Δεν ξέρω για σας, αλλά σε μένα είχε χρόνια να συμβεί. Λίγο η αργία, λίγο η καραντίνα, μετρούσα τις μέρες, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα. Και ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος που πετάχτηκε από το κρεβάτι σήμερα το πρωί, έφτιαξε καφέ κι αποφάσισε να απολαύσει τις επόμενες δύο ώρες όπως κάθε μπουκιά από το τελευταίο παγωτό του καλοκαιριού της παιδικής του ηλικίας.
Στην κεντρική σελίδα της πλατφόρμας, ο τίτλος ήταν The Last Dance, επισκιάζοντας κάθε άλλο προτεινόμενο. Η πολυναναμενόμενη, βασικά πολυπόθητη, σειρά ντοκιμαντέρ για την τελευταία χρονιά του Μάικλ Τζόρνταν στους Chicago Bulls, για το τελευταίο τους πρωτάθλημα αλλά, στην ουσία, για το πώς φτιάχτηκε η κορυφαία ομάδα μπάσκετ όλων των εποχών, είναι ένα πρότζεκτ για το οποίο ακούμε εδώ και δύο χρόνια. Ήταν προγραμματισμένο να το δούμε τον Ιούνιο ταυτόχρονα με τους τελικούς του ΝΒΑ (ίσως σε μια προσπάθεια να ανέβουν τα πεσμένα νούμερα τηλεθέασης των περασμένων σεζόν), όμως -ελέω κορωνοϊού-, τελικά το λανσάρισμά του επισπεύστηκε για το Σαββατοκύριακο που θα ξεκινούσαν τα φετινά play-offs. Κυριακή του Πάσχα 19 Απριλίου, αμερικάνικη πρεμιέρα στο ESPN, λίγες ώρες μετά διαθέσιμο για τον υπόλοιπο πλάνήτη μέσω Netflix που θα προβάλλει και τα 10 επεισόδια (σε 5 ζευγάρια, κάθε Δευτέρα μέχρι τις 18 Μαϊου).
Είναι κάπως αστείο, κρίνοντας από τους συντελεστές, τα production values και τη συμμετοχή του ίδιου του Τζόρνταν στη σειρά, να συζητάμε αν η προσμονή δικαιώθηκε από την πρεμιέρα. Εδώ που τα λέμε, η ικανοποίηση ήταν μάλλον προαποφασισμένη. Πάμε να συζητήσουμε λοιπόν τι είδαμε: ποιες ήταν οι σημαντικότερες ερώτησεις, τα καλύτερα στιγμιότυπα, οι πιο χαρακτηριστικές ατάκες, τα πρώτα συμπεράσματα.
Θα το κάνουμε κάθε Δευτέρα. Αν έζησες τα 90s με μια μπάλα του μπάσκετ κάπου κοντά σου, το Last Dance μοιάζει με Χριστούγεννα, Πάσχα, Πρωτοχρονιά και 200 χρόνια από την Επανάσταση μαζί…
Το καλοκαίρι του 1997, έχοντας μόλις κερδίσει το 5ο τους πρώτάθλημα σε 7 χρόνια και μετά από μια διαδικασία που ωρίμαζε μια δεκαετία, οι Bulls ήταν χωρισμένοι (περισσότερο από ποτέ) σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία, ο Τζόρνταν και ο Πίπεν, οι εκτυφλωτικοί σταρ της ομάδας και φυσικά της λίγκας, κι από την άλλη ο Τζέρι Κράουζ, o General Manager που την είχε συναρμολογήσει. Στη μέση, και προς το μέρος, των παικτών ο ήδη θρυλικός κόουτς Φιλ Τζάκσον – στη μέση, και προς το μέρος του Κράουζ, ο ιδιοκτήτης (κι εργοδότης όλων) Τζέρι Ράισντορφ. Η μονοετής ανανέωση του συμβολαίου του Τζάκσον διήρκεσε μερικά δευτερόλεπτα και ήταν η αρχή του τέλους («ακόμα κι αν κερδίσεις 82 παιχνίδια»). Στο πρώτο λοιπόν ραντεβού με τους παίκτες για το ξεκίνημα του training camp ο Τζάκσον είχε γράψει στον πίνακα “the last dance”/ «ο τελευταίος χορός».
Δεν είναι η πρώη φορά που μια ομάδα, παρότι υπέρλαμπρη, βρισκόταν σε one-off αποστολή, ακριβώς επειδή τα κομμάτια που την αποτελούν δεν ανέχονταν το ένα το άλλο. Πολύ πρόχειρα παραδείγματα από τη δική μας, εντελώς ταπεινή, αθλητική πραγματικότητα: ο Παναθηναϊκος του Σούμποτιτς που το ’98-99 πήρε το πρωτάθλημα στο ΣΕΦ με τον «Πίξι» ουσιαστικά απολυμένο από τα μισά της χρονιάς ή ο ποδοσφαιρικός Ολυμπιακός της χρονιάς ’99-00 όταν το γυαλί μεταξύ Κόκκαλη και Μπάγεβιτς είχε σπάσει (να μη μιλήσουμε για την χρονιά που ο Ντούσκο έφυγε από την ΑΕΚ το ’96).
Ο πρωταθλητισμός έχει μια βασική συνθήκη. Το χειροκρότημα το παίρνει (δικαίως) αυτός που σκοράρει, φέρνει τίτλους, πουλάει φανέλες και κόβει τα εισιτήρια. Αυτός που πληρώνει ή παίρνει αποφάσεις -τουλάχιστον στις ΗΠΑ που δεν έχουν ακόμα ανακαλύψει το «είναι τρελός ο πρόεδρος»- σπάνια αποθέωνεται. Το Last Dance μας δείχνει ότι είναι δύσκολο να το χωνέψει κανείς, ακόμα και στο ανώτατο επίπεδο.
Έφυγε από τη ζωή πριν τρία χρόνια, στα 78 του. Δε νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία, για όποιον είδε την πρεμιέρα, ότι η παρουσία του Τζέρι Κράουζ (όχι μέσω πλάνων αρχείου) θα ανέβαζε μια πίστα τη σειρά. Όταν από την φράση του «οι οργανισμοί κερδίζουν τα πρωταθλήματα, όχι μόνοι οι παίκτες και οι προπονητές», αφαιρέθηκε το «μόνοι», το ποτήρι ξεχείλισε. Άντε, να το εξηγήσεις αυτό στον Πιο Διάσημο Άνθρωπο του Πλανήτη εκείνη την εποχή…
Όμως, η κουβέντα δεν τελειώνει εκεί. Είναι ο Μάικ ο Σπουδαιότερος Παίκτης στην Ιστορία; Αν και σας βλέπω όσους ψηφίζετε Λεμπρόν εκεί στο βάθος, το impact του MJ δεν συγκρίνεται. Θα είχε αυτό το impact αν δεν ήταν ο ηγέτης των Bulls του διπλού θρι-πιτ; Θα το είχε αλλά θα ήταν μάλλον κάποια κλικ λιγότερο εκκωφαντικό. Θα έπαιρνε έξι πρωταθλήματα χωρίς το όραμα του Κράουζ; Αποκλείεται.
Όσο «αντιτουριστικός» κι αν ήταν ο Τζέρι, έβλεπε διαμάντια εκεί που οι άλλοι δεν έβλεπαν τη μύτη τους. Προσέλαβε ως προπονητή τον Φιλ Τζάκσον από το CBA, σκαρφάλωσε στο draft για να φέρει στο Σικάγο τον (εγκληματικά κακοπληρωμένο στη συνέχεια) Πίπεν από ένα παντελώς άγνωστο κολλέγιο β’ κατηγορίας, δεν κώλωσε να ανταλλάξει τον, κολλητό του Τζόρνταν, Τσαρλς Όκλεϊ για να αποκτήσει η ομάδα πραγματικό σέντερ (Μπιλ Καρτράιτ), έγινε γραφικός κυνηγώντας για χρόνια τον Τόνι Κούκοτς (προκαλώντας την οργή Τζόρνταν-Πίπεν), ρίσκαρε με την ωρολογιακή βόμβα Ρόντμαν, μέχρι και τον κάποτε “Jordanesque” Ρον Χάρπερ πρόσθεσε στο supporting cast. (Εντάξει, ο Τιμ Φλόιντ, ως διάδοχος του Τζάκσον, δεν ήταν λαβράκι.)
Αλλά έπεσε κι αυτός στην «τεχνοκρατική» παγίδα του process. Αναζητώντας την ηδονή στο να ξαναχτίσει μια «δυναστεία», από το να συντηρήσει την υπάρχουσα. Αφήστε που έπρεπε κιόλας να είχε καλέσει τον Φιλ Τζάκσον στον γάμο της κόρης του…
Στα 84 του, παραμένει ιδιοκτήτης των Bulls και των White Sox στο μπέιζμπολ. Ο Τζερι Ράινστορφ είναι εκείνος που δίνει έναν φλεγματικό, σχεδόν βρετανικό, τόνο στο doc με τις ατσαλάκωτες ατάκες του όπως «αν δε με καλούσαν εμένα σε γάμο, θα τους ευχαριστούσα» ή ότι η κατάσταση των Bulls πριν τον Τζόρνταν ήταν «σαν την καριέρα του Ρόντνεϊ Ντέιντζερφιλντ που κανείς δε σεβόταν» («α, ναι ρε, ΑΥΤΟΣ είναι ο Ρόντνεϊ Ντέιντζερφιλντ»)
Από την στιγμή που μιλάει ο Τζόρνταν, ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί την πρόσκληση να σταθεί μπροστά στις κάμερες; Ούτε καν δύο πρώην Πλανητάρχες, ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Μπιλ Κλίντον.
To τοπ-5 μου:
If I can age as well as this guy then I’ll be happy.
Just dripping in swag. #TheLastDance pic.twitter.com/OnGu1DUioF
— Andrew Steele-Davis (@andrewsteeled) April 20, 2020
Πριν την αναγόρευση του Ντέιβιντ Στερν σε Κομισάριο του NBA το 1984, τα ναρκωτικά – και ειδικά η κοκαϊνη- είχαν μεγάλη διείσδυση στο πρωτάθλημα. Ήταν κοινό μυστικό, «σημείο των καιρών». Μαρτυρίες έλεγαν ότι ως και 75% των παικτών έκανε περιστασιακή χρήση, προκαλώντας σοβαρό κακό στην εικόνα της λίγκας (εκείνη η εποχή, βέβαια, των late 70s-early 80s σήμερα έχει μια παραγνωρισμένη «μερακλίδικη» γοητεία). Ο Τζόρνταν έγινε το icon της νέας εποχής και γι’ αυτό: όσον αφορά τις ουσίες, ήταν πάντα ένα πεντακάθαρο υπόδειγμα.
Στο πιο πικάντικο σκηνικό της πρεμιέρας, ο ίδιος ο Τζόρνταν εξιστορεί γελώντας εκείνo το στιγμιότυπο από την ρούκι σεζόν του που μπήκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και είδε ένα πάρτι να συμβαίνει με πολλούς συμπαίκτες του, πολλή κόκα, αρκετό χόρτο και μερικές γυναίκες. Έχει προηγηθεί ερώτηση αν οι Bulls των early 80s ήταν όντως “Cocaine Travelling Circus”. Κοιτάζοντας κανείς το ρόστερ τους την προηγούμενη σεζόν 1983-84 βλέπει τον Μίτσελ Γουίγκινς (κατέληξε να το ματώνει στην Α1 με Μίλωνα και Σπόρτιγκ, τιμωρημένος για ναρκωτικά από το NBA) που έφυγε για Χιούστον, στην ομάδα όμως παρέμειναν κι έγιναν συμπαίκτες του MJ α θεαματικός Ορλάντο Γούλριτζ (πέρασε από Τρεβίζο και Μπολόνια στο τέλος της καριέρας του) και ο Κουεντίν Ντέιλι. Αμφότεροι σεσημασμένοι ναρκοπαραβάτες, έφυγαν νωρίς από καρδιά, στα 52 και 49 τους αντίστοιχα.
Από τον Λάρι Μπερντ για εκείνο το ματς των play-offs του 1986 που περιγράφεται εξονυχιστικά, στο οποίο ο Τζόρνταν παρέλυσε την άμυνα της Βοστόνης στάζοντας 63.
Ο MJ φημίζεται για πολλά πράγματα, αλλά ποτέ κανείς δεν τον κατηγόρησε για καλό γούστο στα ρούχα. Το σχετικό tumblr προς…τιμήν του τα λέει όλα. Και στο Last Dance με τα πληθωρικά, 4-5 νούμερα μεγαλύτερα, κοστούμια σαν κι αυτό με το οποίο σκάει στη γαλλική τηλεόραση, το επιβεβαιώνει.
(Εύφημος μνεία στον μπερέ επίσης από το Open στο Παρίσι με τη συμμετοχή και του Ολυμπιακού. Και μια ερώτηση: παρατηρησατε κι εσείς ότι τα μάτια του είναι σχεδόν κόκκινα σε όλα τα talking head σημεία;)
Κι όμως, υπήρξε κι ο MJ άφραγκος φοιτητής στο Τσάπελ Χιλ της βόρειας Καρολίνας με μόλις 20 δολάρια στον λογαριασμό του κάπου γύρω στο 1981. Το γράμμα στη μαμά του (που αναφέρεται συνεχώς και κάπως άβολα στον μακαρίτη άντρα της ως «μίστερ Τζόρνταν») είναι η δεύτερη καλύτερη ιστορία της πρεμιέρας.
…η τουλάχιστον να την κάνει κάποιος που, εκτός από αγγλικά, έχει δει και λίγο μπάσκετ. Για να μην καταλήγει ο center «κεντρικός» και το The Shot του 1982 «τρίποντο» σε μια εποχή που στο τουρνουά του NCAA κανένα καλάθι δε μετρούσε για τρεις πόντους.
Θα είναι όσο το δυνατόν αντικειμενικό το Last Dance απέναντι στον βασικό του πρωταγωνιστή; Υπάρχει μια ατάκα του κόουτς Ρόι Γουίλιαμς που λέει ότι «ο Τζόρνταν ήταν τόσο καλός στη δουλειά του όσο οποιοσδήποτε υπήρξε πάντα τόσο καλός σε οτιδήποτε».
Μόνο που δεν ήταν μόνο αυτό.
Ειδικά στα χρόνια μέχρι το πρώτο πρωτάθλημα (1991) υπήρξε κι αφόρητα εγωιστής, και κακός συμπαίκτης, και κάποιος που έκανε σοβαρό bullying στα αποδυτήρια. Η παρουσία στο καστ των συνεντευξιαζόμενων του Σαμ Σμιθ που έχει γράψει το «απαγορευμένο» The Jordan Rules αφήνει κάποια υπόνοια ίντριγκας για τη συνέχεια. Το ότι η πλευρά του Τζόρνταν είχε δικαίωμα έγκρισης του final cut μάλλον προετοιμάζει για μια βερσιόν «ο Μάικ τους έκραζε για το καλό τους», ψήγματα της οποίας είδαμε στα δύο πρώτα επεισόδια με το πέσιμο στον Ρον Χάρπερ και το ψάρωμα του Σκοτ Μπαρέλ.
https://twitter.com/Ballislife/status/1252233322446688256
https://www.youtube.com/watch?v=rYFlzJyxWlw
Ακούγονται οι πρώτες νότες, μπάινουν τα ντραμς από το “Sirius” των Alan Parsons Project, ο Τόμι Έντουαρντς παίρνει το μικρόφωνο και φωνάζει στεντόρεια “…aaaand now the starting line-up for your Chicago Bulls (…) from North Carolina at guard, six six, Miiiiichael Jordan”.
Η μεγάλη ανατριχίλα. Τότε, τώρα, πάντα.