Ήταν Μάιος του 1969 όταν μια ομάδα Αφροαμερικανών γονέων στον Μισισιπή μήνυε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών για να αποτρέψει τη φοροαπαλλαγή τριών νέων ιδιωτικών σχολείων μόνο για λευκούς. Υποστήριζαν ότι τα σχολεία δεν ήταν φιλανθρωπικά αφού λειτουργούσαν στη βάση του φυλετικού διαχωρισμού, και άρα δεν δικαιούνταν να εξαιρεθούν της φορολογίας. Για την υπόθεση αυτή, γνωστή ως Green v (εναντίον) Kennedy (ο Κένεντι τότε υπουργός Οικονομικών), το δικαστήριο εξέδωσε το 1970 προσωρινή εντολή για άρση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής για τα σχολεία μόνο για λευκούς μέχρι νεωτέρας.
Τι σχέση έχει μια δικαστική απόφαση από τη ναφθαλίνη της ιστορίας με την πρόσφατη απόφαση-βόμβα του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Dobbs v Jackson Women’s Health Organization που ανέτρεψε το συνταγματικό δικαίωμα των Αμερικανίδων στην άμβλωση μετά από 49 ολόκληρα χρόνια; Αν σκάψει κανείς επίμονα στα ιστορικά στοιχεία, θα ανακαλύψει ότι η επιβολή φόρων στα σχολεία για λευκούς, και όχι οι αμβλώσεις (όπως θέλει το αφήγημα) «γέννησαν» τη χριστιανική δεξιά. Οι αμβλώσεις απλώς «βόλευαν» περισσότερο ως εργαλείο προπαγάνδας.
Στην καρδιά του σκεπτικού της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι η άποψη ότι η κυβερνητική εξουσία μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται για να επιβάλλει συγκεκριμένη ηθική και θρησκευτική άποψη. «Η άμβλωση παρουσιάζει ένα βαθύ ηθικό ζήτημα για το οποίο οι Αμερικανοί έχουν έντονα αντικρουόμενες απόψεις», ανέφερε ο δικαστής Αλίτο στην εναρκτήρια δήλωσή του. Επομένως πιστεύουν ότι είναι αντισυνταγματική, και άρα την επέστρεψαν «στον λαό και τους εκλεγμένους εκπροσώπους του».
Η υπόθεση Dobbs v Jackson Women’s Health Organization την οποία έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο αφορούσε νόμο ψηφισμένο το 2018 από τη ρεπουμπλικανική διοίκηση του Μισισιπή, ο οποίος απαγόρευε τις εκτρώσεις μετά τις 15 βδομάδες. Ο νόμος αυτός ήταν μια καλά υπολογισμένη πρόκληση στη δικαστική απόφαση Roe v Waden, που το 1973 νομιμοποίησε την άμβλωση, δικαιώνοντας δύο γυναίκες στο ότι η απαγόρευσή της στο Τέξας και την Τζόρτζια παραβίαζε το δικαίωμα των γυναικών στην ιδιωτικότητα, και άρα το αμερικανικό Σύνταγμα.
Να διευκρινιστεί ότι ο Roe προέβλεπε η άμβλωση στο πρώτο τρίμηνο να γίνεται χωρίς καμία προϋπόθεση, στο δεύτερο, με κάποιες προϋποθέσεις για την προστασία της υγείας της γυναίκας και στο τρίτο άφηνε τις πολιτείες να αποφασίζουν υπό τον όρο ότι θα υπάρχουν εξαιρέσεις για την προστασία της ζωής και της υγείας της μητέρας.
Κρίνοντας συνταγματικό τον νόμο στον Μισισιπή, το δικαστήριο ουσιαστικά ανέτρεψε τον Roe, και άρα το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, με ψήφους έξι εναντίον τριών. Τρεις από τους δικαστές που ψήφισαν για την ανατροπή τους και άρα υπέρ της απαγόρευσης της άμβλωσης είχαν διοριστεί από τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της alt-right, τον τέως Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Πρόκειται για τον Νιλ Γκόρσατς, τον Μπρετ Κάβανο και την Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ. Για την κατάργηση επίσης ψήφισαν ο Σάμουελ Αλίτο, διορισμένος από τον Ρεπουμπλικανό Τζορτζ Μπους το 2006, ο Κλάρενς Τόμας, επίσης διορισμένος από τον Μπους και θεωρούμενος από πολλούς ως το πιο συντηρητικό μέλος του δικαστηρίου, και ο Τζον Τζ. Ρόμπερτς, που ψήφισε υπέρ διευκρινίζοντας ότι θα προτιμούσε να μην απορρίπτονταν πλήρως ο Roe.
Η ανατριχιαστική απόφαση είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε πλήρη απαγόρευση των εκτρώσεων σε περίπου τις μισές πολιτείες των ΗΠΑ (σε πολλές από τη σύλληψη), καθώς αφήνει το θέμα στη δικαιοδοσία τους, και όχι σε αυτή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ήδη σε δεκατρείς πολιτείες έχουν ενεργοποιηθεί σχετικοί νόμοι.
Πώς συνδέεται όλο αυτό με μια υπόθεση πριν από 53 χρόνια, που αφορούσε στην κατάργηση της φοροαπαλλαγής για τα σχολεία αποκλειστικά για λευκούς;
Τα σχολεία αυτά είχαν αρχίσει να ιδρύονται τη δεκαετία του ’50 από Ευαγγελιστές και μερίδα Καθολικών μετά τη δικαστική απόφαση του 1954 για την υπόθεση Brown v. Board of Education, η οποία κατάργησε τα φυλετικά διαχωρισμένα σχολεία. Όσο κι αν προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, της «λευκής φυλής», η ιστορία ευτυχώς είχε πάρει τον δρόμο της. Λίγο μετά την έκδοση της προσωρινής διαταγής από το δικαστήριο για κατάργηση της φοροαπαλλαγής σε σχολεία φυλετικών διακρίσεων, το 1970, η κυβέρνηση Νίξον πέρασε και νόμο με τον οποίο απαγόρευσε την απαλλαγή φόρου γι’ αυτά τα σχολεία. Ήταν ρατσιστικά, άρα όχι «φιλανθρωπικά», οπότε δεν δικαιούνταν απαλλαγή. Ομοίως, πλέον ούτε οι δωρεές προς αυτά θα εξέπιπταν της φορολογίας.
Οι συντηρητικοί Ευαγγελιστές και οι Καθολικοί δεν είχαν πολλά κοινά, και δεν ανακατεύονταν ιδιαίτερα στην πολιτική. Όταν όμως αντιλήφθηκαν ότι πλέον τα θεσμικά περιθώρια στένευαν ασφυκτικά, οπότε τα παιδιά τους θα έπρεπε να πηγαίνουν σχολείο μαζί με τα μαύρα παιδιά και ότι αν ήθελαν να διατηρήσουν τη ρατσιστική τους «κανονικότητα» θα έπρεπε να πληρώνουν φόρους, αποφάσισαν ότι θα ανακατευτούν με την πολιτική.
Κάπως έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, γεννήθηκε η χριστιανική Δεξιά. Όχι γιατί έχυνε δάκρυα για το «αγέννητο παιδί», αλλά γιατί έχανε προνόμια και φράγκα – και γιατί δεν έγινε δεκάρα για τα δικαιώματα των γεννημένων μη λευκών παιδιών.
Πώς θα συσπείρωνε όμως τον κόσμο γύρω της; Μια καμπάνια για τη διατήρηση του ρατσισμού ήταν πλέον εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Έπρεπε να βρουν κάτι άλλο.
Εν τω μεταξύ, υπήρχαν ήδη κάποιες υπερσυντηρητικές κινήσεις, αλλά περιθωριακές πολιτικά. Όπως εκείνη του Πολ Γούερικ, συνιδρυτή του Heritage Foundation, που υποστήριζε ότι αν οι Ευαγγελιστές συσπειρώνονταν πολιτικά, θα ασκούσαν τεράστια επιρροή και θα προωθούσαν αποτελεσματικά τους σκοπούς τους. «Η νέα πολιτική φιλοσοφία πρέπει να ορίζεται από εμάς [τους συντηρητικούς] με ηθικούς όρους, να πακετάρεται σε μη θρησκευτική γλώσσα και να προπαγανδίζεται σε όλη τη χώρα μέσω του νέου μας συνασπισμού», έγραφε στα μέσα του ’70.
Ο Γουέρικ είχε προσπαθήσει επανειλημμένως μετερχόμενος διάφορα θέματα να συσπειρώσει κόσμο, περιλαμβανομένης της άμβλωσης, χωρίς αποτέλεσμα. Οι χριστιανικές οργανώσεις δεν είχαν λόγο να κινητοποιηθούν, καθώς τους επιτρεπόταν να δρουν όπως νόμιζαν. Μέχρι που ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων το 1970 τις έκανε να ανησυχήσουν ότι εφεξής η κυβέρνηση θα «επενέβαινε» στα «του οίκου τους».
Το τελικό χτύπημα που συσπείρωσε τη χριστιανική δεξιά ήταν όταν η κυβέρνηση, μετά από πολυετή έρευνα που διαπίστωνε τη ρατσιστική του δομή, ήρε το καθεστώς φοροαπαλλαγής του φονταμενταλιστικού Πανεπιστημίου Μπομπ Τζόουνς. Ο ιδιοκτήτης Τζόουνς άρχισε να κηρύττει ότι ο φυλετικός διαχωρισμός υπαγορεύεται από τη Βίβλο, αλλά ο Γουέρικ και ο επίσης ιδιοκτήτης σχολείου και φονταμενταλιστής ιεροκήρυκας Τζέρι Φάλγουελ φρόντισαν να γυρίσουν τη ρητορική «υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας».
Ωστόσο, το πρόβλημα παρέμενε. Δεν μπορούσαν να βγουν και να πουν «στηρίξτε μας για να μην πληρώνουμε φόρους». Ήταν θυμωμένοι με πολλά, ωστόσο η άμβλωση δεν τους πολυαπασχολούσε, ούτε μετά τον Roe. Αυτό ίσχυε και για τους Ευαγγελιστές, που σήμερα αποτελούν τον πυρήνα της κίνησης κατά της άμβλωσης.
Όπως αναφέρει το Politico, είναι χαρακτηριστικό ότι το 1968 το Συμπόσιο της Χριστιανικής Ιατρικής Κοινότητας και του περιοδικού-ορόσημου των Ευαγγελιστών Christianity Today αρνήθηκε να καταδικάσει την άμβλωση ως «αμαρτία», επικαλούμενο την «ατομική υγεία, την οικογενειακή ευημερία και την κοινωνική υπευθυνότητα». Και το 1971, ευαγγελιστές εκπρόσωποι στο Συνέδριο Βαπτιστών του Νότου στο Σεν Λούις του Μιζούρι πέρασαν ψήφισμα που ενθάρρυνε τους Βαπτιστές του Νότου να εργαστούν για νομοθεσία νομιμοποίησης της άμβλωσης «σε περιπτώσεις βιασμού, αιμομειξίας, ξεκάθαρων ενδείξεων για σημαντική εμβρυική ανωμαλία και προσεκτικά διασταυρωμένα στοιχεία πιθανότητας ζημιάς στην συναισθηματική, διανοητική και σωματική υγεία της μητέρας». Η ίδια θέση επιβεβαιώθηκε στα συνέδρια του 1974 και του 1976, μετά τον Roe. Μάλιστα, ο πρώην πρόεδρος του Συνέδριο Βαπτιστών του Νότου και πάστορας στο Ντάλας του Τέξας ο Γ. Α. Κρίσγουέλ είχε χαιρετίσει τον Roe. Σε γενικές γραμμές, τότε οι περισσότεροι Προτεστάντες υποστήριζαν ότι οι αμβλώσεις πρέπει να είναι νόμιμες και οι Ευαγγελιστές δίδασκαν ότι η ζωή ξεκινά μετά τη γέννηση. Εκείνοι που αντιτίθετο περισσότερο ήταν οι Καθολικοί.
Στην τελική, ο Roe ήταν το επιστέγασμα της νομιμοποίησης της άμβλωσης σε κάποιες πολιτείες το ’60, αποτέλεσμα του φεμινιστικού κινήματος αλλά και φιλελεύθερων χριστιανικών και εβραϊκών δογμάτων που αντιλαμβάνονταν ότι η προστασία των γυναικών είναι θέμα ηθικής. Εξάλλου, ο Roe έβαζε τέλος σε έναν αιώνα ανατριχιαστικών προσπαθειών άμβλωσης, που γίνονταν με μέσα όπως βελόνες πλεξίματος και χημικά, και από κομπογιαννίτες γιατρούς.
Άλλο όμως αυτό και άλλο η διατήρηση των προνομίων των λευκών. Όταν στα τέλη του ’70 οι υπερσυντηρητικοί διαπίστωσαν ότι οι Αμερικανοί γενικά είχαν αρχίσει να ανησυχούν για την αύξηση του αριθμού των νόμιμων αμβλώσεων μετά τον Roe (ανεξάρτητα αν αυτό συνέβαινε γιατί τα περιστατικά πλέον απλώς καταγράφονταν), τότε κατάλαβαν ότι μάλλον είχε έρθει η ώρα.
Έξι ολόκληρα χρόνια μετά τον Roe, λοιπόν, οι Ευαγγελιστές επικεφαλής αποφάσισαν να κάνουν επίκεντρο της «σταυροφορίας» τους την άμβλωση, όπως επέμενε ο Γουέρικ. Το διακύβευμα ήταν να μην εκλεγεί δεύτερη φορά πρόεδρος ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ. Δεν μπορούσαν να κάνουν καμπάνια υπέρ της φοροαπαλλαγής των ρατσιστικών σχολείων, οπότε θα έκαναν κατά των αμβλώσεων. Εξάλλου, «κούμπωνε» με την υπερσυντηρητική τους ατζέντα εναντίον των δικαιωμάτων των γυναικών, των ομοφυλόφιλων – βασικά οποιουδήποτε δεν ήταν άντρας, λευκός και χριστιανός. Το θέμα τελικά συσπείρωσε συντηρητικούς Καθολικούς, Προτεστάντες και Ευαγγελιστές.
Στην εργαλειοποίηση της άμβλωσης, η κίνηση βρήκε σύμμαχο τον θεολόγο Φράνσις Σέφερ, που κήρυττε ότι οι χριστιανικές αξίες ισοπεδώνονται από τον «κοσμικό ανθρωπισμό». Ο Σέφερ, που σήμερα θεωρείται νονός της χριστιανικής δεξιάς, αναδείχθηκε σε ορκισμένο εχθρό της νομιμοποίησης των εκτρώσεων. Μαζί με τον παιδοχειρουργό Everett Koop, δημιούργησαν σειρά μίνι ταινιών με τίτλο Whatever Happened to the Human Race? Οι ταινίες περιείχαν σκηνές με κούκλες-μωρά σκορπισμένα στις ακτές των Σοδόμων και των Γομόρρων, με πρόσωπα γεμάτα μπογιά-αίμα, ένα αληθινό μωρό σε κλουβί να κλαίει και δαιμονισμένους γιατρούς που ρούφαγαν και τεμάχιζαν έμβρυα. Σαν νέοι σταυροφόροι, έκαναν περιοδεία σε όλη τη χώρα προβάλλοντας τα ταινιάκια και επηρεάζοντας κόσμο.
Από το τότε σιγά σιγά φθάσαμε στο σήμερα, που οι απόγονοι των ιεροκηρύκων των σχολείων για λευκούς αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του αμερικανικού κατεστημένου.
Η σημερινή σκληρή χριστιανική δεξιά των ΗΠΑ δεν περιορίζεται σε «χαριτωμένες» εκδηλώσεις διάδοσης των θεωριών της. Τα μέλη της, ως επί αιώνες οι πλέον προνομιούχοι του πλανήτη, δηλαδή λευκοί, Χριστιανοί και σε μεγάλο ποσοστό άντρες, ξέρουν πολύ καλά πώς δουλεύει το σύστημα. Εκείνοι το τρέχουν αιώνες τώρα. Επιδίδονται λοιπόν σε συστηματικές και στοχευμένες ενέργειες για να εκλέξουν τους δικούς τους σε καίριες θέσεις εξουσίας, δηλαδή πολιτικούς κατά της άμβλωσης και γενικά υπέρ της επιστροφής στην εποχή που κανείς δεν αμφισβητούσε την ανωτερότητα, και άρα την απόλυτη εξουσία τους.
Έτσι, λοιπόν, παρόλο που ένας Ρεπουμπλικανός, ο Νίξον, είχε περάσει τον Νόμο περί Πολιτικών Δικαιωμάτων δίνοντας τη χαριστική βολή στα σχολεία λευκών, το 1980 η χριστιανική δεξιά έβαλε στόχο να μην εκλεγεί δεύτερη φορά πρόεδρος ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ. Γιατί ήξερε ότι με τους Δημοκρατικούς δεν θα μπορούσε να προωθήσει την ατζέντα της. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα στηριζόταν, αλλά έπρεπε να αλλάξει η σύνθεσή του, γιατί είχε γεμίσει κοινωνικά φιλελεύθερους.
Τότε, λοιπόν, στήριξαν τον Ρέιγκαν έναντι του Κάρτερ. Τι κι αν ο Ρέιγκαν ως κυβερνήτης της Καλιφόρνια το 1967 είχε περάσει «τον πιο φιλελεύθερο νόμο για τις αμβλώσεις στη χώρα», όπως γράφει το Politico; Ο Ρέιγκαν σε προεκλογική του ομιλία του σε Ευαγγελιστές στο Ντάλας είχε μιλήσει εναντίον της φοροεπίθεσης στα «ανεξάρτητα σχολεία». Τρία χρόνια μετά το 1982, όταν απορρίφθηκε η έφεση του ρατσιστικού Πανεπιστημίου Μπομπ Τζόουνς να μην πληρώνει φόρους, ο Ρέιγκαν τοποθέτησε επικεφαλής δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον μόνο δικαστή που είχε διαφωνήσει, τον Ουίλιαμ Ρένκιστ, σημειώνει το Politico.
Όπως αναφέρει ο Guardian, χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, αρκετές δεκαετίες και πολύ χρήμα για να αλλάξει η σύνθεση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και να κυριαρχήσουν οι φονταμενταλιστές κατά της αυτοδιάθεσης του σώματος των γυναικών – γιατί περί αυτού πρόκειται.
Όπως διαπιστώνουν έρευνες, γνωστές πολυεθνικές και μεγάλες εταιρείες έχουν χρηματοδοτήσει πολιτικούς που τάσσονται κατά της άμβλωσης. Χρήμα ρίχτηκε επίσης σε (ακρο)δεξιές οργανώσεις, μέσα μαζικής ενημέρωσης, λομπίστες που προωθούσαν την ιδέα. Στόχος, η διείσδυση δικών τους ανθρώπων στον πυρήνα της εξουσίας, ο οποίος φυσικά περιλαμβάνει και το Ανώτατο Δικαστήριο.
Τέτοιες οργανώσεις είναι η Alliance Defending Freedom (περισσότερα, εδώ), η First Liberty, η Becket και η Federalist Society. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο Guardian, η τελευταία είναι οργάνωση υποστήριξης δεξιών δικαστικών, και ο επικεφαλής της Λέοναρντ Λέο έχει διοχετεύσει πακτωλό χρημάτων σε δίκτυο ομοϊδεατών οργανώσεων. «Αυτό το σχήμα έχει δημιουργήσει ένα κανάλι διοχέτευσης υποστηρικτών των συγκεκριμένων ιδεών σε σημαντικές δικαστικές θέσεις σε εθνικό και ομοσπονδιακό επίπεδο. Σχεδόν το 90% των υποψήφιων που πρότεινε ο Τραμπ για το Εφετείο ήταν ή είναι μέλη της Federalist Society, σύμφωνα με τον Γερουσιαστή Sheldon Whitehouse, καθώς και οι έξι συντηρητικοί δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι νυν ή πρώην μέλη», συμπληρώνει η εφημερίδα.
Οι Ρεπουμπλικανοί και η χριστιανική ακροδεξιά φαίνεται πως αντιλαμβάνονται πολύ περισσότερο από τους προοδευτικούς και το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα πώς λειτουργεί η εξουσία. Το 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ήταν καν στο Top-10 των προτεραιοτήτων των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών. Ήταν όμως στο Top-5 των Ρεπουμπλικανών.
Επιπλέον, η χριστιανική δεξιά δεν στηρίζεται μόνο «σε ταινίες που δίνουν έμπνευση ή συγκινητικούς λόγους στα Όσκαρ ή hashtag στο Twitter για να προωθήσουν τον σκοπό τους», έγραφε το Time. «Ενώ η αριστερά μετρούσε τον αριθμό των γυναικών που ήταν υποψήφιες για Όσκαρ… οι γνωστοί Ρεπουμπλικανοί παράγοντες έχτιζαν προσεκτικά ένα κανάλι συντηρητικών δικαστών με αψεγάδιαστα βιογραφικά και ανέμεναν πότε θα προέκυπταν κενές θέσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο», συνέχιζε. «Το 2014, τη χρονιά που θεωρούσα ως καλύτερη για τις γυναίκες, ήταν επίσης η χρονιά που οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν τη Γερουσία, τοποθετώντας τον [Μιτς] ΜακΚόνελ στη θέση που θα του επέτρεπε να μπλοκάρει την προτεινόμενη από τον Ομπάμα υποψηφιότητα του Μέρικ Γκάρλαντ στο Ανώτατο Δικαστήριο». Αυτό επέτρεψε στη συνέχεια στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να διορίσει έναν ακόμα δικαστή κατά της άμβλωσης, συμπλήρωνε η αρθρογράφος.
Η εκπροσώπηση είναι φυσικά σημαντική. Αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Ενδεικτικό, ότι στους δικαστές που ανέτρεψαν το δικαίωμα των Αμερικανίδων στην άμβλωση συγκαταλέγονταν μία γυναίκα και ένας μαύρος Αμερικανός. Εξάλλου, όπως επισημαίνει το Time, από τον αριθμό-ρεκόρ των 147 εκλεγμένων γυναικών στο Κογκρέσο, οι 41 είναι Ρεπουμπλικανές, εκ των οποίων πολλές κατά της άμβλωσης.
«Σε όλες τις κυρίαρχες οργανώσεις κατά της άμβλωσης στη χώρα, επικεφαλής είναι γυναίκες. Για πρώτη φορά στην ιστορία, υπηρετούν ταυτόχρονα τέσσερις γυναίκες στο Ανώτατο Δικαστήριο – και η δικαστής Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ ήταν κομβική στο να μπει ταφόπλακα στο Roe. Περισσότερες λευκές γυναίκες ψήφισαν τον Τραμπ, και όχι τη Χίλαρι Κλίντον το 2016. Και αυτό εκπροσώπηση ήταν. Και αυτό είχε σημασία», σημειώνει το Time.
Η εκπροσώπηση λοιπόν είναι σύνθετη μαθηματική εξίσωση στην οποία εκτός από το φύλο, πρέπει να συνυπολογιστούν η οικονομική ανισότητα, ο δομικός ρατσισμός και ο εσωτερικευμένος μισογυνισμός.
«Τα αφηγήματα που εμπνέουν είναι υπέροχα, αρκεί να κινητοποιούν τους ανθρώπους να χτίσουν πραγματική πολιτική εξουσία», καταλήγει το Time.
Εάν η αμερικανική κοινωνία δεν αγωνιστεί συστηματικά για να αναμορφώσει τους θεσμούς που οδήγησαν στην ανατροπή του Roe και δεν ενισχυθούν φεμινιστικές και άλλες οργανώσεις υπεράσπισης δικαιωμάτων, θα ακολουθήσει οδοστρωτήρας.
Μια γεύση έδωσε ο δικαστής Κλάρενς Τόμας, που στο σκεπτικό του για την απόφαση αναφορικά με τον Roe σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να επανεξετάσει «όλα τα προηγούμενα σημαντικών υποθέσεων αυτού του δικαστηρίου, περιλαμβανομένων εκείνων των Griswold, Lawrence και Obergefell».
Στην υπόθεση Griswold v Connecticut, το 1965, κατοχυρώθηκε το δικαίωμα ενός παντρεμένου ζευγαριού να χρησιμοποιεί αντισύλληψη χωρίς τη μεσολάβηση της κυβέρνησης. Στην υπόθεση του 2003 Lawrence v Texas αποφασίστηκε ότι οι πολιτείες δεν μπορούν να ποινικοποιούν τον σοδομισμό. Και το 2015 στην Obergefell v Hodges κατοχυρώθηκε το δικαίωμα των ομοφυλοφίλων στον γάμο.
Κι εδώ, φαίνεται ότι η απλή «εκπροσώπηση» δεν δουλεύει. Ο Τόμας είναι μαύρος Αμερικανός. Καθόλου τυχαία προφανώς δεν έθιξε την απόφαση της υπόθεσης Loving v Virginia, με την οποία κατοχυρώθηκε το δικαίωμα για διαφυλετικό γάμο, αφού ο ίδιος είναι παντρεμένος με τη λευκή δεξιά ακτιβίστρια Τζίνι Τόμας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πέντε δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αναφέρει η Daily Beast, είναι οπαδοί της νέας «φιλοσοφίας» του «originalism» σύμφωνα με την οποία μόνο τα δικαιώματα που είναι μέρος «της ιστορίας και της παράδοσης του έθνους μας» καλύπτονται από το Σύνταγμα. Καθ’ όλα εξωφρενικό.
Εάν δεν υπάρξει δυναμική αντίδραση στην απαγόρευση στο δικαίωμα στην άμβλωση για να ανακοπεί η οπισθοδρόμηση, σύντομα θα παρακολουθούμε δίκες –και μαζικές καταδίκες- σύγχρονων «Μαγισσών του Σάλεμ».