Σε πολλά ποιήματα οι ποιητές υιοθετούν το «βλέμμα του νεκρού». Δηλαδή την υπόθεση ότι έχουν πεθάνει και περιγράφουν απ’ την δική τους οπτική τα συμβάντα γύρω απ’ το ανακοινωθέν της εκδημίας τους. Οι ποιητές «προφητεύουν» και διηγούνται όλα όσα συμβαίνουν γύρω απ’ το νεκρό σώμα τους. Στο ποίημα του σπουδαίου Έλληνα καλλιτέχνη Κωνσταντίνου Ουράνη «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του Φθινόπωρου δείλι» -που το έχουν μελοποιήσει έξοχα τα Διάφανα Κρίνα, ο ποιητής, θεωρητικά νεκρός, απλώνει πάνω στους στίχους του τον συναισθηματικό αντίκτυπο που έχουν στην διάθεση του η ικανότητα του να βλέπει τους φίλους του όντας ο ίδιος απών, η ικανότητα του να νιώθει ακόμη και τις αλλοιώσεις του χώρου και του χρόνου απ’ την παύση της παρουσίας του.
Το αφηγηματικό υποκείμενο παραμένει σε όλη την έκταση του συγκεκριμένου ποιήματος συνταυτισμένο με το συγγραφικό. Είναι μια ολόκληρη κατηγορία στιχουργημάτων που ανταποκρίνεται σ’ αυτές τις μακάβριες, γκροτέσκο ή εξόφθαλμα τραγελαφικές δυναμικές.
Γράφει ο Ουράνης, «θα πεθάνω ένα πένθιμο του Φθινόπωρου δείλι/ μες στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος/ στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω/ και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος» . Οι ποιητές που γράφουν για το θάνατό τους φτιάχνουν μια μέθοδο για την οικειοποίηση του.
Πιστεύοντας σε μια ανθρωποκεντρική αναγνώριση του επέκεινα της τελευτής, φέρνουν κοντύτερα τους μία προσπάθεια που σκοπεύει στον εξορθολογισμό του ακατάληπτου του θανάτου. Η οικειοποίηση είναι μια πάγια τακτική του συγγραφέα για να προφέρει το άρρητο. Να βυθοσκοπεί επιτυχημένα ή όχι την λανθάνουσα αλήθεια.
Ένας άλλος ποιητής που κατοπτεύει σε κάποιο ποίημα του από κάπου ψηλά, ωσάν φτερωτή ψυχή, την μετά του θανάτου του κοινωνική ζωή των φίλων και ανθρώπων των διαδρομών που ακολουθούσε ζώντας, είναι ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Το έργο τιτλοφορείται «Προϋποθέσεις ή τα μετά θάνατον». Σ’ αυτό διαβλέπω την ροπή του συγγραφέα να τοποθετεί στους στίχους τους συντρόφους του επιτέλους απελεύθερους απ’ την υποκριτική τους στάση απέναντί του εν ζωή. Στους στίχους αυτού του εγχειρήματος της κατηγορίας του «βλέμματος του νεκρού», οι άνθρωποι λύνουν τις γλώσσες τους και μιλάνε ανυπόκριτα και με περιπαικτική διάθεση για τον αποθανόντα. Ώστε το «βλέμμα του νεκρού» περιλαμβάνει κυρίως δημιουργίες ποιητών που θαρρετά μεταλλάσσουν την αυτοσυγκράτηση των γνωστών τους όσο ζουν σε ακραιφνείς δολοπλοκίες και ορέξεις να βυσσοδομούν έπειτα από την τελευταία εκπνοή τους (των ίδιων των ποιητών).
Το έργο και ο βίος ενός καλλιτέχνη είναι πιο έκθετα από ποτέ χωρίς να είναι ο δημιουργός παρών και η φιλοδοξία αυτής της σχολής στιχοπλοκής είναι για κάθε μέλος της να δώσει τουλάχιστον ένα ποίημα τροχοπέδη στα κουτσομπολιά διαγουμίσματος της υστεροφημίας του. Παραθέτω εδώ μερικούς στίχους απ’ το εν λόγω ποίημα του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη: «Όταν το πράγμα μαθευτεί/μες στα γραφεία του Μπουκέτου/ κρουνοί δακρύων (φανταστικών)/ θα πλημμυρίσουν το παρκέ του/ Κι ο Μήτσος μ’ άξαφνη σπουδή/θα ψάξει να ‘βρει το κλισέ μου,/ κι ίσως την ώρα που το δει/να ψιθυρίσει ένα, Χρυσέ μου!/Το φέρετρο μου, σανιδένιο,/ δεν θα ‘χει καμία ομορφιά/θα το καρφώσουν μάνι-μάνι,/με τα κοινότερα καρφιά».
Ο Κώστας Καρυωτάκης στο ποίημα του «Δικαίωσις» συνεισφέρει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο στο «βλέμμα του νεκρού». Ο γνωστός και σπουδαίος ποιητής επικεντρώνει περισσότερο σε μια ενδοσκόπηση που δυναμώνει την άποψη του για το μάταιο της ζωής. Βλέπει τον εαυτό του νεκρό να γελάει και στην περιφορά του φέρετρού του ακούει τελείως αγόγγυστα και χάχανα των άλλων. Ο Καρυωτάκης σ’ αυτό το λογοτεχνικό του τέλος δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο εαυτός του. Εκείνος που ακόμη και στο σημείωμα αυτοκτονίας του έκανε χιούμορ για την πάλη του με τα κύματα της θάλασσας κατά την διάρκεια των αποτυχημένων αποπειρών του να πεθάνει με πνιγμό. Είναι κι εδώ σύμφωνος προς το πικρό δικό του χιούμορ και το κακό χιούμορ των άλλων. Γενικά όλες οι εικόνες του Δικαίωσις είναι εικόνες σαν συνέχισης της ζωής. Ο θάνατος αποδυναμώνεται σ’ αυτό το ποίημα γιατί δεν διαφοροποιείται και τόσο απ’ την πεισιθάνατη ρουτίνα μέσα στην οποία έζησε ο αυτόχειρας.
Δικαίωσις
Τότε λοιπὸν ἀδέσποτο θ᾿ ἀφήσω
νὰ βουίζει τὸ Τραγούδι ἀπάνωθέ μου.
Τὰ χάχανα τοῦ κόσμου, καὶ τοῦ ἀνέμου
τὸ σφύριγμα, θὰ τοῦ κρατοῦν τὸν ἴσο.
Θὰ ξαπλωθῶ, τὰ μάτια μου θὰ κλείσω,
καὶ ὁ ἴδιος θὰ γελῶ καθὼς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, τὸ φῶς χαιρέτισέ μου»
θὰ πῶ στὸν τελευταῖο ποὺ θ᾿ ἀντικρύσω.
Ὅταν ἀργὰ θὰ παίρνουμε τὸ δρόμο,
ἡ παρουσία μου κάπως θὰ βαραίνει
— πρώτη φορὰ — σὲ τέσσερων τὸν ὦμο.
Ὕστερα, καὶ τοῦ βίου μου τὴν προσπάθεια
ἀμείβοντας, τὸ φτυάρι θὰ μὲ ραίνει
ὡραῖα-ὡραῖα μὲ χῶμα καὶ μὲ ἀγκάθια.
Η Ανθούλα Σταθοπούλου γεννήθηκε το 1908 και πέθανε από φυματίωση το 1935 στα 27 της χρόνια. Μια Ελληνίδα καλλιτέχνιδα στο γνωστό και καταραμένο club 27. Η καταγωγή της ήταν από την Θεσσαλία και ήταν μία ξεκάθαρα επαναστατική φύση. Μέσα απ’ την μόνη ποιητική συλλογή της που εκδόθηκε όσο ζούσε, τις Νύχτες Αγρύπνιας, κανείς συναντά ένα λόγο νεωτερικό, ενάντια στα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας του μεσοπολέμου. Ο Γιώργος Βαφόπουλος, σύντροφος και φίλος της ποιήτριας, μας προσανατολίζει για τον τόνο των ποιημάτων της όταν μιλάει για το σωματικό τραύμα, μια χωλότητα στο πόδι που την όριζε. Στους στίχους της πρωταγωνιστεί ο πεισιθάνατος λόγος. Είναι ποιήματα με έντονη μουσικότητα.
Η Σταθοπούλου επηρεαζόταν πολύ απ’ τα τραγούδια της εποχής που άκουγε στο γραμμόφωνο. Πολλοί μελετητές του έργου της εικάζουν πως επηρεάστηκε από τον Καρυωτάκη αλλά με τη σειρά της επηρέασε τον Τσιτσάνη. Ο πόνος σφραγίζει το έργο της και μαζί την ζωή της. Μέσα σε λίγα χρόνια έχασε τον αδερφό της, την μητέρα της και την αδερφή της. Εδώ η πρόβλεψη για ποίημα με την τεχνική του «βλέμματος του νεκρού» ενέχει τις διαστάσεις της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Και πράγματι υπάρχει το «Σαν πεθάνω». Όμοια με την περίπτωση του Λαπαθιώτη, η Σταθοπούλου εκφράζει με περίσσιο λυρισμό τον φόβο της μήπως κάποιος εραστής της δεν είναι το ίδιο παθιασμένος με την ανάμνηση της όσο ήταν και με την ζώσα παρουσία της. Η μεγάλη ποιήτρια ονειρεύεται σαν πεθαμένη αφηγήτρια την επιβεβαίωση της αλήθειας που κατείχε κατά την διάρκεια της ζωής της για τον αγαπημένο της. Το ποίημα έχει απίστευτη μουσικότητα και σχεδόν βιώνεις αναγιγνώσκοντάς το όσα και η δημιουργός αναπολεί και θέλει να συνεχίσουν άνωθεν του νεκρού της σώματος.
Σαν πεθάνω
Σαν πεθάνω μια μέρα, κ’ ίσως μέρα του Απρίλη,
και νεκρή με ξαπλώσουν σ’ ένα φέρετρο άσπρο,
τα θερμά τα φιλιά σου, που μου έδινες πάντα,
θα μου δώσεις και τότε πάνω στ’ άχρωμα χείλη;
Τα χλωμά δάχτυλά σου θα χαϊδέψουν και πάλι
τ’ άψυχό μου το σώμα, με τα κέρινα χέρια,
και θα σκύψεις ν’ ακούσεις τους παλμούς της καρδιάς μου,
να μου πεις όπως πάντα: «Η καρδιά σου δεν πάλλει;»
Θα ζητήσεις να μάθεις ποιά να ήτανε τάχα
τα στερνά μου τα λόγια κ’ οι στερνές μου οι σκέψεις;
κι αν σου πουν: «Η καρδιά της κάποιον άλλον ζητούσε»,
σε βρισιές θα ξεσπάσεις ή θα κλάψεις μονάχα;
Εκτός απ’ αυτό, της ίδιας πάντα ποιήτριας, υπάρχει και το «Μπροστά στο νεκρό μου». Ζήτησα απ’ τον λόγιο φίλο μου και ποιητή σπάνιας αξίας Διονύση Στεργιούλα να μας γράψει γι’ αυτό: «Στο ποίημα «Μπροστά στο νεκρό μου» η Ανθούλα Σταθοπούλου σχολιάζει όσα θα ακολουθήσουν αμέσως μετά τον θάνατό της. Βλέπει τις γειτόνισσες που τη νεκροστολίζουν συζητώντας για εκείνη. Τα πράγματα όμως ήρθαν διαφορετικά. Πέθανε από φυματίωση στις 16 Απριλίου του 1935, ακριβώς στη μέση της άνοιξης, σε ένα δωμάτιο του Σανατορίου Ασβεστοχωρίου. Εκεί όπου είχε πεθάνει από την ίδια αιτία και η αδελφή της. Κατά κάποιον τρόπο προέβλεψε τον μήνα θανάτου της, όταν έγραφε: «Σαν πεθάνω μια μέρα, κ’ ίσως μέρα του Απρίλη».
Όχι μόνο οι ποιητές, αλλά και οι ησυχαστές, και πολλοί γέροντες των μοναστηριών θέλουν να σκέφτονται τον θάνατό τους. Ένας άγιος της Ορθοδοξίας είχε σκάψει τον τάφο του στην αυλή του μοναστηριού όπου ζούσε και τον φρόντιζε καθημερινά. Οι ποιητές και οι άγιοι, όπως ο σοφός στη γνωστή εικόνα του 19ου αιώνα που βγάζει το κεφάλι του έξω από τον ουράνιο θόλο για να ατενίσει το άγνωστο μη αρκούμενος στην επιφανειακή γνώση, δεν ανήκουν εξ ολοκλήρου σε αυτήν την γη. Ένα μέρος της ύπαρξής τους έχει ήδη περάσει στην άλλη πλευρά. Φαίνεται ότι η ενασχόληση με το μυστήριο του θανάτου προσφέρει μία απρόσμενη εσωτερική γαλήνη, που δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητή από όσους δεν την έχουν νιώσει.»
Μπροστά στο νεκρό μου
Θα ‘ρθεί μια μέρα, που μπορεί
να μ’ εύρουν μέσα εδώ νεκρή
κι ώρες λησμονημένη.
καμμιά φορά κάποιος θα ‘ρθεί
και στο νεκρό μου σα βρεθεί,
θα πει: «μπα! Την καημένη!»
Τόσες γειτόνισσες καλές,
φλύαρες και σιωπηλές,
θα με νεκροστολίσουν,
και θαύρουν πως ήμουν μικρή
για μια ζωή τόσο πικρή
και λίγο θα δακρύσουν…