλάβεις τι, πώς, σε ποια ανήκει. Το ζαρκάδι ήταν πάντως η πρώτη παράσταση χορού που είχε δει στο Ηρώδειο η Αγγελική – ήταν μια χορεύτρια ντυμένη σαν ζαρκάδι και την πιάνανε, την έσερναν στο χωριό πάνω στην σκηνή – και έτσι το ζαρκάδι άρχισε να μας επισκέπτεται μέσα στις πρόβες και να δημιουργεί έναν τρίτο χαρακτήρα, πιο μεταφυσικό. Γιατί έρχεται κάπως και μπαίνει μέσα και σε μια άλλη αφήγηση. Ήταν αυτή η φοβερή δασκάλα, η Κυνηγού, που ήταν δασκάλα των κοριτσιών και είχε εκδώσει ένα βιβλιαράκι που είχε γίνει πολύ διάσημο, όλες οι ερασιτεχνικές σχολές χορού στο πρότειναν. Κι εγώ το θυμάμαι ως παιδί, είχε μέσα αυτές τις εικόνες και τις εξηγήσεις, έτσι κάνει το κατσικάκι, έτσι κάνει το βατραχάκι, έτσι και το ζαρκαδάκι. Ήταν στην ουσία μια έξυπνη μορφή τυποποιημένης ρυθμικής αγωγής».
Ή διευκρινίζει γιατί αποφεύγει τους συμβολισμούς που ίσως εξηγούν τα αυτονόητα, όταν τον ρωτάς για τη χρήση των σχοινιών στην παράσταση: «Έπρεπε να πάρω μια τολμηρή απόφαση αμέσως, τα έστησα στον τοίχο, τα συνδύασα με και χωρίς διαλείμματα, τα βάζαμε, τα βγάζαμε, οπότε είπα θα το πάμε συνεχόμενα από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτό είναι μια δέσμευση, μια δήλωση. Αυτή η δουλειά είναι one way και δεν έχει μπρος πίσω. Αν γίνεις χορευτής, θα παραμένεις για πάντα χορευτής. Με κάποιον τρόπο νιώθω πως ο χορός υπάρχει, σε καθορίζει συνέχεια. Είναι καθολική η σχέση σου με αυτή τη δουλειά, μπορεί και με οποιαδήποτε, οκ, δεν ξέρω, δεν έχω κάνει κάποια άλλη, αυτή κάνω εικοσιπέντε χρόνια και νιώθω πως είμαι δεμένος σε αυτό το άρμα. “Τρέχουν” τα σχοινιά και μαζί τους κι εγώ. Η αλήθεια είναι πως είχα αυτή την ιδέα, να παίξω μαζί τους, από τότε που έκανα φυσιοθεραπεία πριν χρόνια, μετά από μια εγχείρηση. Αστεία, αστεία, σου κάνει φοβερούς μηρούς και μπούτια (γέλια)».
Τον αφήνω στις σημειώσεις του και σκέφτομαι το χρόνο, τη μνήμη. Ανακαλώ κάποιες από τις λέξεις της παράστασης και πάλι, εκεί προς τέλος που αφορούν αυτά που θυμόμαστε, αυτά που αφήνουμε πίσω, αυτά ίσως, ακόμη περισσότερο που ξεχνάμε. «Αν πέσω στο πάτωμα και μείνω ακίνητη και αμίλητη για δύο χρόνια και βρύα και λειχήνες φυτρώσουν στην πλάτη μου, αυτό θα το θυμόμουν; Αλήθεια, γιατί θέλω να με θυμάστε; Γιατί έχω ανάγκη να με θυμάστε; Τι ματαιοδοξία και αυτή ε; Τι μας κάνει να θυμόμαστε; Θυμόμαστε ό,τι έχει νόημα ; Ό,τι είναι όμορφο; Έξυπνο; Πως τρυπώνουν μέσα στο μυαλό μας πρόσωπα, εικόνες, κινήσεις; Τι είναι όλα αυτά που λέω και κάνω εδώ;»