Xr2

Τις προάλλες, στη δουλειά, κάποιος με ρώτησε «τι μουσική ακούω και ποιες είναι οι αγαπημένες μου μπάντες»: φυσικά έπεσε μαύρο και έκανα κανά δεκάλεπτο να απαντήσω. Δεν έχω λίστες με αγαπημένα, και αυτές τις ερωτήσεις όπου πρέπει να ξεχωρίσω κάτι τις θεωρώ πανδύσκολες.

Αν όμως με ρωτήσεις ποιες είναι οι αγαπημένες μου διακοπές, δεν θα κωλώσω δευτερόλεπτο. Ήταν το road trip στην Ιταλία.

Αυτό το ταξίδι έμοιαζε με κάτι δουλειές ή γκομενικά, που είναι καταδικασμένα να πάνε καλά και να κυλήσουν εύκολα από την αρχή. Ήταν Αύγουστος, και ως άνθρωποι που αρνούνται τον προγραμματισμό (από ένα ανεξήγητο άγχος περισσότερο και όχι επειδή είναι πολύ μποέμ) ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζουν τρυφερά την αναβλητικότητα που μαστίζει τους τεμπέληδες, εμείς δεν είχαμε κανονίσει τίποτα. «Εμείς», δηλαδή εγώ και η κολλητούλα μου – ξενιτεμένη πλέον και δυσεύρετη και αφορμή να τα ψιλομπήξεις όταν δεν είσαι και πολύ στις καλές σου. Εκεί που εξετάζαμε το μικρό αγχωτικό combo δωμάτια/εισιτήρια πλοίου/«τι θα γίνει με το αμάξι» («εξέταζε» σωστότερα, γιατί εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα πρακτικό) η Ελένη μπλόκαρε, μου ανακοίνωσε ότι καθόλου δεν ήθελε να πάει σε νησί και πρότεινε να φτιάξουμε βαλίτσες και να πάμε σε έναν φίλο της, στη Ρώμη, έχουμε ξαναπάει Ρώμη; Όχι. Ενώ νησιά; Τα νησιά είναι δίπλα, δεν φεύγουν, μια ζωή σε νησιά (θα) πηγαίνουμε, όχι όχι, θα πάμε με το αυτοκίνητο στον Αλεσάντρο, από Πάτρα-Ανκόνα.

Xr3

Ο Αλεσάντρο ήταν κάποιος που ήξερε από το internet. Για το διδακτικόν τού πράγματος ίσως έπρεπε να κολλήσω κάπου το «ήμασταν μικρές», αλλά δεν ήμασταν, και όσο για τον Αλεσάντρο, αποδείχτηκε φανταστικός.

Όπως καταλαβαίνεις, στο μυαλό μας κάναμε μια τρέλα, οπότε την επόμενη, την επομένη, πήγαμε στην Πάτρα και πήραμε το πλοίο για Ανκόνα κάπως απροετοίμαστες. Τα εισιτήριά μας ήταν για κατάστρωμα, δηλαδή δάπεδο πλοίου κατειλημμένο μέχρι τελευταίας σπιθαμής από sleeping bags και παρέες αποφασισμένες να μην αφήσουν την εικοσάωρη ταλαιπωρία της θάλασσας να τους χαλάσει τις διακοπές ή την κραιπάλη. Πιστεύω, μέχρι και σήμερα, δεν έχω ξαναδεί τόσους πολλούς μεθυσμένους ανθρώπους μαζεμένους σε έναν χώρο, φαντάσου ένα Trainspotting on board, αλλά με αλκοόλ αντί για ναρκωτικά, μια τεράστια πενθήμερη του Πύργου της Βαβέλ. Φυσικά, όλος αυτός ο διάσπαρτος ηδονισμός με είχε φρικάρει μέχρι δακρύων, και από έναν εντελώς ανεξήγητο αλλά σωστό χειρισμό των πραγμάτων και πιθανότατα μια Τύχη, που πεισματικά ήθελε αυτό το ταξίδι να πάει καλά, καταλήξαμε να τρώμε πριγκιπικά στη γέφυρα του πλοίου, δίπλα στο πηδάλιο, και να μας παραχωρήσει ο πλοίαρχος την καμπίνα του για να κοιμηθούμε. «Δυο κορίτσια μόνα, από την Ελλάδα, πατριωτάκια» δεν θα ήταν σωστό να μας αφήσει έτσι.

xr1

Μέχρι σήμερα το πιστεύω, η μοίρα δεν ήθελε να κοιμηθώ στη βρώμικη μοκέτα με μπουκάλια που έπεφταν από τα χέρια μεθυσμένων Άγγλων να γλιστράνε δίπλα στη μούρη μου. Προτιμούσε να πίνω λιμοντσέλο στην καμπίνα του πλοιάρχου, βλέποντας, δεν ξεχνώ, τον Γητευτή των Αλόγων.

Xr5

Η διαδρομή που ακολουθήσαμε ήταν βασισμένη σε χάρτη και στη συμφωνία ότι διανυκτερεύουμε όπου μας φανεί ότι είναι ωραία: Από τη Ρώμη πήγαμε στη Φλωρεντία, μετά στην Τοσκάνη, όπου μείναμε δυο μέρες στο San Gimignano επειδή θέλαμε να δούμε το Μουσείο Βασανιστηρίων, από εκεί στη Βενετία και έπειτα, χωρίς κανέναν μα κανέναν λόγο, φτάσαμε στο Ρίμινι. Δηλαδή, είδαμε την ταμπέλα στον δρόμο, η Ελένη ρώτησε τι σκατά είναι το Ρίμινι, εγώ της απάντησα: «τι εννοείς; Στα 90s; Μύκονος, Ibiza, Rimini; Bring your whistle bring the noise?» και την πώρωσα άθελά μου – είχαμε πει άλλωστε να είμαστε αυθόρμητες. Βέβαια, δεν ήταν τα 90s πια και το Ρίμινι είναι σήμερα ένα Λας Βέγκας σε μικροκλίμακα Λουτρακίου, μια επαρχιακή λουτρόπολη με θολή θάλασσα και συννεφιά, αλλά τέτοιες παρακμιακές μελαγχολίες είναι ό,τι πρέπει για το καλοκαίρι, οπότε το δοκιμάσαμε ένα διημεράκι.

Xr4

Τα πού να φας/τι να δεις θα τα μάθεις καλύτερα από κάποιον άλλο, ένα ταξιδιωτικό κείμενο, έναν κοσμοπολίτη flaneur, έναν άνθρωπο που ζει τη μισή του ζωή στα αεροπλάνα. Εγώ θα σου πω πόσο όμορφη είναι η Ρώμη, πόσο πολιτισμό έχει η Φλωρεντία, πόσο ρεαλιστικά είναι τα πλάνα με τα ηλιοτρόπια στην Τοσκάνη και πόσο αγαπάνε τις γυναίκες οι Ιταλοί: είναι ένα είδος εθνικού καθήκοντος, μη σου πω εξαγώγιμου προϊόντος, το να φλερτάρουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Ή σχέσεις. Επίσης, επειδή θα δεις και τις φωτογραφίες δηλαδή (που βγάζαμε μόνες γιατί ντρεπόμασταν να το ζητήσουμε από ξένους), δεν μπορώ και να κρύψω ότι σε αυτές τις δεκαπέντε μέρες πήρα πάνω από 5 κιλά – ούτε και θα αρνηθώ ότι κολλητούλες-ξεκολλητούλες τσακωθήκαμε, φυσικά, όπως όλα τα κορίτσια στις διακοπές. Θα σε διαβεβαιώσω, επιπλέον, ότι η Βενετία είναι ανάμεσα στα πιο όμορφα πράγματα που έχω δει στη ζωή μου και πως δεν «βρωμάει το καλοκαίρι» όπως πιθανώς ακούς από εδώ και από εκεί. Κυρίως όμως, θέλω να σου πω, και να θυμηθώ και εγώ, για την εντελώς κλισέ, εντελώς μπανάλ και εντελώς πραγματική αδιαπραγμάτευτη ελευθερία που νιώθει κανείς όταν τρέχει σε έναν μεγάλο δρόμο ακούγοντας μουσική, τραγουδώντας δυνατά και έχοντας την ψευδαίσθηση πως όσες έγνοιες είχε μείναν πίσω όταν πέρασε τα σύνορα, και πως η γεωγραφική απόσταση είναι όλες οι αποστάσεις μαζί.

Φυσικά, επειδή είναι έτσι η ζωή, όλα αυτά ισορρόπησαν κάτι μέρες μετά, όταν πήγα στην Πάρο για να κάνω έκπληξη στον έρωτά μου και τον βρήκα να τα έχει φτιάξει με μια Ιταλίδα